Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα «Του ταπεινού Ρωμανού τούτο το ποίημα».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο Ι
Τον Νυμφίο, αδερφοί, ν’ αγαπήσουμε
κι ο καθείς τη λαμπάδα του ας φροντίσουμε,
λάμποντας με τις αρετές και τη σωστή μας πίστη,
για να μπορέσουμε κι εμείς, όπως οι κόρες οι σοφές, οι συνετές οι κόρες, σαν καταφθάσει ο Κύριος,
να ’μαστε έτοιμοι μ’ Αυτόν μαζί όλοι να μπούμε εκεί που ο γάμος θα γενεί.
Γιατί ο Φιλεύσπλαχνος Θεός ως δώρο
σ’ όλους δίνει
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
Προοίμιο ΙΙ
Νυμφίε της σωτηρίας μας, που Είσαι η ελπίδα αυτών που πάντα Σ’ ανυμνούνε,
Εσύ Χριστέ μας και Θεέ,
σ’ εμάς που στο ζητάμε αυτό το δώρο κάνε μας:
να βρούμε αμόλυντο κι εμείς, όπως οι κόρες οι αγνές,
στο γάμο Σου σαν έρθουμε,
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
Προοίμιο ΙΙΙ
Τώρα πια έφτασε ο καιρός οι αρετές να λάμψουν,
και ο Κριτής κατέφτασε και μας χτυπά την πόρτα. Κανείς μη μείνει κατηφής, κι από τη στενοχώρια του κανείς μην παραλύσει·
αλλά ελάτε τώρα, νηστεία καθώς θα κάνουμε, όλοι μας να προσφέρουμε
κατάνυξη και δάκρυα, αλλά κι ελεημοσύνες
και ας βροντοφωνάξουμε: «Είναι οι αμαρτίες μας, πιότερες κι απ’ τους κόκκους της άμμου που ’χουν οι αμμουδιές στις θάλασσες του κόσμου!
»Μα Εσύ των πάντων Πλαστουργέ συγχώρησέ μας όλους,
»ώστε να αποκτήσουμε
»το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι».
Οίκοι
α’. Άκουσα την παραβολή των δέκα των παρθένων ‒ την ιερή παραβολή μέσα στο Ευαγγέλιο.
Θαύμασα, αναστατώθηκα κι ο νους μου αμέσως γέμισε συλλογισμούς και σκέψεις.
Αφού κι οι δέκα απόκτησαν την αρετή την άχραντη, αυτήν της παρθενίας,
πώς έγινε και οι μισές, πώς έγινε οι πέντε να μείνουνε χωρίς καρπό πνευματικό καθόλου, και πήγε στράφι ο μόχθος τους;
Οι άλλες πέντε, όμως, με τις λαμπάδες που είχανε στα χέρια αναμμένες, άστραφταν κι έλαμπαν με φως ‒ φως της φιλανθρωπίας.
Γι’ αυτό και ο Νυμφίος, αμέσως τις προέτρεψε να Τον ακολουθήσουν.
Και μπήκανε μαζί με Αυτόν και πήγαν στον Νυμφώνα,
τότε, που όπως είναι να γενεί, θ’ ανοίξουνε οι ουρανοί και θα μοιράσει
σ’ όλους τους δίκαιους ως ανταμοιβή
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
β’. Ελάτε τώρα, το λοιπόν, μαζί να ερευνήσουμε το νόημα και τη χάρη που έχει η παραβολή, που έχει τούτη η γραφή η Θεία που μιλάμε.
Γιατί, για όλους λειτουργεί ως οδηγός πορείας, ως χάρτης που σε οδηγεί στον άφθαρτο κι αιώνιο ουράνιο Νυμφώνα.
Όπως ολάκερη, άλλωστε, η θεόπνευστη η Γραφή, που είναι πολύ ωφέλιμη κατά τον ίδιο τρόπο.
Προσπέφτοντας λοιπόν κι εμείς στα πόδια του Χριστού μας, στα πόδια του Σωτήρα μας, με ζήλο ας Του φωνάξουμε:
«Των βασιλέων Βασιλιά, Φιλάνθρωπε Θεέ μας, δώσε σε όλους, φώτισε, ώστε να καταλάβουμε αυτή τη θεία γνώση.
»Οδήγησέ μας στην οδό των θείων εντολών Σου,
»γιατί έτσι θα γνωρίζουμε ότι ετούτη η οδός που πήραμε και πάμε, στη Βασιλεία Σου οδηγεί.
»Το δρόμο αυτόν ποθούμε, σ’ αυτόν το δρόμο θέλουμε εμείς να περπατάμε,
»ώστε να λάβουμε κι εμείς
»το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι».
γ’. Με αυτήν την πίστη στην καρδιά και τις επαγγελίες ‒τις θείες για τα μέλλοντα‒, οι περισσότεροι άνθρωποι
ποθούν πολύ να μπούνε στη Βασιλεία του Θεού.
Γι’ αυτόν λοιπόν το λόγο, της παρθενίας την αρετή,
δίνουν σκληρό αγώνα, για να την διαφυλάξουνε. Και στη νηστεία ασκούνται, που είναι απ’ τα κατορθώματα στο βίο του ανθρώπου από τα μεγαλύτερα.
Με καρτερία κι υπομονή στην προσευχή επιμένουν, και τα άχραντά τα δόγματα τα θεολογικά μας, κρατούν με πάσα ακρίβεια.
Αλλά από τις αρετές, τους λείπει όμως μία. Ποια; Η φιλανθρωπία.
Κι έτσι, λοιπόν, τα υπόλοιπα όλα τους ματαιώνονται, πάνε όλα στο βρόντο.
Γιατί, ανάμεσά μας αν είναι οποιοσδήποτε που ευσπλαχνία δεν έχει,
δεν πρόκειται ποτέ να δει, δεν πρόκειται να πάρει
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
δ’. Κάποιοι καράβι φτιάχνανε· και όταν το τελειώσαν, πλήρως το εξοπλίσανε, μα το πανί ξεχάσαν.
Όταν θα βγουν στη θάλασσα, δεν θα μπορέσουνε ποτέ να πλεύσουν στην ευθεία.
Τέτοιο καράβι σαν κι αυτό, δεν πρόκειται ποτέ να βρει το δρόμο και να πάει και θα απομείνει άπρακτο, δεμένο στο λιμάνι.
Άχρηστη θα ’ναι τότε πια του κυβερνήτη η τέχνη κι όλη η ναυτοσύνη του· και τα πηδάλια αχρείαστα ‒ σαν τι δουλειά να κάνουν;
Με αυτόν τον τρόπο ακριβώς, όλοι αυτοί που σπεύδουν τη βασιλεία των Ουρανών με ζήλο ν’ αποκτήσουν,
κι αν πλουμιστούν και φορτωθούν μ’ όλες τις αρετές,
μα ευσπλαχνία δεν έχουνε,
το ωραίο λιμάνι του ουρανού δεν πρόκειται ποτέ να βρουν και ν’ αγκυροβολήσουν.
Δεν θα κερδίσουνε ποτέ
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
















