Η «Αθλητική Κυριακή» είναι η μακροβιότερη αθλητική εκπομπή στην ελληνική τηλεόραση – και οι περισσότεροι την έχουν συνδέσει με τον Γιάννη Διακογιάννη. Ασχέτως αν σταμάτησε την παρουσίασή της το 1983. Συγκεκριμένα, λίγους μήνες μετά την έναρξη της ελληνικής τηλεόρασης, τον Σεπτέμβριο του 1966, παρουσίαζε την εκπομπή «Αθλητικά νέα», που το 1972 μετονομάστηκε σε «Αθλητική Κυριακή».
Από τότε μέχρι σήμερα το μουσικό θέμα της αρχής (μια σύνθεση του Χρήστου Λεοντή) παραμένει σήμα κατατεθέν, αλλά και μια υπενθύμιση: Ότι η Κυριακή τελειώνει και την επόμενη μέρα έχει σχολείο ή δουλειά.
Ξέχωρα όμως από τη συγκεκριμένη εκπομπή, ο Γιάννης Διακογιάννης θεωρείται ο κορυφαίος αθλητικογράφος όλων των εποχών στην Ελλάδα. Τίτλο που του τον δίνουν και οι νεότερες γενιές. Γιατί εκτός από παρουσίαση, έκανε και αθλητικές μεταδόσεις και αρθρογραφούσε.
Και ήταν ένας άνθρωπος με γνώσεις πέραν του αθλητισμού, με κουλτούρα και αισθητική. Και αυτό πέρασε και στη δουλειά του.

Άλλωστε ένας από τους τίτλους που του έχουν αποδώσει είναι «Ο μπον βιβέρ του αθλητικού ρεπορτάζ». Και του ταίριαζε γάντι.
Παγκράτι-Παρίσι
Γεννήθηκε στην Αθήνα –και συγκεκριμένα στο Παγκράτι–, το 1931, σε σχετικά εύπορη οικογένεια. Η μητέρα του ήταν Γαλλίδα – εξού και η γαλλική κουλτούρα που είχε. Από μικρός είχε δείξει την κλίση του προς τη μουσική, γι’ αυτό και έκανε μαθήματα πιάνου.
Όμως η Κατοχή έφερε πολλά δεινά και στην οικογένεια Διακογιάννη. Το 1942, όταν ήταν 11 ετών, πέθανε ο πατέρας του. Τότε, λόγω της ανέχειας, η μητέρα του πούλησε το πιάνο και μαζί ένα οικόπεδο προκειμένου να ζήσουν.
Έτσι, το όνειρο της μουσικής μπήκε στο περιθώριο. Αλλά η ενέργεια του μικρού βρήκε διέξοδο στον αθλητισμό.
Έπαιξε μπάσκετ στην εφηβική ομάδα της περιοχής, αλλά ήταν και αθλητής στίβου στον ΑΟ Παγκρατίου, ασχολούμενος με τα 100 και με τα 200 μέτρα, καθώς και με το άλμα σε μήκος. Σε αγώνες μεταξύ ιδιωτικών σχολείων της εποχής είχε έρθει δεύτερος στα 100 μ. και πρώτος στα 300 μ.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική. Ξεκίνησε όμως να σπουδάζει μουσική και τελικά τον κέρδισε η δημοσιογραφία.
Και το 1954 έκανε τον πρώτο του γάμο, με Γαλλίδα. «Παντρεύτηκα στα 23 μου χρόνια άπειρος και ανώριμος, σε μια ξένη χώρα, ενώ δεν ήμουν έτοιμος για γάμο», είχε πει σε τηλεοπτική του συνέντευξη.

