Το Βυζάντιο, οι Οθωμανοί και η Γενοκτονία των Ποντίων
του Παντελή Σαββίδη,
Κάθε χρόνο ο Ποντιακός Ελληνισμός, και θέλουμε να πιστεύουμε όλοι οι Έλληνες, τιμούμε τα θύματα της γενοκτονίας των Ποντίων. Σε λίγες ημέρες, θα θυμηθούμε για άλλη μια φορά, χωρίς ποτέ να μπορέσουμε να ξεχάσουμε, και την Άλωση της Πόλης. Της Πόλης που με την ακτινοβολία της διατήρησε για μία χιλιετία και πλέον τον ελληνικό τρόπο, την ελληνική πρόταση ζωής. Της Πόλης που επηρέασε ακόμη και τη διάδοχη της Βυζαντινής, την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η Βυζαντινή κληρονομιά, το «Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο», θα ζήσει τον ανθρωπισμό που μετουσίωσε το αρχαίο μάθημα, η αρχαία Ελλάδα, δηλαδή, μπολιάζοντάς το με το χριστιανισμό, αυτό το μάθημα που μετέφεραν στη Δύση, φεύγοντας, οι διανοούμενοι της Κωνσταντινούπολης.
Οι πόλεις και οι πολιτισμοί, γεννιούνται, εξελίσσονται και παρακμάζουν, για να αναγεννηθούν πάλι, όσες πόλεις και όσοι πολιτισμοί έχουν μια διαχρονική πρόταση.
Και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η ελληνική πρόταση είναι και διαχρονική και οικουμενική.
Δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την οικουμενικότητά της.
Ό,τι την διαμόρφωσε από την αρχαία εποχή ως και τις ημέρες μας διακρίνεται από αυτό που έχει ανάγκη η ανθρωπότητα. Πνευματικότητα, ανοχή, αγάπη για τη ζωή, επικοινωνία με τον άνθρωπο τον οποίο θέτει στο κέντρο του ενδιαφέροντός της.
Διοίκηση ρωμαϊκής έμπνευσης, θρησκεία και εκκλησία χριστιανική και ελληνόφωνη, ελληνοπρεπής πνευματική κίνηση και διανόηση είναι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του Βυζαντίου.
Το Βυζάντιο
Το Βυζάντιο έφτασε στη μέγιστη ακμή του κατά τον 7ο αιώνα, περίπου, επι Ηρακλείου, και άρχισε να κλονίζεται, ουσιαστικά, όταν ο αυτοκράτορας Ρωμανός Διογένης ηττήθηκε στο Ματζικέρτ το 1071.
Από το 1204 δεν υπάρχει πλέον ισχυρό βυζαντινό κράτος και αυτό δεν έχει να κάνει με τους Οθωμανούς, αλλά με τη Δύση.
Οι Οθωμανοί ηγέτες, χρησιμοποίησαν αποτελεσματικά το όπλο της θρησκείας για να πετύχουν τους κατακτητικούς τους στόχους. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του σουνιτικού Ισλάμ ως επίσημης θρησκείας τους, αφού, έχει τα πιο επιθετικά χαρακτηριστικά.
Το όνομα
Το όνομα Βυζάντιο ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε την εποχή εκείνη από αυτούς που ορίζει σήμερα.
Η Αυτοκρατορία ονομάσθηκε- όπως λέει η Αρβελέρ- Βυζαντινή, το πρώτον από καθολικούς ιερωμένους, οι οποίοι αρνήθηκαν για λόγους ιδεολογικούς να ονομάσουν την αυτοκρατορία των σχισματικών-κατ αυτούς- ορθοδόξων χριστιανών, με το επίσημο όνομά της, που ήταν το Ρώμη και ρωμαϊκή πολιτεία.
Ρώμη η αυτοκρατορία, Ρωμανία τα εδάφη που την απαρτίζουν και βέβαια Ρωμαϊκή πολιτεία, Ρωμαϊκό κράτος, και Ρωμαίοι οι πολίτες του.
Ρωμιοί και Ρωμαίοι για τους έλληνες και τους υπόλοπος ορθόδοξους Ρούμ για τους τούρκους.
Οικουμενικότητα χριστιανική και ρωμαϊκή παγκοσμιότητα αποτελούν τους δύο πόλους της βυζαντινής αυτοκρατορικής ιδεολογίας, της μεγάλης οικουμενικής ιδέας.
