Μακρέσα στα ποντιακά σημαίνει η μακριά, η ψηλή γυναίκα. Αυτό το προσωνύμιο είχε η προγιαγιά μου που ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα μαζί με άλλους Ποντίους από το Καρς το 1920. Μάλιστα το όνομα Μακρέσα αντικατέστησε το βαφτιστικό της, Παρθένα, σε σημείο που πολλοί συγχωριανοί της νόμιζαν πως ήταν το κύριό της όνομα.
Ήταν λεβεντογυναίκα, ψηλή και αθλητική, με μακριά καστανόξανθα σπαστά μαλλιά και υπέροχα μεγάλα αμυγδαλωτά πράσινα μάτια όπως την περιέγραψαν τα εγγόνια της, με καφετί πιτσιλιές μέσα τους.
Στον γάμο της δυσκολεύτηκε να βρει νυφιάτικα παπούτσια γιατί δεν συνηθιζόταν να κατασκευάζονται γυναικεία παπούτσια στο νούμερο που φορούσε.
Η Παρθένα Φουντουκίδου-Ιωαννίδου γεννήθηκε το 1870 και παντρεύτηκε στην ηλικία των 15 ετών τον κατά αρκετά χρόνια μεγαλύτερό της Κοσμά Ιωαννίδη. Για τον Κοσμά ήταν ο δεύτερος του γάμος. H πρώτη του γυναίκα είχε πεθάνει και είχε μείνει χήρος σε νεαρή ηλικία. Ήταν αρκετά ευκατάστατος. Η ασχολία του πατέρα του Στάθη με το εμπόριο υφασμάτων του είχε εξασφαλίσει μια άνετη ζωή. Διατηρούσαν μαζί με τον αδελφό του Κωνσταντίνο το κεντρικό μεγάλο καφενείο του Μερτινίκ, το οποίο λειτουργούσε και ως παντοπωλείο. Οι θαμώνες του δεν ήταν μόνο Έλληνες από το Μερτινίκ, το Μουζαρέτ και τα άλλα ελληνικά χωριά της περιοχής, αλλά και Τούρκοι από τα τουρκικά χωριά.

Έμεινε μάλιστα παροιμιώδης η φράση «πουκιούν πιρ σέι γιάπματικ, Μερτινικτέ τα κέλμετικ» δηλαδή «σήμερα τίποτα δεν κάναμε και δεν πήγαμε και στο Μερτινίκ» υπονοώντας ότι η μέρα πήγε χαμένη γιατί ούτε δούλεψαν ούτε διασκέδασαν (στο καφενείο των αδελφών Ιωαννίδη). Το γεγονός αυτό μαρτυρά τις καλές σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στους Έλληνες και στους Τούρκους της περιοχής.
Ανάμεσα στα περιουσιακά στοιχεία του Κοσμά συγκαταλεγόταν ένα μεγάλο περιβόλι με κάθε λογής δέντρα και το κτήριο που νοίκιαζε για έδρα της η Χωροφυλακή –το Καρακόλι του Μερτινίκ. Έτσι, ο πατέρας της Παρθένας-Μακρέσας θεώρησε πως ο γάμος αυτός θα ήταν προς όφελος της κόρης του και αποφάσισε να πει ναι στο προξενιό.
Ανέβασε λοιπόν την κόρη του σε ένα άλογο και την έστειλε συνοδεία συγγενικών του προσώπων μοιράζοντας στους καβαλάρηδες που την συνόδευαν την προίκα της (τα εργόχειρά της), για να μην δώσουν στόχο στους ληστές εάν τα κουβαλούσαν με κάρο στο σπίτι του γαμπρού. Στο δρόμο, πάνω στο βουνό συνάντησαν έναν Τούρκο βοσκό. Οι σχέσεις μεταξύ των απλών ανθρώπων Τούρκων-Ελλήνων όπως προείπαμε ήταν καλές. Οι Τούρκοι βοσκοί είχαν ένα έθιμο όταν έβλεπαν νύφη να πάει για τον γάμο της. Της έβαζαν μια δοκιμασία. Θα έπρεπε να σηκώσει ούσα έφιππη όπως ήταν, ένα αμνοερίφιο και να το βάλει πάνω στο άλογο. Εάν το κατάφερνε της το δώριζαν!
Ο βοσκός λοιπόν βλέποντας την Παρθένα ψηλή και αθλητική, για να την δυσκολέψει, έβαλε κάτω από το άλογό της το κριάρι για να το σηκώσει. Ο αδελφός του άντρα της που συνόδευε κι αυτός την μέλλουσα νύφη του, ρώτησε την Μακρέσα εάν θα τα καταφέρει. Η Μακρέσα όμως κρατούσε μας και δεν μιλούσε, παρά μόνο του έγνεψε καταφατικά. Τότε αυτός πάτησε με το πόδι του στον αναβολέα για να στηρίξει τη σέλα που καθόταν η νύφη του χωρίς να τον δει ο Τούρκος και η Μακρέσα σήκωσε με τα χέρια και την βοήθεια του ποδιού της το κριάρι βάρους αρκετών κιλών πάνω στο άλογό της. «Χαλάλ» είπε ο Τούρκος βοσκός που από την μια πλευρά θαύμασε εκείνη τη δυνατή Ελληνίδα κόρη και από την άλλη δεν πίστευε πως είχε χάσει το καλό του κριάρι!

