Ο κόσμος τον γνώρισε ως Τζορτζ Μάικλ, όμως το όνομα με το οποίο ήρθε στη ζωή ήταν Γεώργιος Κυριάκος Παναγιώτου. Γεννήθηκε στις 25 Ιουνίου του 1963 στο East Finchley του Λονδίνου, σε ένα σπίτι όπου συνυπήρχαν δύο διαφορετικοί κόσμοι: η μεσογειακή ιδιοσυγκρασία του πατέρα του, ενός Ελληνοκύπριου εστιάτορα που είχε μεταναστεύσει από την Κύπρο τη δεκαετία του ’50, και η καλλιτεχνική φύση της μητέρας του, μιας Αγγλίδας χορεύτριας με ευαισθησίες και εσωτερικές αντιφάσεις. Ήταν το μικρότερο από τα τρία παιδιά της οικογένειας και ο μοναδικός γιος, μεγαλώνοντας δίπλα στις δύο μεγαλύτερες αδελφές του.
Τα παιδικά του χρόνια κύλησαν κυρίως στο Kingsbury, ένα προάστιο του Λονδίνου, σε ένα σπίτι που οι γονείς του απέκτησαν λίγο μετά τη γέννησή του. Εκεί φοίτησε στο δημοτικό και στο γυμνάσιο της περιοχής, χωρίς τίποτα να προδίδει ακόμη πως αυτό το παιδί θα εξελισσόταν σε μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές του πλανήτη. Ωστόσο, μια στιγμή που έμοιαζε ασήμαντη αποδείχθηκε καθοριστική: σε ηλικία περίπου οκτώ ετών, ένα χτύπημα στο κεφάλι τον κράτησε μακριά από το παιχνίδι για ένα διάστημα. Η μουσική έγινε τότε καταφύγιο, ένας τρόπος να γεμίζει τις ώρες και το μυαλό του. Από εκείνη την περίοδο άρχισε να διαμορφώνεται η βαθιά, σχεδόν υπαρξιακή σχέση του με τον ήχο και το τραγούδι.
Στην εφηβεία, η οικογένεια μετακόμισε στο Radlett. Εκεί γράφτηκε στο Bushey Meads School, όπου απέκτησε το παρατσούκλι «Yog» και γνώρισε έναν συμμαθητή που θα έμελλε να αλλάξει τη ζωή του: τον Άντριου Ρίτζλεϊ. Οι δύο έφηβοι μοιράζονταν το ίδιο όνειρο, χωρίς να γνωρίζουν ακόμη πόσο μακριά θα τους πήγαινε. Περνούσαν ώρες μιλώντας για μουσική, τραγουδώντας, σχεδιάζοντας μια ζωή έξω από τα στενά όρια της καθημερινότητας. Ο Τζορτζ, ντροπαλός αλλά πεισματικά προσηλωμένος, κατέβαινε συχνά στο μετρό του Λονδίνου και τραγουδούσε για περαστικούς, δοκιμάζοντας τη φωνή του και τη δύναμή της απέναντι σε αγνώστους.

Πριν ακόμη βρεθεί σε μεγάλες σκηνές, έκανε τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα ως DJ.
Έπαιζε μουσική σε εστιατόρια, σχολικά πάρτι και τοπικά κλαμπ γύρω από το Bushey και το Watford, μαθαίνοντας να «διαβάζει» το κοινό και να καταλαβαίνει τι σημαίνει ρυθμός, ένταση και συναίσθημα. Εκείνη την περίοδο σχημάτισε και την πρώτη του μπάντα με το όνομα The Executive, περισσότερο ως άσκηση παρά ως προορισμό.
Το 1981, μαζί με τον Ρίτζλεϊ, πήρε την πιο συνειδητή απόφαση της ζωής του: να δημιουργήσουν ένα ποπ ντουέτο που δεν θα περνούσε απαρατήρητο. Έτσι γεννήθηκαν οι Wham! και μαζί τους γεννήθηκε και το καλλιτεχνικό όνομα «George Michael», μια επιλογή που σηματοδότησε τη μετάβαση από τον Γεώργιο Παναγιώτου στον παγκόσμιο σταρ. Η άνοδος ήταν εκρηκτική. Μέσα σε λίγα χρόνια, οι Wham! κατέκτησαν τα charts, τα εξώφυλλα και τις καρδιές εκατομμυρίων νέων σε όλο τον κόσμο.