Η μεγάλη περιπέτεια
Τι έγινε, λοιπόν, όλος αυτός ο κόσμος, ο λαός της Ρωμανίας μετά την Οθωμανική κατάκτηση;; Αφομοιώθηκε από τους τούρκους νομάδες που κατέλαβαν αρχικά τα οροπέδια της Ανατολίας καταδιωκόμενοι από τον Τζεγκίς Χάν;
Ο ελληνισμός δεν χάθηκε από τη Μικρά Ασία. Δεν εξηγείται πως εξαφανίστηκαν τα 8 εκατομμύρια χριστιανών Ελλήνων που αναφέρονται από τον Βρυώνη , από τους 400.000 τούρκους επιδρομείς, κατά τον ίδιο συγγραφέα.
Η παρακμή
Το βυζαντινό κράτος, την περίοδο της παρακμής του, βρισκόταν σε άθλια οικονομική κατάσταση, αθλιότητα που δημιουργήθηκε από τη μείωση των κρατικών εισπράξεων που πήγαιναν στα ταμεία της φεουδαρχικής αριστοκρατίας και από τις αυξημένες δαπάνες για τους δημόσιους υπαλλήλους και την αυλή. Το ενδιαφέρον για τους συνοριακούς πληθυσμούς ήταν ανύπαρκτο. Τους ενδιέφερε μόνο η φορολόγησή τους.Ο στρατός ήταν εντελώς παραμελημένος, το αμυντικό σύστημα των ακριτών είχε καταρρεύσει και βοήθεια από τη Κωνσταντινούπολη δεν μπορούσε να περιμένει γιατί η πρωτεύουσα ήταν απασχολημένη με τις εμφύλιες διενέξεις και τις ραδιουργίες γύρω από τη διαδοχή του θρόνου.
Ακόμη χειρότερα ήταν τα πράγματα με τη βυζαντινή πνευματική τάξη και τη φεουδαρχική αριστοκρατία που αλλαξοπιστούσαν για να πάρουν μεγαλύτερα τσιφλίκια.
Εξισλαμισμοί
Η Πόλη αλώθηκε με τη βοήθεια Ελλήνων που διαδραμάτισαν σημαντικό, σημαντικότατο ρόλο στην Άλωση και εντός και εκτός των τειχών.
Από τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι υπόδουλοι, οι εξισλαμισμοί ήταν το μεγαλύτερο. Η απώλεια της πίστης σήμαινε και απώλεια της εθνικής συνείδησης. Η γλώσσα χωρίς τη θρησκεία δεν αποτελούσε ισχυρό δεσμό με το έθνος. Εκτός από τους γενίτσαρους, οι κρυπτοχριστιανοί, οι τενεσούρ ρούμ (αυτοί που επέστρεψαν στο χριστιανισμό) και οι σταυρίτες ήταν μερικές κατηγορίες ανθρώπων που βίωναν το υπαρξιακό τους δράμα στην, υποτίθεται πολυεθνική, οθωμανική αυτοκρατορία.
Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι σχεδόν όλοι οι μουσουλμάνοι της περιοχής του πόντου προέρχονται από εξισλαμισμούς.
Οι τούρκοι ήταν και παρέμειναν μια πολεμική ομάδα που με τη δύναμη των όπλων κρατούσε σε υποταγή πολλά έθνη και λαούς.
Οι ίδιοι δεν είχαν εθνική συνείδηση, αλλά τρόμαξαν όταν είδαν να αναπτύσσονται τα εθνικά κινήματα.
Η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν πατρίδα διαφόρων εθνοτήτων και εθνών που αν αποκτούσαν εθνική συνείδηση, τότε δεν έμενε χώρος για τους τούρκους.
Η διαπίστωση αυτή γίνεται κατανοητή μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78, προκαλεί τρομερή αντίδραση και οδηγεί τους τούρκους να πάρουν κατασταλτικά μέτρα ενάντια σε όσους είχαν εκφράσει εθνικές απαιτήσεις.
Τότε, στη Μικρά Ασία, οι έλληνες και οι αρμένιοι διεκδικούν εθνική αποκατάσταση. Οι τούρκοι προσπαθούν να πνίξουν αυτά τα κινήματα.
Βρισκόμαστε στο αποκορύφωμα της εθνικής ιδέας στα Βαλκάνια και σε ότι μας αφορά, τρείς ισχυροί εθνικισμοί, επρόκειτο να συγκρουσθούν.
