Γεννήθηκαν και οι δύο το 1937 στην Ηλεία, ο ένας στον Καρδαμά και η άλλη στην Πάτρα, όπου συναντήθηκαν τυχαία το 1954, λίγο μετά τον καταστροφικό σεισμό που είχε πλήξει την περιοχή. Δεν χρειάστηκε πολύς καιρός για να καταλάβουν ότι ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς ο Χρήστος Μπακόπουλος έκανε πρόταση γάμου στην αγαπημένη του Νικολίτσα, η οποία δέχθηκε αμέσως.
Το ζευγάρι παντρεύτηκε στις 30 Οκτωβρίου 1954, ωστόσο, λίγες ημέρες αργότερα, ο Χρήστος αναχώρησε για την Αυστραλία, ενώ η Νικολίτσα παρέμεινε στην Ελλάδα μέχρι να μπορέσουν να ξανασμίξουν.
Εβδομήντα χρόνια αργότερα, ο Κρις και η Νίκη πλέον Μπακόπουλος, και οι δύο 88 ετών, κάθονται δίπλα-δίπλα σε έναν οίκο ευγηρίας στο Σίδνεϊ, γιορτάζοντας ήσυχα την κοινή τους ζωή, από την μεταπολεμική Ελλάδα στην καρδιά της ελληνικής κοινότητας της Αυστραλίας.

Τα πρώτα χρόνια
Έχοντας μάθει το επάγγελμα του κουρέα από μικρή ηλικία, ο Χρήστος έφτασε στο Σίδνεϊ στις 11 Δεκεμβρίου 1955, ταξιδεύοντας με πλοίο στο Γούλονγκονγκ, όπου μοιραζόταν μικρά δωμάτια με άλλους Έλληνες μετανάστες. Την ημέρα, εργαζόταν ως κουρέας και το βράδυ, παρακολουθούσε μαθήματα αγγλικών.
«Το πρώτο μου μέλημα ήταν να μάθω τη γλώσσα», λέει. «Με δουλειά, προσπάθεια και τη βοήθεια του Θεού, τα πήγαμε καλά», ανέφερε στην ομογενειακή ιστοσελίδα The Greek Herald.
Το ζευγάρι έμεινε χώρια πάνω από 14 μήνες, ωστόσο αλληλογραφούσε κάθε εβδομάδα. Στο μεταξύ, ο Χρήστος έπιασε δουλειά στο χαλυβουργείο του Πορτ Κέμπλα, εξοικονομώντας κάθε δεκάρα που μπορούσε.
Στις 21 Φεβρουαρίου 1957, η νεαρή νύφη του ταξίδεψε αεροπορικώς στην Αυστραλία, παρά την επιδείνωση της υγείας της κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, για να συναντήσει ξανά τον σύζυγό της. «Ήταν πολύ δύσκολο να την αφήσω όταν έφυγα για την Αυστραλία, αλλά από τότε και μετά», συμπλήρωσε, «είμαστε συνέχεια μαζί».

Μια καινούρια ζωή σε έναν νέο τόπο
Τα πρώτα χρόνια στην Αυστραλία ήταν δύσκολα αλλά γεμάτα αποφασιστικότητα. «Δεν ήταν εύκολο, όχι μόνο για μένα αλλά και για όλους τους μετανάστες εκείνης της εποχής. Αλλά είχαμε αγάπη και τα καταφέραμε», αναφέρει για την προσαρμογή στη νέα ήπειρο.
Οι δυο τους άρχισαν τη ζωή τους στο Γούλονγκονγκ πριν μετακομίσουν στο Ρέντφερν, όπου ο Κρις άνοιξε το πρώτο του κουρείο, ακολουθούμενο από ένα δεύτερο στο Φάιβ Ντοκ το 1962.
Ο ζεστός τρόπος και η ικανότητά του τον έκαναν γρήγορα αγαπημένο των ντόπιων.
Το 1972, το ζευγάρι ανέλαβε μια νέα επιχείρηση, ανοίγοντας ένα milk bar και takeaway στο Ντράμμοϊν και πέντε χρόνια αργότερα, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Μπέξλεϊ, όπου έζησαν αγαπημένοι για 48 χρόνια. Ο Κρις συνέχισε ως κουρέας και αργότερα ασχολήθηκε με τα κτηματομεσιτικά, ενώ η Νίκη εργάστηκε σε υπηρεσίες νοσοκομείου.
«Δυστυχώς, η Νικολίτσα ήταν αναλφάβητη. Δεν πήγε σχολείο λόγω των πολέμων», σημείωσε ο Κρις. «Αλλά ήταν μια καλή σύζυγος, μια καλή μητέρα, μια καλή νοικοκυρά – αγαπημένη από όλους και πάντα πρόθυμη να βοηθήσει. Δεν μπορείς να βοηθήσεις ή να σεβαστείς κανέναν αν δεν έχεις αγάπη».

Μαζί, μεγάλωσαν τρεις κόρες –τη Μαρία, τη Σίρλεϊ (Φωτούλα) και τη Στέλλα– και δύο εγγονούς, τον Νικόλα και τον Ρέιμοντ. Η μεγαλύτερη κόρη τους, η Μαρία, περιέγραψε τους γονείς της με στοργή. «Τα κουλούρια και η γαλατόπιτα της μαμάς ήταν κάτι άλλο», είπε γελώντας. «Και ο μπαμπάς ήταν ένας δημοφιλής, σεβαστός κουρέας. Ήταν σαν ψυχολόγος, πολιτικός και ιερέας, όλα σε ένα. Τραγουδούσε σε εκκλησιαστικές χορωδίες από τότε που ήταν αγόρι».
«Είναι τόσο σπάνιο να βλέπεις δύο ανθρώπους μαζί μετά από 70 χρόνια», συνέχισε. «Είχαν πολλές δυσκολίες, ειδικά η μαμά με την υγεία της, αλλά τα κατάφεραν όλα — πάντα μαζί».
Το μυστικό ενός γάμου 70 ετών
Τώρα, στον οίκο ευγηρίας, ο Κρις ξυπνάει κάθε πρωί και πηγαίνει στο διπλανό υπνοδωμάτιο της Νίκης για να της πει καλημέρα και να δει αν είναι καλά.
Όταν ρωτήθηκε για το μυστικό ενός γάμου που διαρκεί επτά δεκαετίες, ο Κρις δεν δίστασε να απαντήσει: «Αγάπη, φροντίδα και σεβασμός», λέει απλά. «Αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα αν δεν έχεις αγάπη, φροντίδα και σεβασμό για τον σύντροφό σου και την οικογένειά σου. Είναι πολύ απλό».
