Η αγάπη για την όπερα
Οι γνώσεις του για τα σπορ, αλλά και η αγάπη του γι’ αυτά, τον οδήγησε στα γραφεία της μεγάλης εφημερίδας L’Équipe και του περιοδικού France Football που ανήκαν στο ίδιο συγκρότημα. Έπιασε δουλειά και προσπαθούσε να επιβιώσουν και εκείνος και η τότε σύζυγός του. Ζούσαν σε ένα μικρό διαμέρισμα, αλλά ήταν νέοι και το μεταπολεμικό Παρίσι μαγικό.
Εκτός όμως από τα σπορ είχε –όπως είπαμε– και μια μεγαλύτερη αγάπη: Τη μουσική.

Το παρακάτω περιστατικό που είχε εξομολογηθεί σε συνέντευξή του συνέβη το 1958, σε ηλικία 27 ετών.
Ένα βράδυ έτρεχε για να προλάβει να είναι στο σπίτι του μια συγκεκριμένη ώρα. Αιτία ήταν το κονσέρτο που έδινε η Μαρία Κάλλας στο «Palais Garnier». Η γαλλική τηλεόραση μετέδιδε ζωντανά, κι αυτό ήταν μια παρηγοριά για τον νεαρό δημοσιογράφο που δεν μπορούσε να την δει από κοντά.
Όταν άρχισε η μετάδοση, ο Διακογιάννης δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από τη Μαρία Κάλλας. Και όταν η ντίβα αποθεωνόταν από το κοινό στο τέλος της συναυλίας, σηκώθηκε, πήγε στην τηλεόραση, την «φίλησε» και της είπε «Σε αγαπώ πολύ» προτού επιστρέψει στον καναπέ. «Η γυναίκα μου μου έκανε σκηνή τότε», είχε πει.
Μάλιστα, είχε δηλώσει απερίφραστα πως αν είχε να επιλέξει ανάμεσα στο να παρακολουθήσει έναν τελικό Μουντιάλ ή μια συναυλία των Ντομίνγκο, Καρέρας, Παβαρότι, θα επέλεγε το δεύτερο.
Ευτυχώς για εκείνον, και τους αγαπημένους του τενόρους, και είδε και περιέγραψε τελικούς Μουντιάλ – το συγκεκριμένο κονσέρτο το παρακολούθησε το 1990 στην Ιταλία όπου είχε πάει για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Παραμονή του μεγάλου τελικού, πήγε να δει τους τρεις τενόρους, πληρώνοντας για ένα εισιτήριο ένα μηνιάτικο.
Αρχίζει το ματς
Το 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα και ξεκίνησε την καριέρα στην πατρίδα του. Κάλυψε με ανταποκρίσεις του πάρα πολλές κορυφαίες διοργανώσεις, μεταξύ των οποίων Παγκόσμια Κύπελλα ποδοσφαίρου – με τελευταίο αυτό του 1998 που έγινε στη Γαλλία. (Κάρμα;).
Αλλά και διεθνείς αγώνες και παγκόσμια πρωταθλήματα στίβου, τελικούς αγώνες διασυλλογικών ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων (όπως του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 μεταξύ Άγιαξ και Παναθηναϊκού), και άλλα.
Το 2004 υπήρξε σχολιαστής στους αγώνες της Εθνικής στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου, τότε που το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα κατέκτησε το τρόπαιο.
Ακόμα μια πρωτιά του ήταν όταν τον Σεπτέμβριο του 1969 παρουσίασε το 9ο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Αθλητισμού από το «Γεώργιος Καραϊσκάκης» – ήταν η πρώτη μετάδοση αγώνων στίβου από ελληνικό τηλεοπτικό συνεργείο.
Εργάστηκε επίσης σε ιδιωτικό κέντρο αθλητικού ρεπορτάζ ως καθηγητής δημοσιογραφίας, έγραψε βιβλία και ήταν και παραγωγός μουσικών ραδιοφωνικών εκπομπών.
Υπήρξε ο πρώτος που τιμήθηκε για την εν γένει προσφορά του με το Βραβείο «Ελένη Βλάχου» το 2003, ως δημοσιογράφος των Νέων. Το 2015 τιμήθηκε και με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος, από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο.
Και όσον αφορά τις μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις, κάλυψε 12 Μουντιάλ και 31 τελικούς Κυπέλλου Πρωταθλητριών.
Τι δεν έγινε παρά τις προτάσεις που είχε; Πολιτικός. Όσες κρούσεις και αν δέχτηκε, ήταν πάντα αρνητικός.

