Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «ποίημα Ρωμανού ταπεινού». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ϛ’. Το πώς κρίνει τα πράγματα ο Πλάστης, κι οι βουλές Του, είναι σ’ εμάς αδύνατο να τα αντιληφθούμε.
Τον έναν δοκιμάζει εδώ, τον άλλον μες στην κόλαση για πάντα τον δικάζει.
Σύμφωνα μ’ όσα έπραξε στο βίο του ο καθένας
και μ’ όποιο ζύγι ζύγιζε τους άλλους κι ενεργούσε, μ’ αυτό το ζύγι κι ο Θεός τον ίδιο θα ζυγίσει – και θα τον κρίνει ανάλογα.
Νόμιζαν κάποιοι πως αυτά είναι ονειροπολήματα, σκιές της φαντασίας,
μέχρι που βρέθηκαν εκεί στο τέλος και τα είδαν και τότε πια ‒αλίμονο!‒ κατάλαβαν τι πάει να πει της Κόλασης η άσβηστη, η αφόρητη η φλόγα.
Όπως το έπαθε ακριβώς κι αυτός ο πλούσιος άρπαγας, που ήταν τελείως ασεβής και τον Θεό μισούσε.
Δεν τα λογάριασε καλά και κοίταζε μες στη ζωή μόνο τις απολαύσεις·
«Θεός δεν είναι», έλεγε, «ούτε Κριτής υπάρχει και Κύριος όλων των βροτών.
»Γι’ αυτό είναι τα πράγματα πολύ απλά για μένα: κοιτάζω να καλοπερνώ, να τρώω και να πίνω, να διασκεδάζω όσο μπορώ και να γλεντοκοπάω· χορεύω και χοροπηδώ, συνέχεια ξεφαντώνω. Σιγά μη κάτσω εγώ να πω το
»Κύριε Ελέησον!»
ζ’. Κι αν η ψυχή του Λάζαρου ήτανε λεκιασμένη απ’ όσα είχε φταιξίματα,
για λίγο δοκιμάστηκε· κι έτσι εδώ πάνω στη γη ‒στον πρόσκαιρο το βίο‒ κρίθηκε για όσα έκανε,
μέχρι που καθαρίσθηκε
η κάθε αμαρτία, περνώντας μέσα απ’ τη φωτιά του πόνου, της αρρώστιας ‒ του σώματος τα βάσανα.
Γιατί αναμάρτητος κανείς, ούτε ένας δεν υπάρχει, άλλος από τον Κύριο.
Γι’ αυτό κι ο κάθε άνθρωπος, ο απλός κι ο κάθε ασήμαντος, με ευσπλαχνία θα κριθεί.
Αλλά του κόσμου οι άρχοντες και ισχυροί δυνάστες θα εξεταστούν στην κρίση με κάθε αυστηρότητα,
όπως το έχει ήδη πει απ’ τα παλιά ο Σολομών στις Παροιμίες της Γραφής.
Αυτοί, μας είπε δηλαδή, πως θα χαθούν μες στη φωτιά. Θα γίνουν παρανάλωμα όσοι αμελήσαν τον Θεό
κι απόκλιναν απ’ τον σωστό το δρόμο του δικαίου. Απ’ όλα αυτά, όμως, εμάς ζητάω να μας λυτρώσεις και λέω
«Κύριε Ελέησον».
η’. Ο ευσεβής ο Λάζαρος βασανιζότανε πολύ απ’ τη βαριά αρρώστια.
Υπόμενε τους πόνους του και στην κατάστασή του, ευλόγως, έτσι μίλησε και τέτοια λόγια είπε:
«Τότε στα χρόνια τα παλιά, απ’ τους αρχαίους ανθρώπους
»ο Ιώβ ήταν που απόμεινε τόσο φτωχός όπως εγώ κι υπόμενε καρτερικά του σώματός του τις πληγές. Όμως, αυτός λυτρώθηκε και είδε θεραπεία.