View this post on Instagram
Η επιτυχία δεν περιορίστηκε στη Δύση. Το 1985, οι Wham! έγραψαν ιστορία με την περιοδεία τους στην Κίνα, όντας το πρώτο δυτικό ποπ συγκρότημα που εμφανίστηκε στη χώρα. Για τον Τζορτζ Μάικλ, εκείνη η εμπειρία ήταν κάτι παραπάνω από συναυλίες: ήταν η πρώτη φορά που αντιλήφθηκε τη δύναμη της μουσικής του σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και το βάρος της εικόνας που είχε αρχίσει να χτίζεται γύρω από το όνομά του.
Παράλληλα, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, είχε αρχίσει να ξεχωρίζει ως αυτόνομη καλλιτεχνική φωνή. Το «Careless Whisper» και λίγο αργότερα το «A Different Corner» έδειξαν πως πίσω από τη χαρούμενη ποπ βιτρίνα των Wham! υπήρχε ένας δημιουργός με βάθος, μελαγχολία και προσωπική αλήθεια. Η διάλυση του ντουέτου το 1986 δεν ήταν μια ρήξη, αλλά ένα αναπόφευκτο πέρασμα στην επόμενη φάση. Ο Τζορτζ Μάικλ είχε μόλις αρχίσει την άνοδό του προς την κορυφή.
Η σόλο καριέρα
Η μετάβαση του Τζορτζ Μάικλ από το ποπ φαινόμενο των Wham! σε αυτόνομο καλλιτέχνη δεν έγινε με θόρυβο αλλά με αυτοπεποίθηση. Στις αρχές του 1987, πριν ακόμη κυκλοφορήσει τον πρώτο του προσωπικό δίσκο, επέλεξε να συστηθεί ξανά στο κοινό μέσα από μια συνεργασία που για τον ίδιο είχε βαθιά συναισθηματική σημασία. Το ντουέτο με την Αρίθα Φράνκλιν στο «I Knew You Were Waiting (For Me)» δεν ήταν απλώς μια εμπορική κίνηση. Ήταν η εκπλήρωση ενός ονείρου: να σταθεί δίπλα σε μία από τις φωνές που τον είχαν διαμορφώσει καλλιτεχνικά. Το τραγούδι κατέκτησε την κορυφή των charts και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και χάρισε στους δύο ερμηνευτές ένα Grammy, επιβεβαιώνοντας ότι ο Τζορτζ Μάικλ είχε πλέον περάσει οριστικά στη μεγάλη κατηγορία.
Λίγους μήνες αργότερα, ήρθε η στιγμή που θα όριζε ολόκληρη τη δεκαετία του ’80. Το Faith δεν ήταν απλώς το πρώτο solo άλμπουμ του· ήταν μια δήλωση ταυτότητας. Από το προκλητικό «I Want Your Sex», που προκάλεσε αντιδράσεις, απαγορεύσεις και συζητήσεις γύρω από τη σεξουαλικότητα και την ηθική, μέχρι το ομότιτλο «Faith», που έμελλε να γίνει ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους ύμνους της εποχής, ο Τζορτζ Μάικλ «φώναζε» σιωπηλά ότι δεν είχε σκοπό να ζητήσει άδεια από κανέναν.
View this post on Instagram
Η εικόνα του -δερμάτινο μπουφάν, τζιν, μπότες, γυαλιά- έγινε σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς, αλλά πίσω από το στιλ υπήρχε απόλυτος έλεγχος. Έγραφε, τραγουδούσε, επέβλεπε κάθε λεπτομέρεια. Το Faith κατέκτησε τις πρώτες θέσεις παγκοσμίως, πούλησε δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα και χάρισε στον δημιουργό του το Grammy για το Άλμπουμ της Χρονιάς. Ήταν η απόλυτη επιτυχία – και ταυτόχρονα η αρχή μιας βαθιάς εσωτερικής κόπωσης.
