Ο Θεοχάρης Αλωνίδης γεννήθηκε στον οικισμό Αλαντζούκ, ο οποίος απείχε περίπου τέσσερις ώρες από τα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Νεοκαισάρειας και Ινέου. Ο ελληνικός πληθυσμός του οικισμού ανερχόταν σε περίπου 364 κατοίκους, που κατάγονταν από την περιφέρεια Αργυρούπολης και μιλούσαν ποντιακά.
Συντηρούσαν εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο και τετρατάξιο δημοτικό σχολείο. Η οικονομία του οικισμού βασιζόταν στη γεωργία και οι κάτοικοι εμπορεύονταν κυρίως φουντούκια και φασόλια στην αγορά των Κοτυώρων. Στα μέσα του 19ου αιώνα πολλοί κάτοικοι ξενιτεύτηκαν στη Ρωσία, ενώ μετά την Ανταλλαγή, οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Κιλκίς και της Δράμας.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Πότε ακριβώς χτίστηκε το χωριό δεν μπορώ να πω. Ξέρω πως ήταν παλιό χωριό. Ο πατέρας μου γεννήθηκε εκεί, ο παππούς μου εκεί. Για τον πρόπαππό μου δεν ξέρω, μα ήσαν και άλλοι που είχαν κατοικήσει στο Αλαντζούκ πολύ πριν από μας, το 1750 με 1760. Άκουα πως είχαν έρθει από τα μέρη της Κιμισχανάς. Δεν μπορούσαν, έλεγαν, να ζήσουν. Έκλεισαν τα μεταλλεία, τα χωράφια δεν απέδιδαν και έφυγαν και ήρθαν προς τα παράλια. Βρήκαν ελεύθερο το μέρος, έκτισαν καλύβες την αρχή και μετά ξύλινα σπίτια και κάθισαν. Άρχισαν να καλλιεργούν την γη. Μετά έγιναν και τεχνίτες, γανωτζήδες και γύριζαν τα χωριά. Έφευγαν και προς τη Ρωσία – γύρω στα 1780 θα άρχισαν να ξενιτεύονται, ζούσαν εκεί με την καλλιέργεια του καπνού και έστελναν χρήματα στις οικογένειές τους και στην εκκλησία, για την εκκλησία και το σχολείο.
Είχε στρώσει η ζωή μας και περνούσαμε καλά ως το 1912 που έπρεπε να στρατευτούμε και μεις και να πολεμήσουμε με ποιους; Με τους Έλληνες; Έλληνες, ενάντια σε Έλληνες.
Πριν από το Σύνταγμα, πριν από το 1908, πληρώναμε το πετέλι, σαράντα τέσσερις λίρες Τουρκίας, και δεν πηγαίναμε στο στρατό. Τώρα όμως, μετά το Σύνταγμα, έπρεπε να πηγαίνομε. Αρχή αρχή μάς έδωσαν όπλα. Αλλά όταν έχασαν την Θεσσαλονίκη, μας τα πήραν. Νικήθηκαν οι Τούρκοι και είπαν πως έφταιγαν οι Έλληνες.
Το 1914 έκαμαν γενική επιστράτευση. Από είκοσι έως πενήντα χρονώ επιστρατεύονται οι Έλληνες. Δεν μας δίδουν όπλα, μας στέλνουν στα τάγματα εργασίας, τα αμελέ ταμπουρού. Δουλεύομε για δρόμους, για γεφύρια, για χαρακώματα. Αλογάριαστες ώρες δουλειάς, με στερήσεις και με άθλιες συνθήκες. Όσοι μπορούν, φεύγουν. Οι Τούρκοι βρίσκουν αφορμή τις λιποταξίες και εκδικούνται τα χωριά: εξορίζουν, αρπάζουν, καίνε, ατιμάζουν.
Με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, χειμώνα του 1916, Νοέμβριο μήνα, οι Τούρκοι μάς μάζεψαν όλους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Πήραμε ό,τι μπορούσαμε και μπήκαμε στον δρόμο.
Περάσαμε από την περιοχή της Ορdoύ και φθάσαμε στο Μελέτ. Μείναμε όπου βρίσκαμε, σ’ αχούρια και σ’ αυλές και στο βουνό με ένα μέτρο χιόνι. Βρέχονταν τα ρούχα μας τη νύχτα. Αν σ’ έβρισκε το πρωί ζωντανό, φώναζες: «Πέθανε το παιδί μου», «Πάγωσε ο πατέρας μου». Εκεί πάγωσαν δυο αδέλφια μου. Μιανής της πάγωσαν πέντε παιδιά. Σε μιαν οικογένεια δεκαεφτά άτομα ήτανε, όλα παγώσανε. Κι άκουες να λένε: «Κανένας δε θα γυρίσει ζωντανός. Εγώ τον είδα τον κομήτη. Και θα χυθεί πολύ χριστιανικό αίμα. Τον Αύγουστο του 1914 φάνηκε».
