Το πραγματικό της όνομα ήταν Σάρα Σκιναζί. Πέρασε όμως στην ιστορία ως Ρόζα Εσκενάζι. Η ίδια έλεγε πως ήταν φτωχοκόριτσο και ήταν πολύ περήφανη για αυτό. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν εβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας της Αβραάμ Σκιναζί, ήταν παλιατζής. Στις αρχές του 20ού αιώνα ήρθαν οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Η Σάρα λοιπόν είχε άλλους δυο αδελφούς. Τώρα για το πότε γεννήθηκε, τα ρεπορτάζ την υπολογίζουν για την τελευταία 5ετία του 19ου αιώνα. Εκείνη όμως σε όλη τη διάρκεια της καριέρας ισχυριζόταν ότι γεννήθηκε το 1910. Και όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω αυτό ήταν το πιο ανώδυνο από τα μυστικά που έκρυβε.
Η αρχή έγινε… χορεύοντας
Στη Θεσσαλονίκη λοιπόν, τα πράγματα για την οικογένεια Σκιναζί, δεν πήγαιναν οικονομικά, όπως τα περίμεναν. Έτσι η μητέρα Φλώρα αναγκάστηκε να πάρει τα τρία παιδιά της και να μεταβεί στην Κομοτηνή, προκειμένου να δουλέψει υπηρέτρια σε μια εύπορη οικογένεια. Η μικρή την βοηθούσε στο νοικοκυριό, τραγουδώντας. Μια μέρα οι Τούρκοι ιδιοκτήτες μιας τοπικής ταβέρνας την άκουσαν να τραγουδά. Ενθουσιάστηκαν από τη φωνή της και αμέσως πήγαν στο σπίτι της για να της ζητήσουν να εμφανιστεί στο κέντρο τους. Η μητέρα της όμως, όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά ήταν κάθετη σε αυτό.

Όταν μαζεύτηκε ένα καλό ποσό από τις οικονομίες που έκανε, η Φλώρα πήρε τα παιδιά και ξαναγύρισε στη Θεσσαλονίκη. Η οικογένεια μπήκε σε νέες βάσεις, αλλά η μικρή τρωγόταν να βγει να τραγουδήσει. Το σπίτι που είχαν νοικιάσει ήταν δίπλα σε ένα θέατρο, το Grand hotel. Η μικρή άρχισε τις φιλίες με δύο χορεύτριες και τους έκανε θελήματα. Και τελικά, τα κατάφερε και βγήκε στη σκηνή.
Παιδί;
Η Σάρα ερωτεύτηκε τον Γιάννη Ζαρντινίδη, έναν πλούσιο άνδρα που προερχόταν από μια από τις πιο εύπορες οικογένειες της Καππαδοκίας. Όμως αλλόθρησκη και χορεύτρια-τραγουδίστρια ήταν κόκκινο πανί για την οικογένεια του γαμπρού. Αλλά και οι γονείς της δεν συμφωνούσαν αρχικά.
Το ζευγάρι κλέφτηκε το 1913 και η Σάρα άλλαξε το όνομά της σε Ρόζα.

Λίγα χρόνια αργότερα όμως, ο Ζαρντίδης πέθανε, αφήνοντας τη Ρόζα με ένα μικρό παιδί, τον Παράσχο. Συνειδητοποιώντας η Ρόζα ότι δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει την καριέρα της και να μεγαλώνει ταυτόχρονα ένα παιδί, το παρέδωσε στο οικοτροφείο του Αγίου Ταξιάρχη στην Ξάνθη.
Η οικογένεια του πατέρα συμφώνησε να τον στηρίξει και ο Παράσχος Ζαρντινίδης έγινε αργότερα ανώτερος αξιωματικός στην Ελληνική Αεροπορία.
Επανασυνδέθηκε με τη μητέρα του αρκετά χρόνια αργότερα, αφότου τη βρήκε στην Αθήνα το 1935.
Επίσημα λοιπόν ο Παράσχος ήταν το μοναδικό της παιδί. Όμως πολλά χρόνια αργότερα, ο βιογράφος της Κώστας Χατζηδούλης, άφησε υπόνοιες ότι γύρω στα 1930 γέννησε ένα κοριτσάκι που στη συνέχεια εγκατέλειψε σε ορφανοτροφείο. Το κοριτσάκι αυτό μεγάλωσε παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια.
Η καριέρα πριν από την κατοχή
Η Ρόζα είχε μετακομίσει στην Αθήνα μετά το θάνατο του Ζαρντινίδη για να ακολουθήσει την καριέρα της στον χώρο της μουσικής. Και μπορεί η ίδια να είχε μάθει τα βασικά γράμματα, από μια γειτόνισσα (δεν πήγε καθόλου σχολείο), όμως έχοντας μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη και την Κομοτηνή, που είχαν πολύ τούρκικο πληθυσμό, μαθαίνει να τραγουδάει και στα τούρκικα και τα αρμένικα. Γύρω στο 1920 την ανακαλύπτει στο κέντρο που τραγουδάει ο συνθέτης Παναγιώτης Τούντας. Ο τελευταίος τη συστήνει στον Βασίλη Τουμπακάρη της εταιρείας Columbia Records και το 1928 η Ρόζα κάνει τις πρώτες της ηχογραφήσεις.

