Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «Του ταπεινού Ρωμανού αίνος». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ζ’. »Και νά, λοιπόν, το θαύμα αυτό που βλέπω εδώ μπροστά μου, της Ερυθράς της θάλασσας το θαύμα ξεπερνάει!
»Γιατί εκείνης ο βυθός στο τέλος έγινε βατός κι οι άνθρωποι περάσαν.
»Αλλ’ όμως, δεν τους ξέπλυνε· δεν είναι ότι τους έσωσε από την αμαρτία.
»Εδώ, δεν τους ξεπλένει έτσι απλά, τους σώζει κι επιπλέον από τις αμαρτίες τους.
»Εκεί βεβαίως τα νερά δεν δέχτηκαν τους πάντες,
»αλλά μονάχα το λαό που πέρασε από μέσα· εδώ όμως το θαύμα προσφέρεται ελεύθερα σε κάθε έθνος και λαό.
»Κανένα δεν τον διώχνουνε και δεν τον αποστρέφονται· δεν λένε σε κανέναν:
»“Μήπως είσ’ απ’ την Αίγυπτο; Φαραωνίτης είσαι;”. Μόνο τους καλοδέχονται κι αυτό είναι που τους λένε: “Όποιος κι αν είσαι, πέρασε ‒ παρακαλώ περάστε!”.
»Νερό αθάνατο γι’ αυτούς, νεράκι ζωηφόρο το έχει κάνει, πράγματι, τώρα
»η Ανάστασή σας.
η’. »Κάποτε το κακό νερό π’ αρρώσταινε τον κόσμο, με θαύμα το καθάρισε
»εκείνος ο πολύ σοφός Προφήτης Ελισσαίος.
»Γιατί, όσες γυναίκες πίνανε γίνονταν όλες στείρες
»και όλες ήταν άτεκνες απ’ την αρρώστια που ’φερνε εκείνο το νερό.
»Κι όμως, παρότι με το θαύμα μεταβληθήκαν τα νερά και έγιναν καθάρια,
»δεν έμαθαν τον τρόπο όλες τις αμαρτίες πώς να τις καθαρίζουνε και πώς ν’ ανανεώνουνε νου και ψυχές ανθρώπων.
»Εδώ, όμως, το έμαθαν και όλους τους εξάγνισαν
»κι έφτιαξαν για τους πάντες λουτρά για αναγέννηση.
»Σας περιμένουν, άνοιξαν και δεν χρεώνουν είσοδο· προσφέρεται πια δωρεάν τώρα
»η Ανάστασή σας.
θ’. »Δεν ξέρω τώρα τι να πω, δεν ξέρω τι να κάνω.
»Στριμώχτηκα για τα καλά και έχω μείνει άφωνος με όλα όσα βλέπω.
»Χάρις δίχως αντίτιμο και Δώρο δίχως δώρο.
»Και ποιος, λοιπόν, για τούτο εδώ δεν πρόκειται να σπεύσει;
»Θα αμελήσει ο φτωχός; Γιά μήπως λες ο πλούσιος πως άπρακτος θα κάτσει;
»Λες να ντραπούν οι δύσμορφοι; Οι δούλοι λες δεν θα βιαστούν, οι αφέντες δεν θα τρέξουν;
»Οι πάντες θα προσέλθουνε. Γιατί ακούσανε καλά
»των πάντων τον Δεσπότη που είπε ότι: “Πηγή Ζωής έχετε από μένα· τρέχει από μένα το νερό
»”και σας ξεπλένει όλους· εγώ σας καθαρίζω γιατί εγώ είμαι η Ζωή και
»”η Ανάστασή σας”.
ι’. »Κι ενώ όλοι οι ένοικοι του Άδη ‒εκεί στα βάθη‒ κοιμόνταν του καλού καιρού,
»βρόντηξε ξάφνου ο ήχος του αφρισμένου χείμαρρου που κάνει τούτο το λουτρό
»και όλους μού τους ξύπνησε! Τους έβγαλε απ’ τον ύπνο τους, τους σήκωσε ολόρθους τους άτυχους απόγονους του πρώτου παραβάτη
»κι ήρθε και τους απόθεσε απάνω στο κεφάλι μου ‒ μου κάθισαν στο σβέρκο.
»Τους λερωμένους έπλυνε και τους καθάρισε καλά. Δωρεάν τους το έκανε αυτό·
»τους έκανε όλους πλούσιους και για όλα αυτά αντάλλαγμα πήρε έναν λόγο μόνο.
»“Πιστεύω” είπαν ‒μόνο αυτό‒ και πήρανε τα πάντα.
»“Φου” κάναν και με φύσηξαν μακριά απ’ το πρόσωπό τους, και έτσι βροντοφώναξαν:
»“Πιστεύουμε ακράδαντα, σίγουρα θα μας σώσει, Αυτός, η σωτηρία μας και η
»”η Ανάστασή μας”».
ια’. Αυτά τα λόγια στην καρδιά τα είχε γραμμένα ο κόσμος
και ο Βελίαρ το ήξερε. Και απ’ εδώ και στο εξής έβλεπε νεοφώτιστο
και τον εξέταζε καλά και τον παρατηρούσε με πιο μεγάλη προσοχή· και πιότερο από παλιά
τώρα παραφυλάει
όσα γεννήματα έδωσε η αγία Κολυμβήθρα.
Πιότερο απ’ όλους σ’ αγαπώ, γι’ αυτό και σε παρακαλώ
νεοφώτιστε, χαρά μου, πάντα να είσαι όπως σε λεν, να ’σαι όνομα και πράγμα· πράγματι, νεοφώτιστος.
Πάντα να ’σαι χαρούμενος και πάντοτε ωραίος.
Όχι γαμπρός στα σήμερα κι άγαμος αύριο πάλι.
Γιατί, με τον Δεσπότη είσαι ενωμένος τώρα πια με την
η Ανάστασή μας.