Ο Επαμεινώνδας Σωτ. Σωτηριάδης γεννήθηκε, το έτος 1891, στην Αργυρούπολη-Κιμισχανά της Χαλδίας. Ήταν απόφοιτος του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας και σπούδασε στη Νομική σχολή της Κωνσταντινούπολης. Είχε χρηματίσει γραμματέας του Πρωτοδικείου Αθηνών και νομικός σύμβουλος της Αρμοστείας της Σμύρνης.
Όταν ήρθε ως πρόσφυγας στην Ελλάδα, πολιτεύτηκε πλάι στον εθνάρχη Βενιζέλο και εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Θεσσαλονίκης στις εκλογές του 1932. Επανεξελέγη βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1933. Ακολουθώντας την «γραμμή του κόμματός του» απείχε στις εκλογές του 1935 και επανήλθε πανηγυρικά στο ελληνικό Κοινοβούλιο και στο αξίωμα του βουλευτή με τις εκλογές του 1936 (ήταν πολυτάραχη περίοδος).

Το 1946 μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εξελέγη βουλευτής του νομού Κιλκίς με το Κόμμα των Φιλευλευθέρων, με το οποίο επανεκλέχτηκε στις εκλογές του 1950 και του 1951. Η τελευταία φορά που πολιτεύτηκε ήταν το 1952 χωρίς να καταφέρει να εκλεγεί. Πέθανε τον Αύγουστο του 1974, αφού πρόλαβε να δει τη χώρα να απαλλάσσεται από το μόρφωμα της χούντας των στρατιωτικών.
Ο Τσιτενός Ιωάννης Αβραμάντης διέσωσε ένα κείμενο του Αργυρουπολίτη δικηγόρου και βουλευτή που αναφέρεται στις αναμνήσεις του από την Πατρίδα αλλά και στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης στην Ελλάδα.

Όταν ήταν σε νεαρή ηλικία ο Σωτηριάδης υπηρέτησε ως δάσκαλος στο σχολείο της Τσίτης. Τότε του είχε κάνει αλγεινή εντύπωση η δύσκολη ζωή των γυναικών της υπαίθρου.
«Ζώα για μεταφορά υπήρχαν ολίγα, ένα μουλάρι προς δέκα σπίτια, και όλες οι εργασίες γίνονταν με τα χέρια και τις πλάτες. Οι άνδρες που μπορούσαν να δουλέψουν τη γη, ξενιτεύονταν στη Ρωσία για βιοπορισμό. Οι γυναίκες με καλάθια στην πλάτη μετέφεραν την κόπρο των ζώων στα χωράφια για λίπασμα. Αυτές εθέριζαν και με την πλάτη πάλι μετέφεραν τα δεμάτια στο αλώνι. Στην μεταφορά των δεματίων βοηθούσαν πολύ και τα πέντε μουλάρια του μοναστηριού[1]. Αλώνιζαν, ελίκνιζαν, εσσακίαζαν και κουβαλούσαν τα γεννήματα στο σπίτι. Έπλεναν το σιτάρι και το πήγαιναν στον μύλο και γύριζαν φορτωμένες με τ’ αλεύρι, ζύμωναν το ψωμί, δούλευαν τον φούρνο, συμπληρώνοντας έτσι τον κύκλο των εργασιών σιτάρι-ψωμί».

Και συνεχίζει ο προοδευτικός Πόντιος που συναισθανόταν τον κόπο των γυναικών της Πατρίδας του λέγοντας πως έβλεπε αυτές τις ηρωίδες να γυρνούν από το δάσος φορτωμένες με ξύλα, επαναλαμβάνοντας πολλές φορές αυτήν την διαδρομή για να εξασφαλίσουν τη ζέστη του σπιτιού τους και την φωτιά στον φούρνο που έψηναν το ψωμί και το φαγητό της οικογένειας. Άλλοτε πάλι διένυαν ακόμα μεγαλύτερες αποστάσεις ανεβαίνοντας βουνά για να θερίσουν χόρτα, να τα φέρουν στο σπίτι τους, να τα στεγνώσουν και να τα αποθηκεύσουν στον αχυρώνα για να έχουν τα ζώα τους τροφή τον βαρύ χειμώνα.

