1922, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Μια μάνα με το παιδί της, πρόσφυγες από τη Μικρασία, είναι τα πρόσωπα του χρονογραφήματος που δημοσιεύτηκε στην ιστορική εφημερίδα Αμάλθεια της Σμύρνης την 1/1/1923, και φέρει την υπογραφή «Ανατολίτης». Είναι η πρώτη τους Πρωτοχρονιά μακριά από την πατρίδα, ο πόνος είναι ακόμα φρέσκος.
Μιλώντας για τον Αϊ-Βασίλη, η μάνα λέει «Δεν θέλω να τον συναντήσω, γιατί εφέτος δεν θα είνε όπως τον ξέραμε».
Και εξηγεί: «Καθώς θα έρχεται από την Καισαρεία, δεν θα βρη τίποτε απολύτως από ό,τι έβλεπε τα περασμένα χρόνια. Θα μπαίνη σε χωριά ελληνικά και θα τα βρίσκη έρημα. […] Θα ζητά ανθρώπους ολόγυρα από τα τραπέζια της Πρωτοχρονιάς, άνδρες, γυναίκες, μητέρες, και όλοι θα λείπουν. Θα ψάχνη στα κρεββατάκια των μικρών παιδιών, θα θέλη να πιάση χεράκια, κεφαλάκια, μαγουλάκια, αλλά όλα τα κρεββάτια θα είνε άδεια σαν τάφοι. Θα περάση έξω από την Αγία Φωτεινή και θα ιδή γκρεμισμένο και το καμπαναριό της. Θα πάη εις την Αγία Αικατερίνη και θα την εύρη τούρκικο τζαμί»…

— Μαμά, ηρώτησεν απόψε το μικρό προσφυγόπουλο τη μητέρα του. Θέλω στις 12 να με ξυπνήσης.
Η μητέρα το επήρε στην αγκαλιά της, το εχάιδεψε τρυφερά, όπως χαϊδεύουν τα ανθρώπινα χέρια όταν είνε δυστυχισμένα, το εφίλησε πολύ, ως να φιλούσε επάνω στο μετάξι της παρειάς του όλους τους χαμένους ανθρώπους της, έναν γέρο πατέρα που εκάη μαζύ με το σπίτι του, τη μητέρα που απέθανεν εις την προκυμαία της Σμύρνης, τον άντρα που έμεινεν αιχμάλωτος, τον αδελφόν που εσκοτώθη, τον εξάδελφο που εχάθη, τόσους χαμένους, τόσους σκοτωμένους, τόσους διασκορπισμένους Θεέ μου. Και όταν το εχάιδεψε, και αφού το εφίλησε και αφού το έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της, του απήντησε:
— Καλό μου, χρυσό μου παιδί, γιατί θέλεις να σε ξυπνήσω τα μεσάνυχτα; Αν και είσαι ακόμα μικρούλης, ξέρεις όμως πολύ καλά ότι εφέτος δεν θα στρώσωμε τραπέζι, ούτε θα κόψωμε τη Βασιλόπιτα.
— Το ξέρω, εψιθύρισεν ο μικρός, ενώ οι ολογάλανοι ουρανοί των αθώων ματιών του εβούρκωναν σιγά-σιγά, όπως βουρκώνουν αι ημέραι του φθινοπώρου, όταν έρχονται τα πρώτα σύννεφα.
Εμεσολάβησε σιωπή. Μητέρα και παιδί έσφιγγαν ο ένας τον άλλον στην αγκαλιά του, τόσο γλυκά, τόσο τρυφερά, τόσο θερμά, όσο δεν σφίγγονται οι ερωτευμένοι. Και μέσα εις την γαλήνην, την πένθιμον του κελιού των, τώρα τα δάκρυα ήρχισαν να πέφτουν βαρειά, όπως πέφτουν οι πρώτες στάλες της βροχής όταν τελειώση το καλοκαίρι.
