Ακρίτας κάστρον έχτιζεν / σην παραποταμέαν
σ’ έναν ομάλ, σ’ έναν λιβάδ’ / σ’ έναν επιδέξιον τόπον.
∼
Θρύλους και τραγούδια που αντέχουν μέχρι σήμερα ενέπνευσαν οι φύλακες των εσχατιών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας· είναι οι ακρίτες, τα ίχνη των οποίων θα πρέπει να αναζητηθούν στον Πόντο, εκεί όπου έκαναν τα κατορθώματά τους. Ο Ανδρόνικος, ο Ξάντινος, ο Αρμούρης, ο Βάρδας Φωκάς, ο Πορφύρης, αλλά πάνω απ’ όλους ο Διγενής Ακρίτας (το έπος του είναι το αρχαιότερο μνημείο της λόγιας νεοελληνικής γραμματείας), διακρίνονταν για την ανδρεία τους – η λέξη ακρίτας έφτασε να γίνει συνώνυμη της αντρειοσύνης.
Και μπορεί η λαϊκή φαντασία να έστειλε τον Διγενή Ακρίτα στα μαρμαρένια αλώνια για να αναμετρηθεί με τον χάρο (εκφράζοντας ουσιαστικά τα ιδεώδη και τους πόθους του ελληνικού γένους), όμως οι ακρίτες ήταν υπαρκτά πρόσωπα στα βυζαντινά ανατολικά θέματα Αρμενιάκων, Λυκανδού, Χαρσιανού και αργότερα Χαλδίας.
Εκεί υπήρχαν προστατευόμενες περιοχές, τα τόπια ή στρατοτόπια, όπου κατοικούσαν με τις οικογένειές τους οι φρουροί των συνόρων. Η υποχρέωσή τους ήταν να στελεχώνουν τον τοπικό στρατό που απέκρουε τις επιδρομές των Περσών και των Αράβων. Η θέση ήταν έμμισθη, και μάλιστα συνοδευόταν από φορολογικές ελαφρύνσεις.
Η ζωή των ακριτών, εκτός από την καθημερινότητα και την ενασχόληση με την καλλιέργεια της γης, ήταν συνυφασμένη με τη στρατιωτική άσκηση, τις συχνές συμπλοκές και τον πόλεμο.
Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας
Στον Πόντο θα πρέπει να αναζητηθούν και τα ίχνη του μεγαλοπρεπούς μεσαιωνικού έπους του Διγενή Ακρίτα – σε αντιπαραβολή με τα άσματα του μεγάλου «Ακριτικού Κύκλου»[1], στα ποντιακά άσματα σώζεται ο καθαρότερος αρχικός τύπος.
Το «Έπος του Διγενή Ακρίτα», σε χειρόγραφη παραλλαγή 3.182 στίχων δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1875, από το περίφημο χειρόγραφο της Τραπεζούντας, το οποίο είχε ανακαλύψει επτά χρόνια νωρίτερα στη Μονή Παναγίας Σουμελά ο λόγιος, καθηγητής του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας, Σάββας Ιωαννίδης.
Το έργο σώζεται σε έξι χειρόγραφες παραλλαγές:
• Της Τραπεζούντας (από τη Μονή Σουμελά, 3.182 στίχοι).
• Του Εσκοριάλ (βρέθηκε στη βιβλιοθήκη Εσκοριάλ της Μαδρίτης, φέρεται να έχει δημιουργηθεί στην Κρήτη, 1.867 στίχοι).
• Χειρόγραφο Άνδρου-Αθηνών (Εθνική Βιβλιοθήκη, 1074, 4.778 στίχοι).
• Της Κρυπτοφέρρης (από την ελληνική μονή Grottaferrata της Ιταλίας, 3.709 στίχοι).
• Της Οξφόρδης (ομοιοκατάληκτη διασκευή του 1670 από τον ιερομόναχο Ιγνάτιο Πετρίτση).
• Της Άνδρου (πεζή διασκευή του 1632).
Πρωταγωνιστής ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας, εγγονός του Ανδρόνικου, δούκα της Χαι(ε)ριάνης και της Καππαδοκίας, που κατοικούσε στο κάστρο της Λευκόπετρας. Μητέρα του η Ειρήνη, η μοναχοκόρη του Βυζαντινού στρατηγού, την οποία άρπαξε ο μετέπειτα πατέρας του, ο Μουσούρ, Άραβας εμίρης από τη Συρία που τελικά ασπάστηκε το χριστιανισμό – εξού και διγενής ο Βασίλειος.
Ήταν γνωστός για τα κατορθώματά του σε ολόκληρη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με τον αυτοκράτορα Ρωμανό να δηλώνει:
Φοβερός γαρ γενόμενος εις άπαντα τον κόσμον,
των βασιλέων καύχημα, η δόξα των Ρωμαίων,
ανδρείων τε ο έπαινος, ο τολμηρός Ακρίτης,
φρονήσεως αγλάισμα, των αρετών το κλέος,
ο παροχεύς βαθύτατος ειρήνης Ρωμανίας.
Πριν γαρ αυτού του θαυμαστού, Αγαρηνόν το γένος,
εις Ρωμανίας ήρχετο πολλήν βλάβην εποίει.
Το έμμετρο αφήγημα του Διγενή Ακρίτα εξιστορεί την καταγωγή του, τα παιδικά του χρόνια, τον ηρωισμό του και τον άδικο θάνατό του.
Αλλά το μεγαλύτερο μέρος είναι για όλα όσα του έδωσαν μυθικές διαστάσεις: πώς σε ηλικία 12 ετών έπνιξε δύο αρκούδες και σκότωσε ένα λιοντάρι, πώς αργότερα έκλεψε την κόρη ενός στρατηγού και σκότωσε τους πολεμιστές που έστειλε ο πατέρας της, πώς πάλεψε με έναν δράκο και ένα λιοντάρι που απειλούσαν τη γυναίκα του, πώς σκότωσε την αμαζόνα Μαξιμώ από τύψεις επειδή μαζί της έγινε μοιχός, και πολλά ακόμα που άφηναν όσους τα άκουγαν με το στόμα ανοιχτό.
Η Χερίανα
Στη νότια Χαλδία, στα απώτατα άκρα του ελληνισμού και στα όρια της λεγόμενης Μικρής Αρμενίας, βρίσκεται η αρχαία πόλη Χερίανα, η οποία είναι ταυτισμένη με τον Διγενή Ακρίτα, καθώς η θερινή του κατοικία ήταν στο γειτονικό κάστρο της Λευκόπετρας.
Το σημερινό Σίραν της Τουρκίας, 72 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Αργυρούπολης, είναι μια μικρή κώμη χωρίς κάποιο ιδιαίτερο αξιοθέατο.
Στα μέσα του 19ου αιώνα η επαρχία της Χερίανας είχε 14 ελληνικά χωριά με περίπου 2.500 κατοίκους – οι 1.000 ήταν χριστιανοί, ενώ υπήρχαν και κλωστοί (κρυπτοχριστιανοί). Εκκλησιαστικά αποτελούσε αρχιεπισκοπή, η οποία αρχικά υπαγόταν στη Μητρόπολη Τραπεζούντας και κατά τον 17ο αιώνα συνδέθηκε με την Επισκοπή Καν(ε)ίου, τη μετέπειτα Μητρόπολη Χαλδίας, Χεριάνων και Κερασούντος.