»Εγώ, πάλι, το θάνατο, έτοιμο να με πάρει, τον αντικρίζω να ’ν’ εδώ, να στέκεται μπροστά μου.
»Γι’ αυτό Θεέ μου σου ζητώ να μη μ’ εγκαταλείψεις· δέξου τώρα το πνεύμα μου,
»γιατί όλοι μ’ εγκατέλειψαν και μ’ άφησαν να κείτομαι εδώ χάμω μονάχο λες κι είμαι ήδη ένας νεκρός, ένα άψυχο κουφάρι.
»Ώρα να φύγω, το λοιπόν· καθόλου δεν λυπάμαι.
»Θα κατοικώ στο μνήμα μου ‒ θα ’χω κι εγώ πια σπίτι. Σαν ένα χνούδι από δενδρί, σαν λεύκας βαμβακάδα, θα πέσω απαλά στη γη, θα μπω μέσα στο χώμα.
»Μόνο απ’ τον Άδη Σού ζητώ, Θεέ μου, να με σώσεις, καθώς μ’ ακούς που σ’ το ζητώ και σ’ το βροντοφωνάζω λέγοντας
»Κύριε Ελέησον».
θ’. Καθώς ο Παντογνώστης τις παρακλήσεις του άκουσε,
τα βάσανά του βλέποντας, τη λύτρωση του στέλνει
με ταξιάρχες Άγγελους, που είχανε την εντολή
να πάρουνε τον ευσεβή μακριά από το σώμα του που τόσο πόνο του έδινε.
Και φτάσανε οι Άγγελοι στα γρήγορα κοντά του· λες κι ήταν φίλος τους καλός,
λόγια καλά του λέγανε και τον καθησυχάζανε, συμπάσχανε μαζί του όπως το συνηθίζουμε με τους ανθρώπους του Θεού, τους δίκαιους ανθρώπους.
Και τότε εκείνου η ψυχή καθόλου δεν ταράχτηκε, μα τους κοιτούσε ήρεμα με προσμονή, με πόθο.
Η ώρα της εξόδου του –το ήξερε– είχε έρθει, μα ήταν καθ’ όλα ήσυχος, δεν είχε αγωνία.
Ως φίλοι τον ασπάστηκαν, τον πήρανε μαζί τους κι όλοι μαζί ξεκίνησαν κι ολόχαροι πηγαίναν,
αφήνοντας πίσω στη γη το σώμα αυτού του ανθρώπου που όσο ζούσε κραύγαζε λέγοντας
«Κύριε Ελέησον».
ι’. Κι αφού αναδύθηκε ψηλά, αφήνοντας ξοπίσω του τα βάσανα, τον πόνο, ακώλυτα προχώραγε
με τους αγίους Άγγελους. Περιχαρής ο δίκαιος μαζί τους πορευόταν.
Και όταν πια κατέφθασε μπροστά στο Άγιο Βήμα,
έπεσε και προσκύνησε τον Κύριο μας τον Χριστό που είναι ο Κριτής των Πάντων κι ήταν πολύ χαρούμενος.
Τότε ο Παντοδύναμος τον κοίταξε ευδιάθετα κι αμέσως τον προστάζει
να πάει να κατοικήσει παρέα με τον Αβραάμ που ήταν σε μέρος θεϊκό ‒ Παράδεισο το λένε.
Μακάριος είναι, το λοιπόν, κείνος που Εσύ Πανάγαθε, ο Ίδιος ξεδιαλέγεις
και αφού τον καλοδέχεσαι στα άγια Σου παλάτια και στις βασιλικές αυλές,
του επιτρέπεις, Λυτρωτή, να κατοικεί στον Οίκο Σου για πάντα μες στη Δόξα που είναι απερίγραπτη και να θωρεί
πια όλα αυτά που δεν υπάρχει ανθρώπου νους να πεις πως τα χωράει. Αυτά σε ικετεύουμε να τα δωρίσεις και σ’ εμάς λέγοντας
Κύριε Ελέησον.
