Η Μακρέσα γέννησε έξι παιδιά τον Αλέξη, την Νίνα, την Χαρίκλη (Χαρίκλεια), τον Πέτρο (που πέθανε 18 χρονών από τύφο κατά τα γεγονότα της Γενοκτονίας), την Κάλλη (Καλλιόπη) και τον Στάθη. Εκτός από τα δικά της παιδιά μεγάλωνε και τα παιδιά της συννυφάδας της που είχε πεθάνει νέα. «Διοικούσε» το σπίτι των Ιωαννιδάντων, μια διευρυμένη οικογένεια 30 ψυχών.

Η Μακρέσα ήρθε στην Ελλάδα με την οικογένειά της το 1919. Ήταν 49 χρονών, ο άντρας της είχε πεθάνει στα λοιμοκαθαρτήρια της Καλαμαριάς. Στο δύσκολο ταξίδι της προσφυγιάς έχασε και τον μοναδικό έως τότε εγγονό της, το γιο του πρωτότοκού της Αλέξη, τον Νικόλα.

Η πρώτη εντύπωση από την Ελλάδα ήταν πολύ άσχημη όπως αφηγήθηκε στα εγγόνια της χρόνια μετά. Μόλις πάτησε το πόδι της στην Καλαμαριά είχε μια πολύ δυσάρεστη εμπειρία. Άκουσε για πρώτη φορά Έλληνες φαντάρους να βρίζουν τον Θεό και την Παναγία. Δάκρυσε όπως είπε, ήθελε να φύγει πίσω στην Πατρίδα και ας την έσφαζαν οι Τούρκοι!
Μετά από την αναγκαστική καραντίνα στην Καλαμαριά, ακολούθησε την οικογένειά της στους Ευζώνους του νομού Κιλκίς που τότε λέγονταν ακόμα Ματσίκοβο.
Ο γιος της Αλέξης, ο δάσκαλος στα χωριά του Αρταχάν, είχε εκλεγεί από τον πρώτο κιόλας χρόνο της εγκατάστασης ο πρώτος πρόεδρος της κοινότητας των Ευζώνων. Μάλιστα η ονομασία Εύζωνοι δόθηκε στο χωριό επί ημερών του, κατόπιν πρότασής του[1]. Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν η Μακρέσα δέχτηκε ένα ακόμα χτύπημα της μοίρας. Το πρωτικάρ’ ν ατς, ο Αλέξης, το στήριγμά της, πέθανε σε ηλικία 46 ετών.