— Έννοια σου μαμά, άρχισε πάλι το προσφυγόπουλο, και καθώς μιλούσε, ήτο ως να μεγαλώνη, να μεγαλώνη με τη χάρι του Θεού και να γίνεται ώριμος άντρας. Έννοια σου, καλή μου, χρυσή μου μαμά. Το ξέρω πως δεν θα στρώσωμε τραπέζι, ούτε θα κόψωμε φέτος τη Βασιλόπιτα.
— Τότε καλλίτερα είνε να κοιμηθούμε.
— Όχι. Πρέπει να περιμένωμε τον Άγιο Βασίλη. Ο καλός γεροντάκος! Θυμάμαι πως πάντα τον περιμέναμε σαν τούτη τη νύστα. Κι αυτός ερχότανε φορτωμένος δώρα και χιόνια, με το ραβδάκι του και τ’ άσπρα του γένεια. Μήπως δεν θα ’ρθη εφέτος;
— Θα έρθη, παιδί μου, και εφέτος.
— Από την Καισαρεία;
— Φυσικά, από την Καισαρεία. Από εκεί έρχεται πάντοτε.
—Τότε αξίζει να τον περιμένωμε, μαμά. Ίσως να πέρασε κι από τη Σμύρνη. Από εκεί δεν είνε ο δρόμος του;
— Από εκεί, παιδί μου. Μέσα από τη Σμύρνη. Νά γιατί προτιμώ να πέσωμε και να κοιμηθώμε.
— Γιατί, μαμά; Δεν τον αγαπάς τον Άγιο Βασίλη;
— Τον αγαπώ και τον προσκυνώ. Αλλά εφέτος δεν θέλω να τον συναντήσω.
Ο μικρός σέβεται τη μαμά του και επειδή την βλέπει τόσο περίλυπη, δεν θέλει να την ερωτήση. Όμως θέλει να του ομιλήση αυτή.
— Δεν θέλω να τον συναντήσω, γιατί εφέτος ο Άγιος Βασίλης δεν θα είνε όπως τον ξέραμε.
— Θα έχη αλλάξει;
— Πάρα πολύ. Θα είνε πιο γέρος, πιο σκυφτός. Και μέσα στα δισάκια του δεν θα φέρνη τα δώρα που έφερνε τον περασμένο καιρό.
— Του συνέβη τίποτε, μαμά;
— Του συνέβη ένα πράγμα τρομερό. Καθώς θα έρχεται από την Καισαρεία, δεν θα βρη τίποτε απολύτως από ό,τι έβλεπε τα περασμένα χρόνια. Θα μπαίνη σε χωριά ελληνικά και θα τα βρίσκη έρημα. Θα κτυπάη πόρτες και θα τις βρίσκη κλεισμένες. Θα κυττάζη παράθυρα και θα τα βρίσκη σκοτεινά. Θα ζητά ανθρώπους ολόγυρα από τα τραπέζια της Πρωτοχρονιάς, άνδρες, γυναίκες, μητέρες, και όλοι θα λείπουν. Θα ψάχνη στα κρεββατάκια των μικρών παιδιών, θα θέλη να πιάση χεράκια, κεφαλάκια, μαγουλάκια, αλλά όλα τα κρεββάτια θα είνε άδεια σαν τάφοι. Θα περάση έξω από την Αγία Φωτεινή και θα ιδή γκρεμισμένο και το καμπαναριό της. Θα πάη εις την Αγία Αικατερίνη και θα την εύρη τούρκικο τζαμί.
— Σώπα, μαμά, θα φωνάξη ο μικρός βάνοντας το χεράκι του στο στόμα το αγαπημένο της μητέρας. Και μέσα εις την γαλήνην την πένθιμον του κελιού των, τώρα τα δάκρυα θα ξαναρχίσουν να πέφτουν βαρειά, όπως πέφτουν οι πρώτες στάλες της βροχής όταν τελειώση το καλοκαίρι…
Ανατολίτης
