Στην εξορία δεν ήταν μόνο το χωριό μας. Ήσαν όλα τα χωριά από ‘κει που ήμασταν ως την Ορdoύ. Μόνο τα χωριά του Γιαϊλέ-Γιουζή έλειπαν. Από το Μελέτ προχωρούμε Ζήλε, Νίκσαρ, Τοκάτη.
Εδώ μας έβαλαν μέσα στις αρμένικες εκκλησίες. Πριν από μας είχαν περάσει άλλοι. Αχούρια τις βρήκαμε. Δεν άφηναν τον κόσμο να βγει έξω, και λέρωναν μέσα στις εκκλησιές.
Μετά την Τοκάτη και Ζήλε πήγαμε στην Αμάσεια, στο χωριό Τουζσούζ. Εδώ πέθανε η μάνα μου, του αδελφού μου η γυναίκα και τρία παιδιά του αδελφού μου.
Ένα χρόνο μείναμε στο Τουζσούζ και ο αδελφός μου ξαναπαντρεύτηκε. Το δεύτερο χρόνο ήρθε διαταγή, όποιος θέλει να γυρίσει πίσω. Αυτή η διαταγή ήταν για Τούρκους που πήγαν κι αυτοί εξορία. Εμείς φύγαμε μαζί τους. Περάσαμε από Κάβζα, μετά ήρθαμε στο Καβάκ και από κει στη Σαμψούντα. Από τη Σαμψούντα περάσαμε στην Τσαρσεπά. Στο Οίνος μετά, και από κει στη Φάτσα. Τη Φάτσα δεν την είχαν εξορίσει τότε. Εδώ μάζεψαν τους δικούς μας και τους έστειλαν ξανά εξορία. Τον αδελφό μου τον έστειλαν στρατιώτη. Εγώ κατάφερα και έμεινα. Δε με γνώρισαν. Βρήκα και δουλειά.
Δούλεψα στη Φάτσα ενάμιση χρόνο. Ήρθε μετά μια διαταγή, όσοι πήγαν εξορία και ζουν να γυρίσουν στα μέρη τους. Έφυγα για το χωριό μου. Χίλιοι πεντακόσιοι είχαμε ξεκινήσει από το δικό μου και τα γύρω χωριά. Μόνον είκοσι-εικοσιπέντε γύρισαν στο Αλαντζούκ· και στα άλλα χωριά ανάλογα…
Ήρθαμε στο Αλαντζούκ, καλλιεργήσαμε τους μπαξέδες. Άρχισαν πάλι να μας μαζεύουν για εξορία. Δεύτερη φορά. Την Ορdoύ δεν την έστειλαν. Εμείς είχαμε και στην Ορdoύ σπίτι. Έλεγα στη νύφη μου να ‘ρθει, δεν ήθελε. Έφυγα κρυφά μόνος μου. Εκείνη με τα παιδιά πήγαν εξορία. Ο άνδρας της, ο αδελφός μου, ήταν στρατιώτης.
Ως το 1922, που έγινε η Ανταλλαγή, εγώ δούλευα στην Ορdoύ. Συνέχισα να δουλεύω ως το 1924. Η Επιτροπή της Ανταλλαγής ήταν εκεί. Μας έλεγαν: «Όσοι είστε εδώ μέσα, θα φύγετε μαζί μας». Έστελναν μόνον όσους ήρχονταν από τα χωριά. Έτσι εγώ και όλοι όσοι ήμασταν στην Ορdoύ μείναμε ως το 1924. […]
Ήρθαμε τελευταίοι το 1924. Βγήκαμε στον Άι-Γιώργη του Πειραιά. Δεκαπέντε μέρες μας είχαν εκεί σε καραντίνα. Μετά μας πήγαν στη Χαλκίδα. Μείναμε έναν μήνα, από τη Χαλκίδα πήγαμε στις Μουριές του Κιλκίς. Οι άλλοι χωριανοί μας που ήσαν εξορία κατέβηκαν στη Συρία και ήρθαν από τη Βηρυτό. Μερικοί κατέβηκαν στην Τραπεζούντα και από κει ήρθαν. Οι δικοί μου ήρθαν από τη Συρία. Τους εγκατέστησαν στα Κύργια της Δράμας. Μου έστειλαν είδηση στις Μουριές και ήρθα και εγώ στα Κύργια.
