Έως τα μέσα της δεκαετίας του 1930, είχε ηχογραφήσει σχεδόν 300 τραγούδια στην εταιρεία, ενώ είχε γίνει πια μια από τις δημοφιλέστερες σταρ της λαϊκής μουσικής.
Και μπορεί οι πρώτες της ηχογραφήσεις να ήταν ακόμα και παραδοσιακά τραγούδια, όμως στην πορεία ξεχώρισε με τις ηχογραφήσεις ρεμπέτικων τραγουδιών και, πιο συγκεκριμένα, της Σμυρνέικης σχολής του είδους. Και όχι απλά ξεχώρισε αλλά ήταν το πρώτο όνομα στα μαγαζιά, που έπαιρνε το άνευ προηγουμένου ποσό των 200 δραχμών κάθε βράδυ. Πολλά χρόνια αργότερα, εμπιστεύτηκε στον βιογράφο της, τον Κώστα Χατζηδουλή, ότι θα έπρεπε να είχε γίνει πλουσιότερη μόνο και μόνο από τις εμφανίσεις της, αλλά είχε αδυναμία στα ακριβά κοσμήματα και ξόδευε μεγάλο μέρος από το εισόδημά της σ’ αυτά.
Η Ρόζα έγινε η πρώτη γυναίκα που είχε ποσοστά επί των πωλήσεων και συγκεκριμένα το 5%.

Κάπου εκεί στον μεσοπόλεμο τραγούδησε και το «Πρέζα όταν Πιείς». Ένα τραγούδι που όχι μόνο λογοκρίθηκε από τον ίδιο τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, αλλά έγινε η αιτία να μπουν στο περιθώριο πολλοί άλλοι καλλιτέχνες του ρεμπέτικου.
Του πολέμου, τα δεινά
Και μπορεί η καριέρα της να πήγαινε από το καλό στο καλύτερο και να είχε αρχίσει τις εμφανίσεις και εκτός Ελλάδος, αλλά στην κατοχή όλα αυτά τελείωσαν. Κατάφερε βέβαια το 1942 να φτιάξει το κέντρο «Κρυστάλ», μαζί με τον γιο της τον Παράσχο, με τον οποίο είχαν επανασυνδεθεί στο μεταξύ.
Ούσα Εβραία είχε πολλά προβλήματα. Αν και κατάφερε να βγάλει πλαστό πιστοποιητικό γεννήσεως, εκείνο που διασφάλισε την προστασία της ήταν η σχέση της με έναν Γερμανό αξιωματικό.
Η Ρόζα όμως δεν ήταν συνεργάτιδα των Γερμανών. Αντιθέτως, χρησιμοποίησε τη θέση της για να στηρίξει την ελληνική Αντίσταση, κρύβοντας αντιστασιακούς μαχητές, ακόμη και Άγγλους απεσταλμένους αντιστασιακούς, μέσα στο σπίτι της.
Κατάφερε επίσης να γλυτώσει αρκετούς Εβραίους στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και φυσικά την οικογένειά της. Όμως το 1943 η κάλυψή της κατέρρευσε και τη συνέλαβαν. Παρέμεινε τρεις μήνες στη φυλακή και στη συνέχεια την άφησαν ελεύθερη, μετά από προσπάθειες του Γερμανού εραστή της αλλά και του γιου της. Μέχρι το τέλος του πολέμου η ίδια κρυβόταν, φοβούμενη νέα σύλληψη από τους Γερμανούς.