Η παγκόσμια περιοδεία που ακολούθησε, τα βραβεία, οι ασταμάτητες συνεντεύξεις και η εικόνα του ειδώλου άρχισαν να τον βαραίνουν. Ο ίδιος θα παραδεχόταν αργότερα ότι, ενώ ο κόσμος τον λάτρευε, εκείνος ένιωθε όλο και πιο απομακρυσμένος από τον εαυτό του. Η λατρεία εκατομμυρίων θαυμαστών δεν τον έκανε ευτυχισμένο. Αντίθετα, τον έκανε να αμφισβητεί τον ρόλο του και να αναρωτιέται αν είχε παγιδευτεί σε μια εικόνα που δεν του ανήκε πια.
Αυτή η ανάγκη αποστασιοποίησης πήρε μορφή το 1990, με το Listen Without Prejudice Vol. 1. Ο τίτλος και μόνο ήταν ένα μήνυμα: ήθελε να ακουστεί χωρίς φίλτρα, χωρίς εικόνες, χωρίς μάρκετινγκ. Αρνήθηκε να εμφανιστεί στα βίντεο, απέφυγε την προώθηση και άφησε τα τραγούδια να μιλήσουν μόνα τους. Το «Praying for Time» κοίταζε κατάματα την κοινωνική αδικία και τον πόνο της εποχής, ενώ το «Freedom! ’90» αποδομούσε τον ίδιο τον μύθο που είχε χτίσει γύρω από το όνομά του.
Δεν ήταν πλέον το είδωλο της ποπ. Ήταν ένας καλλιτέχνης που διεκδικούσε τον έλεγχο της αφήγησής του.
Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και η μεγάλη του σύγκρουση με τη δισκογραφική του εταιρεία, μια μάχη που θα τον απομάκρυνε από τη σκηνή για χρόνια. Αντί για έναν συμβατικό νέο δίσκο, επέλεξε να στραφεί σε ζωντανές εμφανίσεις και διασκευές αγαπημένων τραγουδιών, αποτίνοντας φόρο τιμής στους ήρωές του. Ανάμεσά τους και ο Έλτον Τζον, με τον οποίο ερμήνευσε ξανά το «Don’t Let the Sun Go Down on Me», οδηγώντας το τραγούδι στην κορυφή των charts.
Το 1992, σε μια από τις πιο εμβληματικές στιγμές της καριέρας του, ανέβηκε στη σκηνή του Wembley για το αφιέρωμα στον Φρέντι Μέρκιουρι. Η ερμηνεία του στο «Somebody to Love» θεωρήθηκε από πολλούς ως μία από τις κορυφαίες της βραδιάς – μια στιγμή όπου ένας μεγάλος καλλιτέχνης τίμησε έναν άλλον, χωρίς ίχνος επίδειξης, μόνο με φωνή και συναίσθημα.
Μετά από χρόνια σχετικής σιωπής, ο Τζορτζ Μάικλ επέστρεψε το 1996 με το Older, έναν δίσκο βαθιά προσωπικό, ώριμο και φορτισμένο από απώλεια. Το «Jesus to a Child» ήταν αφιερωμένο στον άνθρωπο που είχε αγαπήσει και χάσει, και κάθε νότα του έμοιαζε με εξομολόγηση. Το Older επιβεβαίωσε ότι είχε πλέον αφήσει οριστικά πίσω του την ποπ αθωότητα των ’80s.
Στα τέλη της δεκαετίας, «συγκέντρωσε» την πορεία του σε έναν διπλό απολογισμό: το Ladies & Gentlemen. Δεν ήταν απλώς ένα best of, αλλά ένας χάρτης της συναισθηματικής του διαδρομής – από τις μπαλάντες της καρδιάς μέχρι τα τραγούδια της νύχτας και της ελευθερίας. Λίγο αργότερα, με το Songs from the Last Century, κοίταξε προς τα πίσω, στις μουσικές που τον είχαν διαμορφώσει, κλείνοντας έναν κύκλο.
