Η Όλγα Ευκαρπίδου γεννήθηκε στην Κερασούντα, την παραλιακή πόλη του Εύξεινου Πόντου που ιδρύθηκε από τους Σινωπείς στην Αρχαιότητα και όφειλε το όνομά της στο δέντρο Κέρασος, πιθανότατα εξαιτίας του πλήθους των κερασιών που ευδοκιμούσαν στην περιοχή.
Η αύξηση του ελληνικού πληθυσμού της πόλης, κυρίως από τα μέσα του 19ου αιώνα, οφειλόταν στη μαζική προσέλευση των κατοίκων της περιφέρειας Αργυρούπολης, που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή όταν έκλεισαν τα εκεί μεταλλεία αργύρου. Οι Έλληνες της Κερασούντας, προερχόμενοι ως επί το πλείστον από την Αργυρούπολη, μιλούσαν ποντιακά και διακρίθηκαν κυρίως στη ναυτιλία.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Η δυστυχία και τα βάσανά μας άρχισαν από τα 1916. Πριν όλα ήτανε καλά, και στα σπίτια μόνο χαρά και καλοπέραση είχαμε. Στα 1916 έγιναν οι διωγμοί και οι σφαγές των Αρμένηδων. Τους μάζεψαν όλους και τους πήρανε με συνοδεία χωροφυλάκων, πως θα τους πάνε εξορία· αλλά μόλις βγήκανε στο ποτάμι, τους ρίξανε όλους μέσα. Θυμάμαι που, όταν φεύγανε, μας λέγανε: «Το κακό θα σκάσει και στο δικό σας κεφάλι επάνω».
Στα 1916 έπεσε στην Κερασούντα εξανθηματικός τύφος και θέριζε τον κόσμο. Μέρα καλή από τότε δεν είδαμε. Στα 1919, που έγινε το κεμαλικό κίνημα, είχαμε στην Τραπεζούντα τον περίφημο Τοπάλ Οσμάν αγά, που μας κατέστρεψε πραγματικά. Και τι δεν έκανε! Και τις περιουσίες μας πήρε και σκοτώματα και μαρτύρια απίστευτα έκανε. Λέγανε «ο Τοπάλ Οσμάν έρχεται» κι έφευγαν όλοι μακριά. Έβαλε ένα παιδί μέσα σ’ ένα βαρέλι γεμάτο καρφιά και αφού το άφησε εκεί μέσα και τυραννίστηκε, το έριξε μαζί με το βαρέλι μέσα στη θάλασσα.
Κάποιον Μαυρίδη από την Τραπεζούντα τον έβαλαν πάλι σε βαρέλι μέσα και τον πέταξαν μέσα στη θάλασσα.
Και στα χωριά άρχισαν τα σκοτώματα και οι συλλήψεις χωρίς λόγο κι αιτία. Έστελναν τους άντρες σ’ εξορία, από δεκατεσσάρων χρονώ ως εξήντα. Κρύβονταν στα σπίτια, πλήρωναν για να γλιτώσουν. Τότε, στα ’19, προσπαθούσανε και πληρώνοντας φεύγανε στη Ρωσία. Ο ίδιος ο Τοπάλ, που στο βάθος τίποτε δεν πίστευε, άμα τον πλήρωνες, σ’ έβαζε σε καΐκι κι έφευγες. Η δουλειά του ήτανε ψαράς και είχε δικά του καΐκια. Ο Κεμάλ τον έκανε διοικητή της Μαύρης Θάλασσας. Στο τέλος όμως, βρήκε κι αυτός άσκημο τέλος, γιατί και στους Τούρκους μέσα είχε εχθρούς.
Όταν φύγαμε εμείς στα 1923 μου φαίνεται, όταν έγινε η Ανταλλαγή και φεύγανε απ’ όλα τα μέρη για την Ελλάδα, ένας Τούρκος βουλευτής, φιλέλληνας και δίκαιος άνθρωπος από την Τραπεζούντα, σε μια συνεδρίαση υπεράσπισε τους Έλληνες, κι έλεγε πως έπρεπε να τους κάνουνε ευκολίες, να πάρουνε μαζί τους τα πράματά τους. Αυτός ήτανε και γνωστός αντικεμαλικός και ο Τοπάλ βρήκε αφορμή και τον παρέσυρε σε κάποιο βουνό –στην Άγκυρα γίνανε αυτά– κι εκεί έβαλε και τον σκοτώσανε.
Δεν έμεινε, όμως, έτσι το πράγμα. Οι Τούρκοι βουλευταί, οι αντικεμαλικοί, εξαγριωθήκανε όταν το ακούσανε και το θέσανε ζήτημα στον Κεμάλ να τους παραδώσει τον Τοπάλ Οσμάν.
