Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «Του ταπεινού Ρωμανού τούτο το ποίημα». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ε’. Η ελεημοσύνη είναι, στ’ αλήθεια, η σπουδαιότερη όλων των αρετών. Αυτή είναι η κρίση του Κριτή των πάντων κι επομένως,
αυτό το μάθημα έδωσε σε όλους τους ανθρώπους· αυτό είναι που διδάσκει με τούτη την παραβολή.
Γιατί, γι’ αυτές τις πέντε που φύλαξαν το λάδι τους, ξεκάθαρα το είπε πως συνετές τις θεωρεί.
Ενώ για τις υπόλοιπες που στα μισά της διαδρομής ξέμειναν από λάδι, είπε πως είναι ανόητες.
Το νόημα το σπουδαίο ετούτης της παραβολής τ’ ακούσαμε ‒φωνάζει‒ μες στου Ματθαίου τη Γραφή, μέσα στο Ευαγγέλιο.
Να επανέλθω τώρα στα λόγια της παραβολής πιάνοντας κάθε λέξη,
κρίνω πως είναι άτοπο μπροστά σ’ ακροατήριο που τις Γραφές γνωρίζει.
Γι’ αυτό λοιπόν, καλύτερα ας δούμε τον σκοπό της, αυτό ας διερευνήσουμε,
ώστε να αποκτήσουμε
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
ϛ’. Το δίδαγμα που έχει ετούτη η παραβολή είναι πολύ σπουδαίο, γιατί μας δείχνει την οδό
που όποιος την περπατήσει φιλανθρωπία δείχνει, πάντα σε κάθε βήμα του, και ταπεινοφροσύνη. Στέκει αυτή η παραβολή ως οδηγός για όλους.
Είναι για κάθε βασιλιά, πυξίδα μα και ζυγαριά· και σ’ όσους έχουν θώκους και κυβερνάνε το λαό, διδάσκει τη συμπόνια.
Γιατί, γιά σκέψου κάποιον που σπίτι έχτισε λαμπρό, υπέρλαμπρο παλάτι, και πλήρως το επίπλωσε κι έχει τα πάντα μέσα·
αν δεν του βάλει και σκεπή, μάταιος τόσος κόπος!
Έτσι κι αυτός που πάσχισε το μέσα του με αρετές να το οικοδομήσει,
μα ξέχασε την οροφή να χτίσει της συμπόνιας.
Χαμένος πάει ο κόπος του, τζάμπα τόσος αγώνας,
καθώς δεν θ’ αποκτήσει
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
ζ’. Τότε θα κατορθώσουμε μόνο ν’ αντιληφθούμε ποιος είναι, πράγματι, ο σκοπός της Θείας τούτης της Γραφής: αν στρέψουμε τα βλέμματα,
νου και καρδιάς αν στρέψουμε τα άγρυπνα τα μάτια, ψηλά εκεί προς τον Χριστό.
Ας φανταστούμε, το λοιπόν, πως της ψυχής οι οφθαλμοί βλέπουν εκείνη τη στιγμή που όλοι θ’ αναστηθούμε
και ο Σωτήρας ο Χριστός ξεκάθαρα θε να φανεί των πάντων Βασιλέας ‒
αν και βεβαίως και σήμερα στα πάντα βασιλεύει και υπάρχει όλων Κύριος, παντοτινός Δεσπότης.
Κι αν κάποιοι επαναστατούν σε τούτο εδώ που λέω, είναι γιατί δεν ξέρουνε·
μα όταν έρθει η στιγμή, της Κρίσεως η μέρα, εκείνη η φλόγα της φωτιάς όλους θα μας χωνέψει ‒ ξέραμε γιά δεν ξέραμε.
Ν’ αντισταθεί δεν πρόκειται κανένας να μπορέσει,
τότε που Αυτός θα δίνει
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
η’. Όλοι, βεβαίως, γνωρίζουμε ότι η φωνή της σάλπιγγας ξάφνου θε ν’ αντηχήσει απ’ Άγγελο σαλπιγκτή.
Και των αιώνων τους νεκρούς όλους θα τους σηκώσει που περιμένουν τον Χριστό,
‒ναι!‒ τον καλό Νυμφίο που είναι του Θεού Υιός κι ο Άναρχος Θεός μας.