Η solo πορεία του Τζορτζ Μάικλ δεν ήταν γραμμική. Ήταν γεμάτη κορυφές, ρήξεις και επιστροφές. Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν η ιστορία ενός ανθρώπου που αρνήθηκε να μείνει φυλακισμένος στην επιτυχία του.
Μπαίνοντας στη νέα χιλιετία, ο Τζορτζ Μάικλ έμοιαζε πιο ήρεμος εξωτερικά, αλλά εσωτερικά εξακολουθούσε να παλεύει με την ανάγκη του να λέει την αλήθεια του – μουσικά, πολιτικά, προσωπικά. Το 2000 επέστρεψε δυναμικά με ένα ακόμη μεγάλο ντουέτο, αυτή τη φορά δίπλα στη Γουίτνι Χιούστον. Το «If I Told You That» ένωσε δύο φωνές–σύμβολα της ποπ και της R&B, σε μια συνεργασία που έδειχνε πως ο Τζορτζ Μάικλ παρέμενε παρών και ουσιαστικός, ακόμα κι αν δεν βρισκόταν διαρκώς στο προσκήνιο.
Τα επόμενα χρόνια τον βρήκαν πιο πολιτικοποιημένο από ποτέ. Με το «Shoot the Dog», δεν δίστασε να ασκήσει ανοιχτή κριτική στη βρετανική και αμερικανική πολιτική σκηνή, σατιρίζοντας τη σχέση του Τόνι Μπλερ με τον Τζορτζ Μπους ενόψει του πολέμου στο Ιράκ. Ήταν μια στιγμή που απέδειξε πως δεν τον ενδιέφερε πια να είναι αρεστός σε όλους. Τον ενδιέφερε να είναι ειλικρινής. Λίγο αργότερα, διασκεύασε το αντιπολεμικό «The Grave», μεταφέροντας το μήνυμά του στη δική του εποχή και επιβεβαιώνοντας ότι για εκείνον η μουσική ήταν πάντα και στάση ζωής.
Το 2004 κυκλοφόρησε το Patience, έναν δίσκο που έμοιαζε με προσωπική κατάθεση. Ήταν ώριμος, εσωστρεφής, αλλά ταυτόχρονα γεμάτος ενέργεια. Το κοινό τον αγκάλιασε αμέσως, χαρίζοντάς του την κορυφή των charts στη Βρετανία και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Το «Amazing» έγινε ύμνος αναγέννησης και χορευτικής λύτρωσης, ενώ η εμφάνισή του στην εκπομπή της Όπρα Γουίνφρι αποτέλεσε μια από τις πιο ανοιχτές και ανθρώπινες τηλεοπτικές του στιγμές. Μίλησε για το παρελθόν του, για τη δημόσια έκθεσή του, για την αποδοχή της ταυτότητάς του – χωρίς δραματισμούς, χωρίς απολογίες.
Το Patience έκλεισε έναν κύκλο και άνοιξε έναν άλλον. Το 2006, με το Twenty Five, γιόρτασε τα 25 χρόνια του στη μουσική, όχι ως νοσταλγία, αλλά ως υπενθύμιση μιας διαδρομής γεμάτης μεταμορφώσεις. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε την περιοδεία 25 Live, την πρώτη του μετά από δεκαπέντε χρόνια. Οι συναυλίες ήταν θριαμβευτικές, γεμάτες συναίσθημα και ωριμότητα, και κορυφώθηκαν με ιστορικές εμφανίσεις στο ανακαινισμένο Wembley, όπου έγινε ο πρώτος καλλιτέχνης που τραγούδησε ζωντανά στη νέα του μορφή.
Παράλληλα, ο Τζορτζ Μάικλ έδειχνε μια πιο ανάλαφρη πλευρά του εαυτού του. Εμφανίστηκε σε τηλεοπτικές σειρές, σατίρισε τον ίδιο του τον μύθο και δεν δίστασε να αυτοσαρκαστεί. Τα Χριστούγεννα του 2008 χάρισε στο κοινό το «December Song», ένα τραγούδι–δώρο, χωρίς εμπορικές βλέψεις, σαν μια προσωπική ευχή.
