Ένας γνήσιος εκφραστής της λαϊκής μουσικής παράδοσης της Ματσούκας και χαρισματικός εκφραστής της, ο Χρήστος Παρχαρίδης έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών, αφήνοντας πίσω του μια πλούσια παρακαταθήκη και συνεισφορά στον απόδημο ποντιακό ελληνισμό.
Από το 1961 ζούσε στη Μελβούρνη, όπου πρωτοστάτησε στην ίδρυση της «Ποντιακής Εστίας» (1976) και του συλλόγου «Ποντιακή Κοινότητα» (1981), έχοντας πάντα ως στόχο τη σύσφιξη των σχέσεων των Ελλήνων –και κυρίως των Ποντίων– της Αυστραλίας.
Ο Χρήστος Παρχαρίδης γεννήθηκε το 1940 στο Πρωτοχώρι Κοζάνης (Πορτοράζ). Υπήρξε γόνος της ποντιακής οικογένειας του Ευστάθιου Σιαμίδη (μετέπειτα Παρχαρίδη) από το χωριό Καρά (Καπίκιοϊ) της Ματσούκας. Από μικρή ακόμη ηλικία εμφάνισε το φυσικό τάλαντο της φωνής του, έχοντας πάντα κοντά του τον επίσης καλλίφωνο πατέρα του.

Σε ηλικία 13 χρονών ο αδελφός του, Τάσος, αγόρασε μια λύρα από τον περίφημο κατασκευαστή Γοργόρ’ και απαγόρευσε στο μικρό Χρήστο να την χρησιμοποιεί, λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Εκείνος όμως, επίμονος, προσπάθησε να μάθει κρυφά τα μυστικά της λύρας, όταν απουσίαζε ο αδελφός του. Το 1954 η περιβόητη λύρα πέρασε στα χέρια του, και ο Χρήστος άρχισε να παίζει δειλά-δειλά σε μικρές παρέες ή γάμους.
Το 1957 εγγράφηκε ως σπουδαστής στην τεχνική σχολή «Δανάτσα» στην Κοζάνη, όπου και διέμενε. Την ίδια χρονική περίοδο συμμετείχε με πολύ μεράκι στις ραδιοφωνικές εκπομπές του κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού της Κοζάνης, όπου τον συνόδευε με τη λύρα ο μεγαλύτερος σε ηλικία συγχωριανός του Δημήτρης Κυριακίδης.
Το 1961, μετά από πρόσκληση του αδελφού του, μετανάστευσε στην Αυστραλία, έχοντας πάντα μαζί του την αγαπημένη του λύρα. Ο Χρήστος έπαιζε και τραγουδούσε για όλους, πάντοτε όμως ερασιτεχνικά. Ποτέ δεν θέλησε να εκμεταλλευτεί αυθόρμητες εκδηλώσεις φίλων και να κερδίσει χρήματα. Εξάλλου, πάντα τόνιζε ότι απεχθανόταν τη ζωή της νύχτας, του επαγγελματία καλλιτέχνη.
Το διάστημα 1965-1967, κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα, διδάχθηκε την τέχνη του αγγείου από τον Κωνσταντίνο Κυριακίδη. Επέστρεψε μ’ αυτό στην Αυστραλία, όπου τραγουδούσε και έπαιζε τους προσφυγικούς καημούς.
Μέχρι το 1976 ο Χρήστος έπαιζε και τραγουδούσε στη Μελβούρνη τελείως ερασιτεχνικά, σε διάφορους τοπικούς συλλόγους, αλλά και σε άλλους που ήρθαν από τη μητέρα Ελλάδα. Πολλές φορές, μάλιστα, προσπάθησε με τη λύρα του και το τραγούδι του να καταπραΰνει τους έντονους πολιτικούς διαξιφισμούς πολλών Ελλήνων στη μακρινή ήπειρο.
Το 1992, με τη μεσολάβηση του ανιψιού του, Αλέξη Παρχαρίδη, κάλεσε στην Αυστραλία τον λυράρη Κώστα Σιαμίδη και τον τραγουδιστή Γιάννη Κουρτίδη, στο πλαίσιο εκδήλωσης της «Ποντιακής Εστίας». Αποτέλεσμα αυτής της γνωριμίας ήταν η συνεργασία Παρχαρίδη-Σιαμίδη που αποτυπώθηκε στο CD Αροθυμώ και καίουμαι.
Η ερμηνεία των τραγουδιών αυτών κατέδειξε τόσο το μεγάλο ταλέντο του καταξιωμένου λυράρη Κώστα Σιαμίδη όσο και την ερμηνευτική δεινότητα της φωνής του Χρήστου Παρχαρίδη, ο οποίος απέδωσε εκπληκτικά τα ποντιακά τραγούδια, με κύρια ευαισθησία στα παθιασμένα για τις πατρίδες, αλλά και στα ακριτικά.
Έκτοτε συμμετείχε σε άλλες τέσσερις δισκογραφικές δουλειές, πάντοτε με τη συνοδεία του γιου του, Χαράλαμπου, στη λύρα (Ποίον έν’ η πατρίδα μ’, 2000, Σην πλατείαν χορεύ’νε, 2003, Κωφά ας έσαν τ’ ωτία μ’, 2005, Ψυχής κατάθεση / Τραπεζούντα παντέμορφον, 2016).
Πέρα από τις σπάνιες φωνητικές αρετές του, ο Χρήστος Παρχαρίδης διέθετε και κάτι άλλο εξίσου αξιοθαύμαστο. Αντλώντας πάντα από την παράδοση, έγραφε στίχους στους οποίους απεικόνιζε ανάγλυφα τον Πόντο, την πληγωμένη ψυχή του πρόσφυγα, την εγκατάλειψη, τη γενναία ψυχή του Ακρίτα, αλλά και τον έρωτα και την πίκρα της ξενιτιάς.
