Και μόλις ακουστεί η κραυγή τότε στα ξαφνικά, όλοι μαζί θα μαζευτούν, θα είναι όλοι αντάμα
και θα έχουν τις λαμπάδες τους, θα έχουνε τους λύχνους που ’χουν τη φλόγα την καλή, την ελεοθρεμμένη να ’ν’ αναμμένη, ζωντανή.
Κι έτσι είναι που θα μπούνε ευθύς με τον Νυμφίο τους
στη Βασιλεία των Ουρανών που ’χουν κληρονομήσει.
Γιατί, τότε η πίστη τους συνάμα με τις πράξεις τους, με τα καλά τους έργα
άξια και πανάξια είναι που θα τους δώσει
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
θ’. Όλες τις άλλες αρετές νικά η ελεημοσύνη και στέκει όντως λαμπρότερη
και πιο μπροστά απ’ όλες μπροστά στο θρόνο του Θεού ψηλά στον ουρανό.
Στα πάνω εκτοξεύεται και σχίζει τον αέρα κι ύστερα πάει ψηλότερα περνάει τη σελήνη, τον ήλιο αφήνει πίσω της
και φτάνει ανεμπόδιστη καρφί μέχρι την είσοδο, μπροστά στα επουράνια.
Μα ούτε στιγμή δεν στέκεται εκεί μπροστά στην πύλη, περνάει αμέσως κι έρχεται στον τόπο των αγγέλων
και συνεχίζει ακάθεκτη διατρέχοντας και τους χορούς κι αυτών των Αρχαγγέλων.
Και φτάνει μέχρι τον Θεό για χάρη των ανθρώπων
και στέκεται εκεί μπροστά στου Βασιλέα το θρόνο
και Τον παρακαλεί γι’ αυτούς, του λέει να τους δώσει
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
ι’. Λοιπόν ελάτε, ας σκύψουμε επάνω κι ας μελετήσουμε καλά ετούτο το παράδειγμα που δώσανε οι πέντε που ήταν, βλέπεις, πάνσοφες. Ξύπνησαν και σηκώθηκαν, από τον ύπνο που έκαναν
σε κάποιο δώμα νυφικό, σε νυφικό κρεβάτι· δεν ήταν λες και βγήκανε από κανέναν τάφο, όπου κοιμούνται οι νεκροί.
Αλλά και οι υπόλοιπες ταυτόχρονα ξυπνήσανε με μιας μαζί με τούτες,
με πρόσωπα, όμως, σκυθρωπά, κάπως κατσουφιασμένα,
αφού είδαν πως τους έσβησαν οι λύχνοι που κρατούσαν,
γιατί όπως αποδείχτηκε λάδι δεν είχαν μέσα ‒ είχαν ξεμείνει αδειανοί.
Και τότε ‒τι να κάνουν;‒ ζητούσαν λάδι δανεικό απ’ τις σοφές τις κόρες,
εκείνες που αποκόμισαν
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
ια’. Το αίτημα σαν άκουσαν, τον λόγο πήραν οι σοφές, οι συνετές οι κόρες και έτσι απαντήσανε σ’ εκείνες τις ανόητες: «Μήπως, όμως, δεν φτάσει
»αυτό που εμείς μαζέψαμε σε τούτον δω τον κόσμο, για όλες εμάς, μα και για εσάς;
»Δεν το αποτολμάμε· δεν είναι δα πως έχουμε εγγύηση για την έκβαση που θα έχει αυτό το πράγμα».
Γιατί, βεβαίως στ’ αλήθεια, ολόκληρη η ομήγυρη των δίκαιων αμφιβάλλει
και φόβο έχει και αυτή για τη μεγάλη Κρίση, αφού δεν ξέρει ακριβώς τον γνώμονα της Κρίσης ‒ το κρίμα, ως λένε, του Θεού κανένας δεν το ξέρει.
Έτσι θα είναι όλοι τους μέχρι που να φανερωθεί η απόφαση του Κτίστη·
τότε είναι που θα λυτρωθούν οι δίκαιοι για πάντα απ’ τη σκλαβιά κάθε λογής του μάταιου τούτου κόσμου.
Το μέγα έλεος, λοιπόν, Ένας μονάχα είναι που το κρατάει στα χέρια Του, Αυτός το διαμοιράζει: των πάντων ο Δημιουργός,
ο οποίος και δωρίζει
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
			