Οι άνθρωποι της ζωής του
Από τον πρώτο του γάμο απέκτησε έναν γιο, τον Μιχάλη. Και με τον μεγάλο του έρωτα, τη Βαρβάρα Δράκου, έκανε την Οντέτ και υιοθέτησε τη Ρίκα. Όπου Ρίκα, εννοούμε την ηθοποιό και δημοσιογράφο Ρίκα Βαγιάννη. Όπως είναι γνωστό, το πραγματικό της όνομα ήταν Μαρίκα Ζούλα (ο πατέρας της ήταν ο δημοσιογράφος Οδυσσέας Ζούλας).
Όταν Διακογιάννης και Δράκου συναντήθηκαν για πρώτη φορά, προέκυψε έρωτας. Και η νεαρή τότε Ρίκα υιοθέτησε ως καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο το Βαγιάννη, από τα μικρά ονόματα της βιολογικής της μητέρας και του δεύτερου πατέρα της.
Όσον αφορά τη δημοσιογραφική κοινότητα, πολλοί συνάδελφοί του έχουν να διηγηθούν τα καλύτερα. Ακόμα και τις φορές που μπήκε μπροστά για να κρατήσει ένας συνάδελφος του τη δουλειά του. Κοινώς, δεν δίστασε να έρθει σε σύγκρουση με τους εκάστοτε εργοδότες του.
Και μπορεί να ήταν φανατικός Παναθηναϊκός, όμως υπήρξε πάντοτε αντικειμενικός στις κρίσεις και στις μεταδόσεις του.
Τις τελευταίες τις διάνθιζε με –ολόσωστες– πληροφορίες όποτε χρειαζόταν, χωρίς να «μπουκώνει» το κοινό, ούτε να κάνει επίδειξη γνώσεων. Πάντως τα «πράσινα» του φρονήματα τα έδειξε όταν γέννησε η Ρίκα Βαγιάννη αγοράκι· πήγε στο μαιευτήριο έχοντας πάρει όλον το ρουχισμό από την μπουτίκ της αγαπημένης του ομάδας.

Ζούσε έντονα, του άρεσε η καλή παρέα και οι έξοδοι, αλλά αποζητούσε και τις δικές του στιγμές χαλάρωσης και ηρεμίας ακούγοντας την αγαπημένη του μουσική.
Όσον αφορά τις εξόδους του, όπως έχουν πει πολλοί φίλοι και συνάδελφοί του, ο κόσμος μόλις τον έβλεπε του φερόταν σαν να ήταν ροκ σταρ.

Το χαμόγελο έφυγε από τα χείλη όταν η Βαρβάρα Δράκου πέθανε από καρκίνο το 2016. Δυστυχώς, δύο χρόνια αργότερα την ακολούθησε και η Ρίκα. Απομονώθηκε και εγκατέλειψε τον εαυτό του. Η μια λοίμωξη μετά την άλλη.
Έφυγε σαν σήμερα, το 2022. Αλλά φυσικά έχει περάσει στην αιωνιότητα και στις ψυχές όλων των Ελλήνων.
Ή όπως είχε πει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος: «Έλεγε δυο λέξεις για έναν ποδοσφαιριστή και όλη την εβδομάδα όλοι γυρνάγαμε γύρω από αυτές τις λέξεις. Ό,τι μπορεί να κάνει όλο μαζί το Twitter σήμερα, το έκανε μόνος του ο Γιάννης. Eλεγε στη διάρκεια ενός αγώνα “Τι ωραία είναι η Ρώμη την άνοιξη” και ο κόσμος έτρεχε να κόψει εισιτήρια».
Σπύρος Δευτεραίος
















