Στο Ισραήλ και τη Γάζα, οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους για να γιορτάσουν τη σιωπή των όπλων. Μετά από δύο χρόνια πολέμου, με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και μια ανοιχτή πληγή στη συνείδηση της ανθρωπότητας, ήρθε η εκεχειρία.
Κι όμως, στην Ελλάδα, αρκετοί αναλυτές έσπευσαν να εκφράσουν τη λύπη τους που «το Ισραήλ δεν ολοκλήρωσε το έργο του». Από την ασφάλεια του σαλονιού τους, ζητούσαν τη συνέχιση ενός πολέμου που δεν ζουν.
Αυτή η ψυχική απόσταση από τον ανθρώπινο πόνο είναι σύμπτωμα μιας βαθύτερης παθογένειας:
1. Το μεγάλο πρόβλημα της εποχής είναι το μεταναστευτικό
2. Οι μετανάστες είναι –οι περισσότεροι– μουσουλμάνοι
3. Άρα όποιος είναι μουσουλμάνος πρέπει να εκλείψει.
Η συμφωνία Ισραήλ-Χαμάς, που τέθηκε σε ισχύ στις 10 Οκτωβρίου, είναι η πρώτη σοβαρή απόπειρα τερματισμού του πολέμου στη Γάζα. Προβλέπει την άμεση κατάπαυση του πυρός, την επιστροφή όλων των 48 ομήρων και την ανταλλαγή τους με περίπου 2.000 Παλαιστίνιους κρατουμένους.
Η ανθρωπιστική βοήθεια θα αυξηθεί δραστικά, με 600 φορτηγά ημερησίως, ενώ για πρώτη φορά από το 2021 επιτρέπεται η ελεύθερη διέλευση αμάχων μεταξύ βόρειας και νότιας Γάζας.
Η εκεχειρία έχει δύο φάσεις:
- η πρώτη αφορά την παύση των εχθροπραξιών και την απελευθέρωση ομήρων
- η δεύτερη, πιο απαιτητική, προβλέπει τον αφοπλισμό της Χαμάς και τη σταδιακή μεταφορά της διοίκησης της Γάζας σε μεταβατικό «Συμβούλιο Ειρήνης».
Όπως σωστά επισήμανε ο στρατηγικός αναλυτής Ταμίρ Χάιμαν του INSS, η συμφωνία είναι καλύτερη απ’ ό,τι αναμενόταν. Όμως έχει και «σκιές»: αδιευκρίνιστες εγγυήσεις ασφαλείας αλλά και κάτι που μας αφορά: σαφή αναβάθμιση του ρόλου Τουρκίας και Κατάρ –δύο χωρών που, μέσα από την κρίση, κατόρθωσαν να παρουσιαστούν ως μεσολαβητές και ταυτόχρονα στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ.
Η επίτευξη της εκεχειρίας δεν ήρθε μέσα από έναν τυπικό γύρο διαπραγματεύσεων, αλλά μέσα από ένα πλέγμα προσωπικών σχέσεων, παρασκηνιακών επαφών και απρόσμενων συνεργασιών.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, ο άνθρωπος που συχνά θεωρείται τοξικός για τη διπλωματία, αυτή τη φορά άκουσε όσους γνώριζαν την περιοχή: Καταριανούς, Ισραηλινούς, Αμερικανούς διπλωμάτες, ακόμη και τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για τον οποίο δήλωσε χαρακτηριστικά: «Τυχαίνει να τον συμπαθώ –και ξέρω ότι κι αυτός με συμπαθεί».
Το Κατάρ έπαιξε τον ρόλο του «αόρατου αρχιτέκτονα». Διατήρησε διαύλους με τη Mossad και τη Χαμάς, ενώ μετά την ισραηλινή επίθεση σε καταριανό έδαφος αξιοποίησε την προσβολή ως μοχλό διαπραγμάτευσης: απέσπασε δημόσια απολογία και αμερικανικές εγγυήσεις ασφάλειας.
Η Τουρκία, εν τω μεταξύ, ξαναβρέθηκε εκεί που θέλει να είναι: στο επίκεντρο της μεσανατολικής πολιτικής. Από το Ιράν και τη Συρία ως τη Γάζα, λειτουργεί ως κόμβος επαφών. Η συμμετοχή της στο τελικό στάδιο των συνομιλιών στο Κάιρο της έδωσε πόντους.
Αυτό που ο Τραμπ ονόμασε «κοινοπραξία συμφωνιών» –μια ad hoc συμμαχία κρατών με διαφορετικά συμφέροντα αλλά κοινή ανάγκη σταθερότητας– ίσως αποτελέσει το νέο μοντέλο διπλωματίας στη μεταπολεμική Μέση Ανατολή. Και είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα δεν είναι πουθενά σε αυτό το σχήμα.
Για την Άγκυρα, η συμφωνία αποτελεί επιτυχία. Επανέρχεται στο προσκήνιο ως συνομιλητής της Ουάσιγκτον, αναβαθμίζει τις σχέσεις της με τον αραβικό κόσμο και αποδεικνύει ότι η πολιτική της «πολλαπλής ισορροπίας» αποδίδει.
Η Τουρκία δεν υποστηρίζει πλέον απλώς τη Χαμάς ρητορικά· τη χρησιμοποιεί ως δίαυλο επαφής, ως εργαλείο διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Έτσι, καταφέρνει να δείχνει «αντι-ισραηλινή» στον μουσουλμανικό κόσμο, αλλά «χρήσιμη» στη Δύση.
Η Ελλάδα, αντιθέτως, έχει υιοθετήσει την πολιτική του «προφανούς συμμάχου» χωρίς περιθώρια ελιγμών. Αυτή η στάση δεν είναι λάθος από μόνη της, αλλά στερείται στρατηγικού οράματος.
Η Άγκυρα κινείται με στόχο να χτίσει επιρροή. Η Αθήνα, με στόχο να μην ενοχλήσει.
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο δεν είναι η απουσία της Ελλάδας από τη συμφωνία της Γάζας· είναι ότι δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται καν ότι λείπει.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική εξακολουθεί να κινείται στη λογική της «μικρής πλην τιμίας Ελλάδος», χώρα που προσπαθεί να φυλάει τα σύνορά της και περιμένει τους ισχυρούς να την στηρίξουν.
Η Ελλάδα έχει πολιτισμική συγγένεια με τη Μέση Ανατολή, θρησκευτική γέφυρα με τους χριστιανούς της περιοχής και ιστορική εμπειρία της Ανατολής. Για να αξιοποιήσει αυτά τα στοιχεία, πρέπει να τα δει ως πλεονέκτημα, όχι ως βάρος.
Η συμφωνία Ισραήλ-Χαμάς είναι ένα βήμα προς την ειρήνη, αλλά όχι το τέλος του δρόμου. Οι λεπτομέρειες παραμένουν ανοιχτές, οι ισορροπίες εύθραυστες.
Το Κατάρ και η Τουρκία απέδειξαν πως η διπλωματία δεν ανήκει, αποκλειστικά, στους μεγάλους, αλλά σε όσους ξέρουν να κινούνται ευέλικτα μέσα στις ρωγμές της ισχύος. Η Ελλάδα, αντίθετα, συνεχίζει να σκέφτεται αμυντικά, φοβικά, «ελλαδικά».