Η δεκαετία του 2010 ξεκίνησε με επιστροφή στη σκηνή και μεγάλες ζωντανές εμφανίσεις, όμως έμελλε να σημαδευτεί από μια σοβαρή δοκιμασία.
Το 2011, στη διάρκεια της περιοδείας Symphonica, αρρώστησε βαριά με πνευμονία και βρέθηκε σε κώμα. Για εβδομάδες, ο κόσμος παρακολουθούσε με αγωνία. Η επιστροφή του στη σκηνή, λίγους μήνες αργότερα, ήταν συγκινητική. Στα Brit Awards του 2012 αποθεώθηκε, όχι σαν ποπ είδωλο, αλλά σαν άνθρωπος που είχε δοκιμαστεί σημαντικά και είχε ξεπεράσει τα όριά του.

Η περιοδεία του Symphonica ήταν διαφορετική από κάθε προηγούμενη δουλειά του. Ενορχηστρώσεις, λυρισμός, απόσταση από την ποπ φόρμα. Ήταν το καλλιτεχνικό του «αντίο», χωρίς να το γνωρίζει. Η τελευταία του συναυλία δόθηκε στο Λονδίνο, το φθινόπωρο του 2012. Δεν υπήρξε δραματική ανακοίνωση, ούτε αποχαιρετισμός. Απλώς κατέβηκε από τη σκηνή.
Μετά τον θάνατό του, η παρουσία του δεν έσβησε. Αντίθετα, ενισχύθηκε. Ακυκλοφόρητα τραγούδια ήρθαν στο φως, ντοκιμαντέρ αποκάλυψαν τη φωνή του με την οποία αφηγούταν ο ίδιος τη ζωή του, ενώ το «Last Christmas» -το τραγούδι που είχε γίνει συνώνυμο των γιορτών- έφτασε, δεκαετίες αργότερα, στην κορυφή των charts, σαν μια αργοπορημένη δικαίωση.
Ο Τζορτζ Μάικλ δεν έζησε για να δει την υστεροφημία του να ολοκληρώνεται. Όμως ίσως να μην τον ενδιέφερε. Γιατί η μουσική του δεν ζητούσε αθανασία. Ζητούσε απλώς να ειπωθεί η αλήθεια – με φωνή καθαρή, ευάλωτη και ανθρώπινη.
Η άστατη προσωπική ζωή
Η προσωπική ζωή του Τζορτζ Μάικλ υπήρξε ίσως το πιο δύσκολο και αντιφατικό κεφάλαιο της ύπαρξής του. Όχι επειδή στερήθηκε την αγάπη, αλλά επειδή χρειάστηκε πολλά χρόνια για να την αποδεχτεί πρώτα ο ίδιος, χωρίς φόβο και ενοχές.
Στα νεανικά του χρόνια πίστευε ότι βαδίζει σε έναν «αναμενόμενο» δρόμο. Οι πρώτες του φαντασιώσεις αφορούσαν γυναίκες και αυτό τον έκανε να θεωρεί πως δεν διέφερε από τους συνομήλικούς του. Με την εφηβεία, όμως, ήρθαν σκέψεις και επιθυμίες που δεν χωρούσαν εύκολα στα κοινωνικά καλούπια της εποχής. Ο ίδιος αργότερα θα παραδεχτεί πως το περιβάλλον του, η οικογενειακή ισορροπία, αλλά και η έντονη συναισθηματική σύνδεση με τη μητέρα του, έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του.
Στα 19 του, μίλησε ανοιχτά στον Άντριου Ρίτζλεϊ, τον άνθρωπο που στεκόταν δίπλα του από τα πρώτα βήματα των Wham!. Το ίδιο έκανε και με μία από τις αδελφές του. Όχι όμως με τους γονείς του. Ο φόβος της απογοήτευσης, κυρίως της μητέρας του, τον κράτησε σιωπηλό για χρόνια. Όπως παραδέχτηκε αργότερα, η απόκρυψη αυτή τον έκανε να αισθάνεται «δόλιος», σαν να ζούσε μια ζωή μισή.
