Η Νάντια Μπασματζιάν-Σαραφιάν, απόγονος δύο αρμένικων οικογενειών –των Μπασματζιάν και των Μετζιγιάν– συμβολίζει τη συνέχεια του αρμενικού πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη, μετά από μια μακραίωνη διαδρομή ανάμεσα σε Κωνσταντινούπολη, Βρυξέλλες, Παρίσι και Νέα Υόρκη.
Η ιστορία της γραμμένη από την Άνι Απικιάν, δημοσιεύτηκε στην πλατφόρμα του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Houshamadyan –ασχολείται με τη διατήρηση της πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς των Αρμενίων– και είναι προϊόν συνεργασίας με το περιοδικό «Αρμενικά».
Οι Μπασματζιάν
Ο παππούς της, Καρεκίν Μπασματζιάν, καταγόταν από το Σκούταρι της Κωνσταντινούπολης και ήταν έμπορος υφασμάτων στο Καπαλί Τσαρσί. Μαζί με τη σύζυγό του, Μπιτρίς Νσάνιαν, απέκτησαν πέντε παιδιά, ανάμεσά τους τον Χάικ, πατέρα της Νάντιας, και τον Μανούγκ.
Ο Μανούγκ συνελήφθη την 24η Απριλίου 1915, μαζί με εκατοντάδες Αρμένιους διανοουμένους, κατά την έναρξη της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Εξορίστηκε στην Άγκυρα, αλλά σώθηκε χάρη στις ενέργειες του γαμπρού του Μικαέλ Μισριάν, πλούσιου καπνεμπόρου από τη Σαμψούντα, ο οποίος εξαγόρασε την απελευθέρωσή του. Ο Μισριάν βοήθησε επίσης στη νομική υπεράσπιση του Σογομόν Τεχλιριάν, του εκτελεστή του Ταλαάτ Πασά στο Βερολίνο, το 1921.

Μετά τη Γενοκτονία η οικογένεια εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες, ενώ ο Χάικ αργότερα μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί παντρεύτηκε τη Νβαρτ Μετζιγιάν, το 1938. Ο Μανούγκ, που είχε παντρευτεί την Άλις Μπογιατζιάν (γεννημένη στη Θεσσαλονίκη), ασχολήθηκε με τη μουσική και τη ζωγραφική, δημιούργησε χορωδία στη Γερμανία και αργότερα εργοστάσιο οπτικών ειδών στις Βρυξέλλες. Εκεί άφησε και την τελευταία του πνοή, το 1964.
Ο γιος του, Καρεκίν-Μπερτζ, εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση (ΕΑΜ) κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρά το όνειρό του να σπουδάσει Ιατρική στις ΗΠΑ, του αρνήθηκαν την είσοδο λόγω των αντιναζιστικών του δράσεων.

Οι Μετζιγιάν
Η γιαγιά της Νάντιας από την πλευρά της μητέρας της, Αγκαβνί Ταστζιάν, καταγόταν από την Αδριανούπολη, ενώ ο παππούς της, Λεβόν Μετζιγιάν, από το Χμσγκαζάκ (σημερινό Τσεμισγκεζέκ). Μετά τις σφαγές του Αμπντούλ Χαμίτ (1895), ο Λεβόν μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε ως μεταλλουργός και βοήθησε στην ανέγερση της Αρμενικής Εκκλησίας της Παναγίας (1903).

Μετά από μερικά χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, επέστρεψε και παντρεύτηκε την Αγκαβνί το 1909 στην Αλεξανδρούπολη. Εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου απέκτησαν δύο κόρες, τη Νάζεν και τη Νβαρτ, μητέρα της Νάντιας. Ο Λεβόν εργάστηκε ως μηχανικός στη Socony Mobil Oil, όπου προσέλαβε εκατοντάδες Αρμένιους πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Κατά την Κατοχή (1941-1944) συνελήφθη με την κατηγορία της κατασκοπείας και φυλακίστηκε στο Γεντί Κουλέ για τρεις μήνες, χάνοντας την όρασή του στο ένα μάτι. Απελευθερώθηκε και εργάστηκε μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Πέθανε το 1953.
Η Νβαρτ σπούδασε στο Κολέγιο Ανατόλια και ήταν ενεργό μέλος της Αρμενικής Γενικής Φιλανθρωπικής Ένωσης (AGBU) Θεσσαλονίκης, της οποίας διετέλεσε πρόεδρος. Παντρεύτηκε τον Χάικ Μπασματζιάν και απέκτησαν δύο παιδιά: τη Νάντια-Αναχίντ (1939) και τον Χραντ-Μικαέλ (1943).

Η Νάντια, η οποία επίσης φοίτησε στο Κολέγιο Ανατόλια, συνέχισε σπουδές στις ΗΠΑ και αργότερα αποφοίτησε από τη Σχολή μεταφραστών και διερμηνέων του Πανεπιστημίου της Γενεύης.
Το 1971 παντρεύτηκε τον Βαρουζάν Σαραφιάν και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Τόβμα και τη Μακρίτ. Μετά από χρόνια στην Ελβετία, εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου η Νάντια εργάστηκε στο Κολέγιο Ανατόλια επί 12 χρόνια.
