Στους Ευζώνους ο Μερτινκλήδες ασχολήθηκαν με τι άλλο, με τη γεωργία! Μέχρι τότε οι ντόπιοι κάτοικοι πήγαιναν στα χωράφια τους με τα γαϊδουράκια τους. Όταν ήρθαν οι Μερτινικλήδες έφτιαξαν κάρα, καλλιεργητικά εργαλεία και προήγαγαν με κάθε τρόπο τον πολιτισμό του χωριού. Εντύπωση έκανε στους ντόπιους κατοίκους πως οι Πόντιοι συνήθιζαν να παίρνουν μαζί στο χωράφι τους κατά τους θερινούς μήνες σαμοβάρια με τσάι. Με θερμοκρασία που άγγιζε τους 40 βαθμούς άκουγαν τους Ποντίους να λένε «βάλον έναν κι άλλον στακάν τσάι» δηλαδή βάλε ένα ακόμα φλυτζάνι (στα ρώσικα) τσάι. Το ζεστό τσάι ενυδάτωνε τους σκληρά εργαζόμενους σε υψηλές θερμοκρασίες γεωργούς και βοηθούσε ώστε να ρυθμίζουν την θερμοκρασία του σώματός τους.
Η Μακρέσα συνήθιζε να κρατάει μια χοντρή ράβδο και είχε «υπό την προστασία της» όλα τα συγγενικά κορίτσια. Χαρακτηριστικά έλεγε «κανένας άγουρος ‘κι θα λέει ας’ ομμάτεα σ’ απάν έεις οφρύδεα» δηλαδή δεν άφηνε κάποιον αναιδή ούτε να κοιτάξει τις προστατευόμενές της, τον κυνηγούσε με το μπαστούνι της.
Από την άλλη έλεγε «αφς τα κορίτσα ν’ αντρίζνε μ’ όντιναν θέλνε» λόγος που φανέρωνε την πικρία της που δεν την ρώτησε ο πατέρας της και την πάντρεψε τόσο μικρή με αρκετά μεγαλύτερης ηλικίας άντρα.
Μάζευε όλα τα εγγόνια της στην αυλή, όταν δούλευαν οι γονείς τους στα χωράφια, τους ετοίμαζε ποντιακές λιχουδιές όπως πιροσκία και ωτία και τα διαπαιδαγωγούσε.

Με αγάπη θυμόντουσαν τις σοφές κουβέντες της γιαγιάς τους, όταν μεγάλωσαν. Θυμούνταν ιδιαίτερα τα «μεσάλια», δηλαδή τις διδακτικές της ιστορίες. Ένα από αυτά που καταγράφει ο εγγονός της Πέτρος στο ανέκδοτο βιβλίο του Τα μεσάλια της Μακρέσας είναι το παρακάτω:
Στο Καρς ζούσε μια όμορφη γυναίκα που παντρεύτηκε έναν Ρώσο αξιωματικό. Η γυναίκα αυτή προσπαθούσε να περιποιηθεί τον άντρα της αλλά δεν ήξερε ούτε να μαγειρεύει ούτε να κρατάει ένα νοικοκυριό. Την έλεγαν Γλαφύρα! Η Γλαφύρα ετοίμασεν να εφτάει χαλβάν. Εσέγκεν όλια απές και σο τέλος ενούνιζεν, άτσαπα βάλνε ση χαλβάν άλας ή ‘κι βάλνε; Εξέβεν απάν σο κατωθύρ και σην πρώτεσαν που εδεβήνεν ασήν στράταν για να πάει σο μαχαλάν εκούιξεν: «Ε, εσύ που πας ατουκές άμον άναλον χαλβάν»! Εκείνε πα που εγροίξεν για τ’ όποιον εκούιξεν αέτς είπεν ατέν: αχούλ να έεις, σην χαλβάν άλας ‘κι βάλνεν.
[μτφρ: Η Γλαφύρα ετοίμασε να κάνει χαλβά. Έβαλε όλα τα υλικά και στο τέλος αναρωτήθηκε εάν βάζουν άραγε στον χαλβά αλάτι. Βγήκε στο κατώφλι της πόρτας του σπιτιού της και είδε μια γυναίκα να περνάει τον δρόμο για να πάει στην γειτονιά. Επειδή ντρεπόταν να την ρωτήσει ευθέως εάν βάζουν αλάτι στο χαλβά μην τυχόν και τη χαρακτηρίσει ως ανοικοκύρευτη, της φώναξε: «εεεεε, εσύ που πας εκεί σαν ανάλατος χαλβάς». Η γυναίκα κατάλαβε πως η Γλαφύρα προσπαθεί να μάθει εάν στον χαλβά βάζουν αλάτι και της απάντησε «βάλε μυαλό, στον χαλβά δεν βάζουν αλάτι»!]
Συνεχίζεται…
Αλεξία Ιωαννίδου
_________
1. Στις 20/8/1927 με το ΦΕΚ 179/1927 επί προεδρίας Αλέξη Κ. Ιωαννίδη η ονομασία του χωριού άλλαξε και επίσημα από Ματσίκοβο σε Εύζωνοι. Η κοινότητας των Ευζώνων αποτελούνταν από έξι χωριά: Εύζωνοι, Μεταμόρφωση, Μικροδάσος, Ποντοηράκλεια, Πλατανιά και Κορώνα.
Διαβάστε αύριο το Μέρος Β’.
