Στην περίοδο των Wham! είχε σχέσεις με γυναίκες, χωρίς όμως ποτέ να νιώθει ότι αυτές μπορούσαν να έχουν βάθος ή διάρκεια. Υπήρχε έλξη, όχι όμως πλήρης συναισθηματική σύνδεση. Με τον καιρό άρχισε να τον βαραίνει η σκέψη ότι ίσως τις χρησιμοποιούσε άθελά του, κάτι που τον έκανε να απομακρυνθεί. Ο ίδιος μίλησε αργότερα με ειλικρίνεια για την ευθύνη που ένιωθε, ειδικά σε μια εποχή που το AIDS προκαλούσε φόβο και άγνοια.

Η καθοριστική στιγμή ήρθε όταν ερωτεύτηκε έναν άνδρα. Τότε, όπως είπε, έπαψε κάθε εσωτερική σύγκρουση. Δεν υπήρξε ποτέ ηθικό πρόβλημα για εκείνον. Υπήρξε μόνο ο φόβος της αλήθειας. Ο έρωτας, όμως, του ξεκαθάρισε τα πάντα.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μια ιδιαίτερη παρουσία στη ζωή του ήταν η Κάθι Τζέουνγκ, make-up artist και μούσα του σε μια από τις πιο προκλητικές καλλιτεχνικά περιόδους του. Ήταν η μοναδική του σχέση με γυναίκα που ο ίδιος αναγνώρισε ως ουσιαστική. Εκείνη γνώριζε την αλήθεια για τον ίδιο και στάθηκε δίπλα του με κατανόηση και διακριτικότητα. Χρόνια αργότερα, θα τον αποχαιρετήσει ως αληθινό φίλο.
Η μεγάλη τομή στη ζωή του ήρθε το 1991, όταν γνώρισε τον Ανσέλμο Φελέπα, έναν Βραζιλιάνο σχεδιαστή. Ήταν ένας έρωτας βαθύς, ήσυχος και καθοριστικός. Λίγους μήνες μετά τη γνωριμία τους, ο Φελέπα διαγνώστηκε θετικός στον HIV. Ο Τζορτζ Μάικλ βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν φόβο διπλό: της ασθένειας και της αποκάλυψης. Δεν ήξερε πώς να το μοιραστεί με την οικογένειά του, που ακόμα αγνοούσε τη σεξουαλική του ταυτότητα.
Ο θάνατος του Φελέπα το 1993 τον βύθισε σε μια μακρά περίοδο πένθους. Το «Jesus to a Child» και ολόκληρο το άλμπουμ Older δεν ήταν απλώς μουσικά έργα, αλλά τρόποι να μιλήσει για την απώλεια χωρίς λέξεις. Χρόνια αργότερα θα πει πως χρειάστηκε τρία χρόνια για να πενθήσει πραγματικά – και σχεδόν αμέσως μετά έχασε και τη μητέρα του.
Εκείνη η αλληλουχία απωλειών τον έκανε να νιώσει πως η ζωή τον τιμωρούσε.
Το 1996 ξεκίνησε μια μακροχρόνια σχέση με τον Κένι Γκος, έναν άνθρωπο εκτός μουσικής βιομηχανίας. Μαζί δημιούργησαν μια καθημερινότητα μακριά από τα φώτα, μοιρασμένη ανάμεσα στην Αγγλία και την Αμερική. Παρότι υπήρξαν σκέψεις για επίσημη ένωση, η σχέση τους τελείωσε ήσυχα, χωρίς δημόσιες συγκρούσεις, χρόνια πριν το ανακοινώσει ο ίδιος.
Η δημόσια αποκάλυψη της σεξουαλικότητάς του δεν έγινε με δήλωση, αλλά με σύλληψη. Το 1998, η σύλληψή του σε δημόσιο χώρο στις Ηνωμένες Πολιτείες τον έφερε αναγκαστικά στο φως. Συνελήφθη από μυστικό αστυνομικό και κατηγορήθηκε για ασελγείς πράξεις. Του επιβλήθηκε πρόστιμο και 80 ώρες κοινωνικής εργασίας.
Ο ίδιος αργότερα παραδέχτηκε πως, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτή η στιγμή ήταν και μια ασυνείδητη ανάγκη απελευθέρωσης. Από εκεί και μετά, έπαψε να κρύβεται.
