Δικογραφία που αφορά τρία μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΑΙΠΕΔ, αλλά και εμπειρογνώμονες, έστειλε η εισαγγελέας Διαφθοράς Ελένη Ράικου στον ανακριτή Διαφθοράς Κωνσταντίνο Σαργιώτη. Οι ποινικές διώξεις για βαρύτατες κακουργηματικές πράξεις ασκήθηκαν μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης έπειτα από μηνυτήρια αναφορά που υπέβαλαν δικηγόροι, μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά. Στο επίκεντρο συνολικά 28 ακίνητα του Δημοσίου και ο τρόπος αξιοποίησής τους από το ΤΑΙΠΕΔ.
Με βάση τα ευρήματα της προκαταρκτικής εξέτασης, τα τρία μέλη του ΔΣ διώκονται για υπεξαίρεση γιατί δεν κατέθεταν αυθημερόν μαζί με το κεφάλαιο και τους τόκους που εισέπρατταν από τις πωλήσεις των ακινήτων. Οι δε εμπειρογνώμονες διώκονται για το αδίκημα της απιστίας στην υπηρεσία. Ο φάκελος της δικογραφίας περιλαμβάνει πέντε κτήρια των υπουργείων Πολιτισμού, Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Υγείας και Παιδείας, δεκατρία κτήρια ΔΟY και πέντε κτήρια της Αστυνομίας, που μεταβιβάστηκαν στο ΤΑΙΠΕΔ με σκοπό την πώληση και λειτουργική μίσθωση τους (sale-and-lease-back), για 20 χρόνια.
Τα επίμαχα 28 ακίνητα πουλήθηκαν από το ΤΑΙΠΕΔ και στη συνέχεια νοικιάστηκαν από το Δημόσιο.
Το συνολικό τίμημα από την πώληση ανήλθε στα 261 εκατ. ευρώ, ενώ το Δημόσιο ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει ετησίως μισθώματα που για το πρώτο έτος ανέρχονται σε 25,5 εκατ. ευρώ. Στο περίπου 200 σελίδων εισαγγελικό πόρισμα αναφέρεται ότι τα μέλη του συμβουλίου εμπειρογνωμόνων παρότι μπορούσαν, λόγω των γνώσεων και των ικανοτήτων τους, να εισηγηθούν τροποποίηση των όρων της συναλλαγής ώστε η αξιοποίηση της περιουσίας να καταστεί συμφέρουσα για το Δημόσιο, δεν το έπραξαν, και ομόφωνα γνωμοδότησαν προς το ΔΣ ότι η διαδικασία που τηρήθηκε ήταν επωφελής.
Οι εισαγγελείς εκτιμούν πως η επίμαχη διαδικασία αποδείχτηκε ασύμφορη και απειλούσε ζημία του ελληνικού Δημοσίου ανερχόμενη σε τουλάχιστον 580 εκατ. ευρώ.