Ο βουλγαρικός, ο ελληνικός, που επιδίωκε την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας και ο τουρκικός, του οποίου ένα μέρος, είχε πάρει την απόφαση πως προκειμένου να πετύχει έπρεπε να εξαφανίσει όλους τους χριστιανικούς λαούς της Αυτοκρατορίας.
Και έτσι, άρχισε τη γενοκτονία τους.
Οι νεότουρκοι
Το επαναστατικό κίνημα που κατέληξε στη στρατιωτική εξέγερση του 1908 είχε αρχίσει να οργανώνεται από το 1889, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό.
Έως το 1908, όλες οι επαναστατικές ομάδες των Νεοτούρκων, παρά τις διαφωνίες τους, συμφωνούσαν ότι δεν έπρεπε να αγωνισθούν για κάποιον τουρκικό εθνικισμό αλλά για την οθωμανική πατρίδα.
Το πρόβλημα που τους διαιρούσε και τους διαφοροποίησε στη συνέχεια, ήταν αν το οθωμανικό αυτό «έθνος» έπρεπε να αποκτήσει ενιαία πολιτική δομή όπως και έγινε τελικά κατά την επιθυμία των Ενωτικών, ή ομοσπονδιακή δομή, όπως ζητούσε ένας από τους ηγέτες των Νεοτούρκων, ο πρίγκιπας Σαμπαχεντίν (1877-1948) και οι Φιλελεύθεροι, οι οποίοι, όμως τελικά, δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν τις εξελίξεις.
Το σύνολο του ελληνικού λαού, όχι μόνο στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, αλλά και στο κράτος των Αθηνών, υποδέχθηκε την επανάσταση του 1908 με ενθουσιασμό.
Ο θεωρητικός του τουρκικού εθνικισμού, ήταν ο διανοούμενος Ζιγιά Γκιοκάλπ (1876-1924) ο οποίος δεν ήταν δυτικιστής.
Η εθνικιστική του ιδεολογία, ο τουρκισμός, που περιείχε και την υποστήριξη της μουσουλμανικής θρησκείας, τον τοποθετούσε, σε μια ενδιάμεση θέση μεταξύ των οπαδών της ακραίας δυτικοποιήσεως και αυτών που υπεστήριζαν την επιστροφή στην καθαρή ανατολική παράδοση. Το ιδεολογικό σύστημα του Γκιοκάλπ είχε και κάποια ακραία χαρακτηριστικά που πέρασαν στην κυρίαρχη εθνικιστική τουρκική ιδεολογία και μετατράπηκαν σε κρατική πολιτική.
Διατύπωσε μια πρωτόλεια εκδοχή της ναζιστικής κοσμοθεωρίας, όπου βασικό ρόλο στην τελική διαμόρφωσή της -όπως και της νεοτουρκικής βεβαίως σε πολύ απλοϊκότερη εκδοχή- έχουν οι απόψεις του Νίτσε, οι οποίες εκχυδαϊστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν εργαλειακά.
Από τον Γκιοκάλπ ως τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (1881-1938) συνεχίσθηκε ο αγώνας μεταξύ των υποστηρικτών της δυτικής παρατάξεως και αυτών που με διάφορους τρόπους αντετίθεντο στην παρείσδυση της δύσεως.
Το πρόβλημα της θρησκείας
Υπήρχε, όμως, για όλους και το πρόβλημα της θρησκείας.
Το Ισλάμ αποτελούσε μέρος της ψυχής του λαού. Ταυτόχρονα, όμως, οι θεσμοί του δημιουργούσαν προσκόμματα στην πρόοδο της πατρίδος .
Μπροστά σ αυτήν τη δυσκολία, σχεδόν αξεπέραστη, από το Ναμίκ Κεμάλ ως τον Ατατούρκ, οι οπαδοί τους βαθμιαία κατέληξαν να απορρίψουν το Ισλάμ για να επιτύχουν την υιοθέτηση του δυτικού πολιτισμού.