Η σχέση του με τον Φάντι Φαουάζ, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ήταν πιο ήσυχη, πιο προστατευμένη. Ήταν εκείνος που τον βρήκε νεκρό το πρωί των Χριστουγέννων του 2016 – μια τραγική λεπτομέρεια που σφράγισε τον μύθο με σιωπή.
Παράλληλα με τα συναισθηματικά του βάρη, ο Τζορτζ Μάικλ πάλευε για δεκαετίες με τις εξαρτήσεις. Δεν τις έκρυψε ποτέ πραγματικά. Μίλησε ανοιχτά για τη χρήση ουσιών, για την ανάγκη διαφυγής, για τις λάθος επιλογές. Οι συλλήψεις, τα ατυχήματα, η φυλάκιση δεν ήταν στιγμές αυτοκαταστροφής επίδειξης, αλλά σημάδια ενός ανθρώπου που δεν ήξερε πώς αλλιώς να ησυχάσει το μυαλό του.
Η σοβαρή ασθένεια του 2011 τον έφερε πολύ κοντά στον θάνατο. Η ανάρρωσή του έμοιαζε με δεύτερη ευκαιρία, αν και το σώμα του δεν ανέκτησε ποτέ πλήρως τις δυνάμεις του. Τα επόμενα χρόνια προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από τις καταχρήσεις, μπήκε σε αποτοξίνωση, έκανε παύσεις, αλλά η μάχη δεν σταμάτησε ποτέ για τον ίδιο.
Ο Τζορτζ Μάικλ δεν υπήρξε ποτέ άγιος. Υπήρξε όμως βαθιά ειλικρινής. Ένας άνθρωπος που αγάπησε δυνατά, πόνεσε σιωπηλά και πλήρωσε ακριβά την ευαισθησία του. Και ίσως γι’ αυτό η φωνή του, ακόμα και σήμερα, μοιάζει σαν εξομολόγηση.
Ο Τζορτζ Μάικλ δεν ήταν φιλάνθρωπος από υποχρέωση ή για να εξυπηρετήσει τη δημόσια εικόνα του. Ήταν από εκείνους που πίστευαν πως η προσφορά έχει αξία μόνο όταν γίνεται αθόρυβα. Κι όμως, από πολύ νωρίς, το όνομά του συνδέθηκε με μερικές από τις πιο εμβληματικές στιγμές συλλογικής αλληλεγγύης της σύγχρονης μουσικής ιστορίας.
Το 1984, τη χρονιά που ο κόσμος τραγουδούσε το «Last Christmas», εκείνος στάθηκε δίπλα σε δεκάδες καλλιτέχνες για να ηχογραφήσει το «Do They Know It’s Christmas?». Το τραγούδι έγινε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής και κράτησε το δικό του κομμάτι στη δεύτερη θέση των charts. Χωρίς δεύτερη σκέψη, δώρισε τα δικαιώματα του «Last Christmas» για τον ίδιο σκοπό. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που τα Χριστούγεννα, η μουσική και η προσφορά ενώθηκαν τόσο καθαρά στη ζωή του – και δεν θα ήταν η τελευταία.
Ακολούθησαν μεγάλες συναυλίες με παγκόσμιο αποτύπωμα. Το Live Aid, οι εκδηλώσεις για τον Πρίγκιπα Κάρολο, το αφιέρωμα στον Νέλσον Μαντέλα, η βραδιά για τον Φρέντι Μέρκιουρι. Ο Τζορτζ Μάικλ δεν βρισκόταν εκεί απλώς ως σταρ, αλλά ως άνθρωπος που ήξερε τι σημαίνει απώλεια, στίγμα, αγώνας. Το κόκκινο κορδελάκι στο πέτο του δεν ήταν σύμβολο μόδας, ήταν δήλωση.
Η σχέση του με το βρετανικό σύστημα υγείας είχε βαθιά προσωπικές ρίζες. Μετά τον θάνατο της μητέρας του από καρκίνο, δεν ξέχασε ποτέ τη φροντίδα που είχε δεχθεί. Αντί για λόγια, έκανε πράξεις: δωρεάν συναυλίες αποκλειστικά για νοσηλευτές και συνεχής στήριξη χωρίς προβολή. Δεν ζητούσε ευχαριστίες.