Τον Γενάρη (Καλαντάρτς) που σωνόταν συνήθως οι ζωοτροφές πήγαιναν στα δάση για να κόψουν κλαδιά από πεύκα και έλατα, από «τζίκουτα και τεβόρια» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει για να τα δώσουν στα ζώα να φάνε το φύλλωμα και να κάψουν αργότερα τα κλαδιά στο τζάκι.
Όλες αυτές τις σκληρές εργασίες οι άξιες Πόντιες γυναίκες τις έκαναν σε συνδυασμό με τις εργασίες για το νοικοκυριό του σπιτιού και το μεγάλωμα των παιδιών!
Και ο άντρας; Αναρωτιέται ο Σωτηριάδης στη διήγησή του!
«Ω, αυτός όταν καμιά φορά στα τρία χρόνια ή στα πέντε, κάποτε και περισσότερα, ήρχετο από τη Ρωσία για ένα-δύο μήνες του χειμώνα, της νεκρής περιόδου, γινόταν ο πασάς του σπιτιού, ο αφέντης, να διασκεδάζει, να τρώει χωριστά τον καλύτερο μεζέ! Κι αν καμιά φορά πήγαινε το αντρόγυνο πουθενά σε γάμο ή σε βάπτιση σε άλλο χωριό, εκείνος μπροστά με την ομπρέλα στο χέρι, λικνιστής και περήφανος και η γυναίκα πίσω του φορτωμένη δισάκι με αρκετό βάρος και άλλα τρόφιμα, δώρα στη νύφη ή στο νεοφώτιστο! […] Στα τρία χρόνια που έζησα στο χωριό αυτό, έτυχε πολλές φορές να αντικρίσω θέαμα πιο απαίσιο. Ο εύπορος αφέντης καβάλα στο μουλάρι του και η γυναίκα του να ακολουθεί πεζή ντυμένη η δόλια με τα γιορτινά της»!

Αυτά έγραφε ο δημοκρατικός βουλευτής για τη σκληρή ζωή της αγρότισσας γυναίκας στον Πόντο. Για να μην μας αφήσει με την πικρή αυτή γεύση, φρόντισε να τελειώσει τη διήγησή του κάπως ευχάριστα και χιουμοριστικά θα λέγαμε.
Όταν το 1925 επισκέφτηκε τα Άνω Πορόια των Σερρών όπου εγκαταστάθηκαν ομαδικά στην περιοχή οι κάτοικοι της Τσίτης, του χωριού όπου υπηρέτησε ως δάσκαλος στην Πατρίδα, για να δει τους αγαπημένους του μαθητές και γονείς τους παρατήρησε το εξής… όμως ας τον αφήσουμε να μας διηγηθεί ο ίδιος με τον απολαυστικό του τρόπο!
«Πήγα να επισκεφτώ τους παλαιούς μου φίλους. Η είδηση ότι “έρθεν ο δέσκαλον” διαδόθηκε και το καφενείο όπου ήμασταν γέμισε. Γέροι, μεσόκοποι και νέοι, παλαιοί μαθηταί μου. Με σκλάβωσαν με τις περιποιήσεις των. Κάποια στιγμή ρώτησα για την ζωή τους. Κανένας δεν ήταν ευχαριστημένος. Παράπονα από όλες τις μεριές για την κοπιαστική εργασία: να κουβαλάς νερό, να φυτεύεις, να ποτίζεις καπνά, να τσαπίζεις, να σπάνεις και να αρμαθιάζεις ένα-ένα χιλιάδες φύλλα, να πας στο χωράφι δύο ώρες πριν ξημερώσει και πόσα άλλα! “Τι τα θέλεις δέσκαλε, σκυλ ζωήν ζούμε” – ήταν το γενικό συμπέρασμα!
Κατά το μεσημέρι πήγαμε σ’ ένα σπίτι όπου με φιλέψανε. Όλες οι γυναίκες του συνοικισμού μαζεύτηκαν απ’ έξω, για να με δουν. Κάποια ώρα βγήκα. Χαιρετούρες, αγκαλιάσματα, εγκαρδιότητες απλοϊκών ανθρώπων. Έκανα και σ’ αυτές το ίδιο ερώτημα, αν είναι ευχαριστημένες. Μεταφέρω εδώ αυτούσια την ομαδική τους απάντηση: “Γουρπάν τς, δέσκαλε, ασ’ σην γην ως σον ουρανόν χοσνούτ και ραζήδες είμες. Εγλύτωσαμ’ ασ’ σα σαλιάκια (φόρτωμα στις πλάτες). Εγένουμες ανθρώπ’. Κι επεκεί ασ’ σο βραδύν, κείμες κα, έχομε και τ΄αγούρτς εμούν σο γιάν’ εμουν”[2]»!
Η ζωή στον Πόντο ήταν σκληρή για τις γυναίκες. Σκληρή ήταν και στην Ελλάδα αλλά κομματάκι λιγότερο από την Πατρίδα. Η γυναίκα αγρότισσα δεν έπαψε ποτέ να έχει πολλούς ρόλους. Δούλευε στα χωράφια, άρμεγε τα ζώα, φρόντιζε το σπίτι, μεγάλωνε και τα παιδιά της.
Ίσως τελικά ο τίτλος της ανώνυμης ηρωίδας να ταιριάζει στις Ποντίες μητέρες μας που μας μεγάλωσαν με τόσες θυσίες, τόσες πίκρες και δυσκολίες.
Άξιες Πόντιες γυναίκες!
Αλεξία Ιωαννίδου
