Ο Μουσταφά Κεμάλ θα χρησιμοποιήσει με ακραίο τρόπο τη μουσουλμανική πίστη των Οθωμανών για να πολεμήσει τους Έλληνες την περίοδο 1919-1922. Θα κηρύξει «τζιχάντ κατά των απίστων» και ο ίδιος θα αυτοανακηρυχθεί gazi, δηλαδή «ιερός πολεμιστής του Κορανίου»)
Το φαινόμενο αυτό επέτρεψε στη Δύση και στους Τούρκους Φιλελεύθερους μετά το Β! Π.Π., από τον Μεντερές μέχρι τον Τουρκούτ Οζάλ περνώντας από τον Ντεμιρέλ (δηλαδή τους ιδεολογικούς συνεχιστές του πρίγκιπος Σαμπαχετίν), να ιδιοποιηθούν τον Ατατούρκ και να τον βαφτίσουν δυτικιστή οπαδό του φιλελεύθερου καπιταλισμού.
Η Γενοκτονία
Οι σοβινιστικές τάσεις των νεότουρκων φαίνονται από πολύ νωρίς. Αρνούνται πως υπάρχει εθνικό ζήτημα στην οθωμανική αυτοκρατορία και επιλέγουν την πολιτική της βίαιης αφομοίωσης των εθνικών μειονοτήτων.
Είναι πλήρως αποδεδειγμένο σήμερα ότι διέπραξαν γενοκτονία σε βάρος των Αρμενίων και των Ελλήνων του Πόντου.
Διαβάζοντας τα κείμενα των μη κεμαλιστών τούρκων ιστορικών, συναντούμε το οργανωμένο σχέδιο του νεοτουρκικού εθνικισμού.
Ενός εθνικισμού που γεννήθηκε στους κόλπους του οθωμανικού στρατεύματος , επηρεάστηκε βαθύτατα από το γερμανικό μιλιταρισμό και προσπάθησε να δημιουργήσει μηχανισμούς ελέγχου της σύνθεσης των πληθυσμών που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την περίοδο 1913-1918.
Τα κείμενα αυτά αποδεικνύουν ότι οι Νεότουρκοι είχαν εμπνευστεί μια ιδεολογία περιθωριοποίησης και αποκλεισμού των στοχοποιημένων ομάδων του οθωμανικού πληθυσμού και είχαν εκπονήσει με λεπτομέρειες, από το 1913, ένα οργανωμένο σχέδιο, με βάση το οποίο πραγματοποιήθηκε η γενοκτονία των Ελλήνων στην αρχή και των Αρμενίων στη συνέχεια. Εκκαθαρίσεις που κατά περιοχές έλαβαν διαφορετική μορφή και ολοκληρώθηκαν με τη μικρασιατική καταστροφή.
Υπάρχουν καταγγελίες ότι από το 1913 ξεκίνησαν οι μαζικές εκτοπίσεις από την περιοχή των Δαρδανελλίων. Από το 1914 ως το 1918 θα συνεχισθούν με ιδιαίτερη δριμύτητα στο Δυτικό Πόντο (ο Ανατολικός είχε καταληφθεί από τους Ρώσους μετά το 1916) για να συνεχισθούν σε δεύτερη φάση μετά το τέλος του πολέμου, ως το 1922.
Βασικός στόχος ήταν να αποδειχθεί ότι αφ ενός από τους προϊστορικούς χρόνους η Ανατολία κατοικούνταν από τουρκικά φύλα και αφ ετέρου ότι οι περιοχές αυτές την εποχή του ελληνοτουρκικού πολέμου (1919-1922) συγκροτούσαν την αδιαφιλονίκητη τουρκική πατρίδα, που επιβουλεύτηκαν οι ξένοι ιμπεριαλιστές.
Δυστυχώς, η πολιτική σκοπιμότητα, μπορεί να υπερισχύσει της ιστορικής αλήθειας στη διεθνή κοινότητα.
Παρά τις επίμονες προσπάθειές τους που είχαν γενοκτόνα χαρακτηριστικά, οι τούρκοι αγωνίζονται ακόμη και σήμερα να πετύχουν την εθνική ομοιογένεια του Μικρασιατικού χώρου που κατέχουν.
Ανακαλούν την οθωμανική ιδεολογία αλλά, μάλλον, δεν φαίνεται να είναι πειστικοί.
Η Ελλάδα, εδραιώθηκε στα σύνορα της Λωζάννης, το 1923 αλλά, κρίνοντας από όσα ανέφερα, της ταιριάζει περισσότερο μια οικουμενική αντίληψη.
Πρέπει να κάνει ένα βήμα προς τα εμπρός, αλλά, προς τα παρόν, δυστυχώς, δεν φαίνεται να διαθέτει τις δυνάμεις που απαιτούνται για μεγάλα εγχειρήματα.