Η δράση του υπέρ της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και των ανθρώπων που ζούσαν με HIV/AIDS ήταν σταθερή και ουσιαστική. Δώρισε έσοδα τραγουδιών, στήριξε οργανισμούς, χρηματοδότησε δράσεις, έγινε προστάτης ιδρυμάτων. Και πάλι, χωρίς ανακοινώσεις. Όπως αποκαλύφθηκε μετά τον θάνατό του, μεγάλα ποσά είχαν δοθεί ανώνυμα σε οργανισμούς που στήριζαν παιδιά, ασθενείς και ευάλωτους ανθρώπους. Κάποιοι μίλησαν για «εκατομμύρια». Εκείνος είχε φροντίσει να μην το μάθει κανείς.
Η γενναιοδωρία του δεν περιοριζόταν σε ιδρύματα. Άγγιζε ανθρώπους. Πλήρωνε θεραπείες γονιμότητας σε γυναίκες που δεν γνώριζε προσωπικά. Βοηθούσε φοιτητές, νοσηλευτές, άγνωστους που είχαν απλώς βρεθεί σε αδιέξοδο. Εργάστηκε ανώνυμα σε δομές αστέγων, με έναν μόνο όρο: να μη μαθευτεί ποτέ. Ακόμα και στη γειτονιά του, χρηματοδοτούσε επί χρόνια τα χριστουγεννιάτικα φώτα και το δέντρο, υπογράφοντας απλώς ως «ένας κάτοικος». Όλα αυτά αποκαλύφθηκαν όταν πια δεν μπορούσε να διαμαρτυρηθεί.
Παρά τον τεράστιο πλούτο που απέκτησε –αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και παγκόσμιας επιτυχίας– ο Τζορτζ Μάικλ δεν έζησε ως άνθρωπος της επίδειξης. Τα σπίτια του ήταν καταφύγια, όχι τρόπαια. Η περιουσία του, εργαλείο προσφοράς, όχι αυτοσκοπός.
Τα ξημερώματα των Χριστουγέννων του 2016, ο κόσμος ξύπνησε με μια είδηση που έμοιαζε αδιανόητη.
Ο Τζορτζ Μάικλ είχε φύγει από τη ζωή, ήσυχα, στο σπίτι του, σε ηλικία μόλις 53 ετών. Βρέθηκε στο κρεβάτι του, σαν να είχε απλώς αποκοιμηθεί. Αργότερα, η ιατροδικαστική έκθεση μίλησε για φυσικά αίτια. Η καρδιά του δεν άντεξε άλλο.
Η κηδεία του έγινε μήνες μετά, σε στενό κύκλο, μακριά από κάμερες. Η τελευταία του κατοικία ήταν δίπλα στη μητέρα του, εκείνη που τόσο είχε φοβηθεί να πληγώσει, και αργότερα δίπλα και στην αδελφή του. Ένας οικογενειακός κύκλος που έκλεισε σιωπηλά.
Και όμως, ο απόηχος της ζωής του δεν έσβησε. Αντίθετα, μεγάλωσε. Τα τραγούδια του συνέχισαν να επιστρέφουν κάθε Δεκέμβρη, οι πράξεις του αποκαλύπτονταν μία-μία, και η εικόνα του ωρίμαζε στα μάτια του κόσμου. Όχι πια μόνο ως ποπ σταρ, αλλά ως ανθρώπου βαθιά ευαίσθητου, γενναιόδωρου, εύθραυστου.
Ο Τζορτζ Μάικλ τραγούδησε τα Χριστούγεννα όσο κανένας άλλος. Και ίσως δεν ήταν τυχαίο που διάλεξε –ή του έλαχε– να φύγει ανήμερα της γιορτής. Σαν μια τελευταία, σιωπηλή συγχορδία. Ένα αντίο χωρίς χειροκρότημα. Μόνο με αγάπη.
Κάλλια Λαμπροπούλου
















