Πνιγμένο στο πράσινο και στις λεφτοκαρυές, το ελληνόφωνο χριστιανικό χωριό της επαρχίας του Όφεως, το Ζησινό παραμένει όμορφο παρά τη βία που γνώρισε στις αρχές του 20ού αιώνα και την Ανταλλαγή των πληθυσμών.
Κάποτε εκεί ζούσαν 40 οικογένειες Ελλήνων και αρκετές Τούρκων. Παρά τις θρησκευτικές διαφορές τους οι πληροφορίες αναφέρουν πως στην τοπική κοινωνία υπήρχε ισορροπία και ομόνοια.
Όλοι μοιράζονταν την ίδια γλώσσα επικοινωνίας, την ποντιακή του Όφεως ή οφίτικη διάλεκτος. Ωστόσο στο Ζησινό οι κάτοικοι και ιδιαίτερα οι γυναίκες μιλούσαν με σκοπό. Χρησιμοποιούσαν το αρχαίο αρνητικό μόριο «ου», αντί του πολύ συνηθισμένου, στα τελευταία χρόνια, στα άλλα οφίτικα χωριά «’κένα». Φθογγολογικά το «κ» σε συνδυασμό με φωνήεν ή δίφθογγο το πρόφερναν σκληρά, σαν το κρητικό και το κυπριακό «τζε» και «τσε».

Το χωριό ήταν χωρισμένο σε έντεκα ενορίες. Μία από αυτές είχε δύο εκκλησίες, τον Άγιο Ανδρέα, που ήταν πανάρχαιος ναΐσκος και τον Άγιο Γεώργιο που είχε χτιστεί, το 1860, πάνω στα ερείπια παλιού ναού με την οικονομική ενίσχυση του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Τραπεζούντας –είχε γίνει έρανος. Παλαιότερα στο Ζησινό υπήρχε ακόμα μία εκκλησία, της Αγίας Κυριακής και το παρεκκλήσι του Αγ. Θεοδώρου. Τρεις ιερείς έχουν ταυτιστεί με το χωριό: ο παπα-Ηλίας, ο παπα-Κωνσταντίνος και ο παπα-Γεώργιος. Ο τελευταίος είχε διατελέσει επίσης αρχιερατικός επίτροπος και δάσκαλος.
Με τα χρήματα που περίσσεψαν από τον έρανο του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Τραπεζούντας χτίστηκε στο Ζησινό το πρώτο σχολείο του Όφη.
Εκεί υπηρέτησαν ο Ιωάννης Παρχαρίδης από την Κρώμνη της Τραπεζούντας που μελέτησε αρκετά το οφίτικο λεκτικό ιδίωμα, ο Ανδρέας Παπαδόπουλος, ο Βασίλειος Αλχαζίδης και ο Ανέστης Αλχαζίδης.

Η οικογένεια Υψηλάντη με καταγωγή από το Υψήλ’ (Υψηλό) βοηθούσαν οικονομικά ώστε να λειτουργούν καλύτερα τα σχολεία του Όφεως που βρίσκονταν πιο κοντά στο χωριό τους μέσω επιχορήγησης στον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Τραπεζούντας. Στο σχολείο του Ζησινού έδιναν 10 από τις συνολικά 30 λίρες που ήταν η επιχορήγησή τους. Δέκα λίρες ήταν και το μισθός του δασκάλου.
Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Στην περιοχή Αναπαυτέρ’, που ήταν πολύ πυκνό δάσος, κρύβονταν οι χριστιανοί για ν’ αποφύγουν την επιστράτευση των Τούρκων.
 
			