Αμερική ή έρωτας;
Μετά τον πόλεμο το ρεμπέτικο μπήκε σε άλλους δρόμους και η Ρόζα Εσκενάζυ ήταν η βασίλισσα. Όχι χωρίς ανταγωνισμό. Με την Ρίτα Αμπατζή π.χ. είχε δηλώσει ότι τα πήγαιναν σαν τον σκύλο με την γάτα και ζήλευε η μία την άλλη. «Βέβαια είχε καλή φωνή η κακομοίρα», είχε πει η Ρόζα πολλά χρόνια αργότερα.

Το 1952 πηγαίνει για πρώτη φορά στις ΗΠΑ και το 1955 επέστρεψε για μια σειρά εμφανίσεων στη γενέτειρά της, δηλαδή την Κωνσταντινούπολη. Λίγο καιρό μετά την Κωνσταντινούπολη, η Ρόζα έφυγε για ακόμα δύο περιοδείες στην Αμερική. Στις 5 Ιουλίου 1958, στη διάρκεια του δεύτερου ταξιδιού της στις ΗΠΑ, παντρεύτηκε τον Frank Alexander.
Ο γάμος όμως αυτός ήταν μόνον κατ’ όνομα. Η Ρόζα τον έκανε για να πάρει άδεια εργασίας στις ΗΠΑ. Ωστόσο, η Εσκενάζυ αγάπησε την Αμερική και θα είχε εγκατασταθεί εκεί εάν δεν είχε αφήσει πίσω της την άλλη της μεγάλη αγάπη, τον Χρήστο Φιλιππακόπουλο.
Με τον τελευταίο είχαν γνωριστεί το 1949 στο αστυνομικό τμήμα της Πάτρας όταν είχε πάει να βγάλει ταυτότητα. Εκείνος ήταν αξιωματικός της αστυνομίας και περίπου 30 χρόνια νεότερός της. Παρ’ όλη όμως τη διαφορά ηλικίας ερωτεύτηκαν. Και έμειναν μαζί έως το τέλος της ζωής της Ρόζας.
Η επιστροφή λίγο πριν από το τέλος
Με τα χρήματα που έβγαλε από την Αμερική, αγόρασε ένα μεγάλο σπίτι στην Κηπούπολη, καθώς και δύο φορτηγά και μερικά άλογα. Όμως η μουσική στη χώρα μας είχε αλλάξει και το είδος που υπηρετούσε η Ρόζα Εσκενάζυ, ήταν «παλιό». Εμφανιζόταν μεν σε κάποια μικρά κέντρα και έκανε κάποιες ηχογραφήσεις, αλλά είχε περάσει στην εφεδρεία.
Τα τελευταία χρόνια της χούντας, άρχισε η επιστροφή του ρεμπέτικου. Και όταν εμφανίστηκε στην τηλεόραση στην εκπομπή του Γιώργου Παπαστεφάνου μαζί με την Χάρις Αλεξίου, πήρε τα πάνω της.
Όταν κυκλοφόρησε το τραγούδι «Η Ρόζα η ναζιάρα», δεν έκρυψε την δυσαρέσκεια της, αφού ούτε όπως έλεγε «στα θέατρα γυρνούσε και έψαχνε για δουλειά», ούτε υπήρχε κάποιος «τσάκαλος» που της ζήτησε να γίνει καρφί.
Το 1976 βαφτίστηκε Ορθόδοξη και το 1977 έκανε την τελευταία της εμφάνιση σε κέντρο στην Πάτρα.
Είχε αρχίσει όμως η φθορά του χρόνου και παρουσίαζε σημάδια άνοιας. Εκτός από τον Φιλιππακόπουλο, είχε και ένα σκύλο και μαζί του χανόταν.
Το καλοκαίρι του 1980 έπεσε κάτω και έσπασε το γοφό της. Έμεινε στο νοσοκομείο για τρεις μήνες. Επέστρεψε για λίγο καιρό στο σπίτι της, αλλά στη συνέχεια ξαναβρέθηκε σε μια ιδιωτική κλινική εξαιτίας μιας μόλυνσης. Εκεί έφυγε σαν σήμερα το 1980.
Η Ρόζα Εσκενάζυ ήταν μοναδική στο εἰδος της. Άφησε το στίγμα της και άνοιξε δρόμους για άλλες γυναίκες του λαϊκού τραγουδιού. Επηρέασε πολλές από τις μετέπειτα τραγουδίστριες.
Σπύρος Δευτεραίος
















