Ο Εμμανουήλ Ξάνθος, μορφή βαθιά συνδεδεμένη με το όραμα της ελληνικής ανεξαρτησίας, γεννήθηκε το 1772 στην Πάτμο, αλλά η πρώτη του νεότητα τον βρήκε να ζει και να μορφώνεται στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη – την πόλη που άφησε ανεξίτηλη σφραγίδα στη σκέψη και τον χαρακτήρα του. Από εκεί ξεκίνησε η πορεία του στον κόσμο του εμπορίου και της γνώσης, μια διαδρομή που τον οδήγησε αργότερα στην Τεργέστη της Ιταλίας, όπου εργάστηκε σε εμπορικό οίκο και μυήθηκε βαθύτερα στα ευρωπαϊκά δίκτυα της εποχής.
Το 1810 εγκαταστάθηκε στην Οδησσό. Εκεί, στον εύπορο και δραστήριο ελληνικό κόσμο της Μαύρης Θάλασσας, εργάστηκε ως γραμματικός του εμπόρου Βασιλείου Ξένη.
Τα ταξίδια του στην Πρέβεζα, τα Γιάννενα και τη Λευκάδα τού άνοιξαν δρόμους, γνωριμίες και εμπειρίες, ενώ η συμμετοχή του στον ελευθεροτεκτονισμό τον έφερε πιο κοντά σε ιδέες περί ελευθερίας και εθνικής αποκατάστασης.

Η μεγάλη στιγμή ήρθε όταν, το 1812, γνώρισε στην Κωνσταντινούπολη δύο Ηπειρώτες εμπόρους: τον Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ. Σαν να τους ένωσε μια αόρατη δύναμη, οι τρεις άνδρες έγιναν συνοδοιπόροι. Πρώτα σε μια κοινή εμπορική επιχείρηση και λίγο αργότερα σε μια επαναστατική αποστολή που θα άλλαζε την ιστορία.
Με την επιστροφή του στην Οδησσό, το 1814, ο Ξάνθος τους παρουσίασε το σχέδιό του για τη δημιουργία μιας μυστικής οργάνωσης.
Έτσι γεννήθηκε η Φιλική Εταιρεία, με τον Ξάνθο να αναλαμβάνει τα καθήκοντα του ταμία και του γραμματέα – αλλά και του συνδέσμου ανάμεσα στα μέλη που όριζαν την πορεία της.
Γνωστός και με το ψευδώνυμο «Θεοδωρίδης», ο Ξάνθος συνέβαλε αποφασιστικά στην επέκταση της Εταιρείας. Το 1819 ταξίδεψε στη Ρωσία για να προσφέρει την αρχηγία της οργάνωσης στον Ιωάννη Καποδίστρια, τον οποίο θεωρούσαν ιδανικό ηγέτη. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε, βλέποντας τον κίνδυνο που εγκυμονούσε μια τόσο πρόωρη εξέγερση μέσα στο αντιφιλελεύθερο κλίμα της Ευρώπης.

Έτσι ο Ξάνθος πρότεινε την αρχηγία στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, υπασπιστή του τσάρου. Ο Υψηλάντης δέχθηκε, και από εκείνη τη στιγμή ο Ξάνθος έγινε στενός συνεργάτης του, συμβάλλοντας στο συντονισμό του έργου στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Μετά την αποτυχία της επανάστασης στη Μολδοβλαχία, ο Ξάνθος πέρασε στην Ιταλία και έπειτα κατευθύνθηκε προς την Πελοπόννησο, που είχε ήδη εξεγερθεί. Παρέμεινε εκεί έως το 1826, οπότε και ταξίδεψε στην Αυστρία με σκοπό να οργανώσει την απόδραση του φυλακισμένου Υψηλάντη στο Μουγκάτς.
Η αποστολή απέτυχε, αναγκάζοντάς τον να μεταβεί στη Βλαχία, όπου έζησε ως άγνωστος για πολλά χρόνια, μέχρι το 1837, όταν αποφάσισε να επιστρέψει οριστικά στη νεοσύστατη ελληνική πολιτεία.
Στην Ελλάδα εργάστηκε για λίγο ως διοικητικός υπάλληλος στην Ύδρα και αργότερα στο Ελεγκτικό Συνέδριο, όμως σύντομα απολύθηκε. Τα τελευταία του χρόνια υπήρξαν δύσκολα. Έζησε μέσα στην ανέχεια, ζητώντας μάταια από το κράτος μια μικρή σύνταξη.
Πέθανε στην Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 1851, σχεδόν λησμονημένος από εκείνους για τους οποίους αφιέρωσε τη ζωή του.
∴
Η πορεία του δεν υπήρξε ανέφελη. Δέχτηκε πόλεμο από τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο και τον ιστοριογράφο Ιωάννη Φιλήμονα, διαμάχη που έμελλε να συνεχιστεί μέχρι τον θάνατό του. Στοιχεία για αυτήν την αντιπαράθεση διασώζονται στο ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Μπέλλιου και στο βιβλίο Εμμανουήλ Ξάνθος – Ο Φιλικός, του Κωστή Παπαγιώργη.
Έξι χρόνια πριν φύγει από τη ζωή, το 1845, ο Ξάνθος δημοσίευσε τα πολύτιμα Απομνημονεύματά του– τη μοναδική λεπτομερή καταγραφή από ιδρυτή της Φιλικής Εταιρείας.

Ο Ξάνθος της Σμύρνης –ο έμπορος, ο οραματιστής, ο οργανωτής, ο αγωνιστής– υπήρξε από εκείνους τους αγωνιστές που δεν κράτησαν όπλο στο χέρι, αλλά άναψαν το φιτίλι που οδήγησε στον μεγάλο ξεσηκωμό. Και παρότι πέθανε στην αφάνεια, η ιστορία τον κρατά στη θέση που του αξίζει: ανάμεσα στους θεμελιωτές της ελληνικής ελευθερίας.
















