Τη δική της… Καστοριά έχει πλέον η Αυστραλιανή Ένωση Καστοριανών στο προάστιο Κόμπουργκ Νορθ (Coburg North) στη Μελβούρνη. Μετά από συντονισμένες προσπάθειες, ο δρόμος μπροστά από την έδρα της Ένωσης ονομάστηκε «οδός Καστοριάς», ενώ παράλληλα δημιουργήθηκε μια τοιχογραφία με τα πρόσωπα πολλών μεταναστών από την συγκεκριμένη περιοχή της Ελλάδας.

Μάλιστα, τα αποκαλυπτήρια έγιναν κατά τον εορτασμό της 113ης επετείου της απελευθέρωσης της Καστοριάς από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την ημέρα της γιορτής του Αγίου Μηνά. Την τοιχογραφία με τίτλο «Κρυμμένος Ελληνισμός της Λεωφόρου της Καστοριάς», δημιούργησε ο καλλιτέχνης Αντώνης Δεσποτέλλης μετά από δύο μήνες σχεδιασμού και έναν μήνα ζωγραφικής, για δέκα ώρες ημερησίως.
Παρά την ψιχάλα, η ατμόσφαιρα στην οδό Καστοριάς ήταν ζεστή, με την παρουσία πολλών ομογενών κάθε ηλικίας, οι οποίοι γέμισαν το στενό δρομάκι για να θαυμάσουν την τοιχογραφία και να αναγνωρίσουν τα χαμογελαστά πρόσωπα που απεικονίζει.

Η πρόεδρος του Συλλόγου Έφη Λαλοπούλου, στην οποία αποδίδεται η διάσωση του σωματείου, καθώς και η μετονομασία του δρόμου, εκφώνησε μια συγκινητική ομιλία, μεταφρασμένη από την εγγονή της Λίλι.
«Σήμερα, αισθανόμαστε εξαιρετικά περήφανοι για την ονομασία της οδού Καστοριάς» ανέφερε, αποκαλύπτοντας το έργο πίσω από την απλή πινακίδα με τη νέα ονομασία της οδού. «Πολλές επιστολές, συναντήσεις, τηλεφωνήματα και πολύ άγχος». Το αποτέλεσμα, είπε, «δεν ήταν εύκολο κατόρθωμα», αλλά άξιζε κάθε αγώνα.

Στη συνέχεια, εξήρε τους νέους Ελληνοαυστραλούς των οποίων το «πάθος για την ιστορία» την εντυπωσίασε, αστειευόμενη ότι αν ήταν νεότερη, θα τους συγκέντρωνε όλους για να κάνουν πορεία προς τη Βουλή των Ελλήνων και θα ξεκινούσε ένα πολιτικό κόμμα «για να τους δείξει πώς διατηρείται η ελληνική ταυτότητα εδώ».
«Τα παιδιά θέλουν να προωθήσουν τον Ελληνισμό», συμπλήρωσε, καμαρώνοντας τα εγγόνια της που φορούσαν τις παραδοσιακές ενδυμασίες της Καστοριάς.

Σε κοντινή απόσταση, οι αδερφές Ναταλί και Χριστίνα Σωφρονίδου συγκινήθηκαν από το πορτρέτο του παππού τους, Χρήστου, στην τοιχογραφία. «Το να βλέπεις το πρόσωπο του παππού μας στην τοιχογραφία είναι τόσο ξεχωριστό», είπε η Χριστίνα. «Ως μικρά κορίτσια, ήμασταν πάντα εδώ, τρέχοντας και παίζοντας με τα ξαδέρφια μας», πρόσθεσε.
Η γιαγιά τους, Σοφία Σωφρονίδου, εντόπισε στην τοιχογραφία τον νεότερο εαυτό της μαζί με τον εκλιπόντα σύζυγό της. «Ο άντρας μου εργάστηκε ως μάγειρας εδώ για 33 χρόνια. Έχουμε τόσες πολλές αναμνήσεις. Ερχόμαστε κάθε Κυριακή, παίζουμε χαρτιά και περνάμε χρόνο με το χρόνο». Ωστόσο, έσπευσε να τονίσει ότι τα έξοδα της τοιχογραφίας καλύφθηκαν από τους ομογενείς και τις επιχειρήσεις τους, χωρίς καμία κρατική υποστήριξη.

Η τοιχογραφία
Το σχέδιο στην τοιχογραφία συνδυάζει αρχεία που δωρίστηκαν από διάφορα μέλη: τη λίμνη της Καστοριάς με ψαρόβαρκες και εμπόρους γούνας, ένα ποίημα του πρώτου προέδρου του συλλόγου, την εμβληματική εικόνα μιας μετανάστριας που έφτασε με το πλοίο «Patris», αναγνωρίσιμα πρόσωπα της κοινότητας και νέους Καστοριανούς με παραδοσιακές ενδυμασίες.
Ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, Βασίλης (Μπιλ) Παπαστεργιάδης έχει την τύχη να βλέπει το πρόσωπο της μητέρας του στην ελληνίδα μετανάστρια του «Patris», την Ελένη Παπαστεργιάδη. «Έβλεπα τηλεόραση μια μέρα και είδα μια γυναίκα που κοιτούσε από το φινιστρίνι ενός πλοίου. Κοίταξα πιο προσεκτικά και ήταν η μητέρα μου. Και εκεί στην προβλήτα ήταν ο θείος μου Στέλιος που την περίμενε. Είναι κι αυτοί μέρος της ιστορίας της μετανάστευσης της Αυστραλίας. Το να την βλέπω ξανά εδώ… είναι συγκινητικό».

Η οικογένειά του συγκεντρώθηκε δίπλα στο τμήμα που απεικόνιζε την άφιξή της. Ο Μπιλ Παπαστεργιάδης περιέγραψε την Καστοριά ως ένα μέρος γνωστό για «την ηρεμία της, τη λίμνη της, τη φιλοξενία της, το φαγητό της, τις βυζαντινές εκκλησίες της, ηλικίας άνω των χιλίων ετών».
Όταν κάποτε ρώτησε τη μητέρα του τι θυμόταν περισσότερο, εκείνη απάντησε: «Είναι ο τόπος μου. Είναι ο τόπος όπου γεννήθηκα».
Για πολλούς η τοιχογραφία έφερε στη μνήμη ιστορίες, όπως τα ταξίδια με τα πλοία, επανενώσεις συγγενών στην αποβάθρα, τα δύσκολα πρώτα χρόνια και την άνθηση των επόμενων γενεών. Έναν θρίαμβο του ελληνισμού, που επιμένει να μην ξεχνά από που ξεκίνησε.
Πηγή: The Greek Herald/Μαίρη Συνανίδη
