Τότε είδε την κατάσταση ο Κεμάλ, φοβήθηκε πως μπορούνε να γίνουνε φασαρίες κι αναγκάστηκε και τους παράδωσε τον Τοπάλ. Τον κρέμασαν τότε στην Κερασούντα και εικοσιπέντε μέρες τον είχανε κρεμασμένο και περνούσανε και τον φτύνανε. Ύστερα τον θάψανε οι φίλοι του σ’ ένα μέρος στην ακρόπολη της Κερασούντας και πήγαιναν εκεί οι ίδιοι οι Τούρκοι και κοπρίζανε επάνω στον τάφο του. Τέτοιο τέλος έχουνε κάτι τέτοια σκυλιά. Κι ο φίλος τους ακόμη, και ο αφέντης τους, τους δίνει στο τέλος μια κλωτσιά. Εμείς δεν προλάβαμε να δούμε το τέλος του από κοντά και να χαρούμε. Μας τα διηγήθηκαν στην Πόλη που βρισκόμαστε.
Εμείς φύγαμε όλοι από την Κερασούντα τον Οκτώβριο του 1922. Την ημέρα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου βγήκανε στους δρόμους της Κερασούντας τελάληδες και φώναζαν παντού, να τους ακούσουνε όλοι: «Να βγείτε όλοι οι γκιαούρηδες από τα σπίτια σας και να πάτε να μπείτε στα βαπόρια, να φύγετε στην πατρίδα σας, το Γιουνανιστάν». Μας ήρθε ξαφνικό αλλά και τι να κάνουμε! Βγήκαμε όλοι, κατεβαίναμε στην προκυμαία και προσπαθούσαμε να βρούμε θέση σε βαπόρι, να φύγουμε.
Ως την τελευταία στιγμή, ό,τι μπορούσανε οι Τούρκοι του Τοπάλ το έκαναν.
Τίποτε σχεδόν, εκτός από χρήματα που έκρυψαν μερικοί επάνω τους, τίποτε άλλο δεν πήραμε. Όλα τα πήρανε οι Τούρκοι· και σπίτια και περιουσίες και ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Την ψυχή μας την ίδια μας πήρανε. Στην προκυμαία, εκεί που ήμαστε μαζεμένοι, αρπάξανε τέσσερα κορίτσια μέσα απ’ τα χέρια μας. Όπως μάθαμε ύστερα, οι δύο τούρκεψαν κι έμειναν οριστικά στην Κερασούντα· οι άλλες δύο έφυγαν με την Ανταλλαγή και ήρθανε στην Ελλάδα.
Εγώ με την αδελφή μου κατορθώσαμε και μπήκαμε σ’ ένα πλοίο μαζί μ’ άλλους πατριώτες. Το πλοίο είχε κιόλας κόσμο μέσα κι από άλλα μέρη. Είχε πολλούς απ’ το Ερζιγκιάν. Ψείρα και κακό εκεί μέσα. Βρήκαμε και τρικυμία μεγάλη και κάναμε εφτά μέρες να φτάσουμε στην Πόλη. Έπρεπε να περάσουμε απ’ το λιμάνι της Σινώπης, να πάρουμε κι από ‘κει κόσμο. Πηγαίναμε κι ερχόμαστε έξω από το λιμάνι και δεν μπορούσε το πλοίο από τη φουρτούνα ν’ αράξει.
Στην Πόλη που βγήκαμε, εγώ κι η αδελφή μου πήγαμε και μείναμε σε μια θεία μου. Και οι άλλοι σκορπίσανε όπου βρήκανε. Όλοι μας βοήθησαν πολύ να βρούμε δουλειά και να ζήσουμε ως να φύγουμε απ’ την Πόλη.
Εγώ κι η αδελφή μου εργαζόμαστε σε ασπρική και βγάζαμε αρκετά χρήματα, τόσο που όχι μόνο ζούσαμε, αλλά κάναμε και μερικές οικονομίες και τις φέραμε μαζί μας στην Ελλάδα.
Στα 1925 βγήκε διαταγή από τις τουρκικές Αρχές όλοι οι πρόσφυγες να συγκεντρωθούνε σε ορισμένα μέρη. Εμάς μας πήγανε σε κάτι σπίτια στο Μπαλουκλί. Εκεί, επειδή είχαμε εμείς χρήματα, μπορέσαμε και πήραμε πολύ γρήγορα εισιτήριο σε ιταλικό πλοίο του Λόυντ Τριεστίνο και φύγαμε για την Ελλάδα. Μείναμε μόνο εφτά μέρες στο Μπαλουκλί. Οι άλλοι, που δεν μπορούσαν να αγοράσουνε μόνοι τους εισιτήριο, αναγκάστηκαν να περιμένουν τα πλοία που θα τους έπαιρναν δωρεάν. Εμείς φύγαμε με το ιταλικό και βγήκαμε στην Ελλάδα στο λιμάνι της Καβάλας.