Ο Ερντογάν, που ανήλθε στην εξουσία με την βοήθεια της Ουάσινγκτον και του εν ΗΠΑ διαμένοντος Γκιουλέν, άρχισε να απομακρύνεται από τις ΗΠΑ και να ακολουθεί την πολιτική του εκκρεμούς μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον, κυρίως μετά το 2014, όταν ο αμερικανικός στρατός βοήθησε τους Κούρδους εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, κατά την πολιορκία του Κομπάνι. Η συνέχιση της βοήθειας των ΗΠΑ προς τους Κούρδους της Συρίας, εκλήφθηκε από την Τουρκία ως μια προσπάθεια ίδρυσης ενός δεύτερου αυτόνομου κουρδικού κράτους στην περιοχή, το οποίο η Άγκυρα θεωρεί μείζονα εθνική απειλή.
Η καχυποψία Ερντογάν απέναντι στις ΗΠΑ (και τον Γκιουλέν) κορυφώθηκε μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016, μετά το οποίο ο πρόεδρος της Τουρκίας ήλθε πιο κοντά στον Πούτιν, παρά στον Τραμπ και μετά τον Μπάιντεν.
Ο Ερντογάν έκτοτε ακολουθούσε την πολιτική του εκκρεμούς, με ταλαντώσεις μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον, αναζητώντας τη στήριξη του Πούτιν στα σχέδιά του στη Συρία, δεδομένης της επιρροής που ασκούσε η Μόσχα στο καθεστώς Άσαντ. Έτσι προέκυψε η διαδικασία της Αστάνας, μεταξύ Τουρκίας-Ρωσίας-Ιράν, για τη διαχείριση του ζητήματος Συρία.
Στο διάστημα αυτό ο Ερντογάν, εξωθούμενος και από τον συνέταιρό του στην εξουσία, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, πρόεδρο του εθνικιστικού κόμματος των Γκρίζων Λύκων, στράφηκε επιπλέον προς τις τουρκόφωνες χώρες της Ευρασίας, ακόμα και προς την Κίνα, προσδοκώντας να καταστήσει την Τουρκία ακόμα και μέλος του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης αλλά και των BRICS.
Όμως, η επανεκλογή του Τραμπ και η ανατροπή του Άσαντ, που αποδυνάμωσε το ρόλο της Ρωσίας στη Συρία, σε συνδυασμό με την ενεργότερο εμπλοκή του Ισραήλ στην περιοχή, για τον έλεγχο και την άσκηση επιρροής στη Συρία, υποχρέωσαν τον Ερντογάν να αναθεωρήσει την πολιτική του εκκρεμούς, προς το παρόν, και να στραφεί ως «άσωτος υιός» και πάλι στην Ουάσινγκτον και τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ, για να αποκτήσει ο ίδιος νομιμοποίηση, να προσπαθήσει να αντιπαλέψει το Ισραήλ στην περιοχή, παζαρεύοντας τη γεωπολιτική αξία της Τουρκίας, και τελικά να αποτρέψει τη δημιουργία του αυτόνομου κουρδικού κράτους στη ΒΑ Συρία.
Η επιστροφή του άσωτου υιού δεν θα είναι όπως αυτή της παραβολής του Ιησού. Προφανώς ο Τραμπ δεν θα σφάξει κανέναν μόσχο σιτευτό για να υποδεχτεί και πάλι τον μεταμελημένο Ερντογάν στη ζεστή αγκαλιά των ΗΠΑ.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ ξέρει πολύ καλά την κατάσταση του Ερντογάν και της Τουρκίας, γνωρίζει ότι επιστρέφει εξ ανάγκης, και αυτό θα το χρησιμοποιήσει στο «δούναι και λαβείν» που έχει ξεκινήσει με την επίσκεψη του υιού Τραμπ στην Κωνσταντινούπολη και τη συνάντηση με τον Ερντογάν, συνεχίστηκε με την επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στον Λευκό Οίκο και θα συνεχιστεί το επόμενο διάστημα.
Μόνο που σ’ αυτήν τη διαδικασία για τον Τραμπ έχει περισσότερο λαβείν παρά δούναι.
Χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίον χειρίστηκε ο Αμερικανός πρόεδρος τον προσκεκλημένο του, είναι η αναφορά του στην υπόθεση του πάστορα Μπράνσον, που είχε καταδικαστεί από τουρκικό δικαστήριο σε 35 χρόνια φυλακή.
Πριν από τη συνάντηση, ο Τραμπ σχολίασε την απελευθέρωση του πάστορα λέγοντας: «Ο Ερντογάν και εγώ είμαστε φίλοι εδώ και πολύ καιρό. Είναι ένας πολύ σεβαστός άνθρωπος. Αν θυμάστε τον Μπράνσον, ήταν φυλακισμένος για 35 χρόνια πριν έρθω εγώ, μια κατάσταση που έπρεπε να σταματήσει. Αλλά τηλεφώνησα στον πρόεδρο και τον απελευθέρωσε. Απελευθέρωσε τον πάστορα Μπράνσον από 35 χρόνια φυλάκισης. Ο πάστορας Μπράνσον είναι τώρα πολύ χαρούμενος, πολύ υγιής, πολύ καλά».
Αυτό το έκανε ο Αμερικανός πρόεδρος για να δείξει ποιος έχει το πάνω χέρι στη σχέση των δύο. Επίσης ο Τραμπ, αναφερόμενος στις εκλογές του 2020 που του στέρησαν την εξουσία με νοθεία, κατά την άποψή του, απευθύνθηκε στους δημοσιογράφους και δείχνοντας τον Ερντογάν είπε: «Ξέρει καλύτερα από τον καθένα για τις νοθευμένες εκλογές», εκθέτοντάς τον σε εκατοντάδες εκατομμύρια μάτια ως έναν πολιτικό αρχηγό που κάνει «σημαδεμένες» εκλογές.
Σημειώνεται ότι ο Ερντογάν, πριν ακόμα αναχωρήσει για τις ΗΠΑ, είχε συμφωνήσει με τον υιό Τραμπ να αγοράσει η Turkish Airlines από την Boeing συνολικά 225 αεροπλάνα αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, και να άρει τους δασμούς που είχε επιβάλει σε αμερικανικά προϊόντα από το 2018, χωρίς να άρει τους δασμούς που είχε επιβάλλει στο αλουμίνιο και τον χάλυβα ο Τραμπ.
Αν υπολογιστεί δε ότι η τουρκική πολεμική αεροπορία διεκδικεί την επάνοδο στο πρόγραμμα των F-35 αλλά και την επιτάχυνση των διαδικασιών για την αγορά 40 F-16 Viper και 79 συλλογών αναβάθμισης των παλιών F-16 Viper –προγράμματα που ξεπερνούν τα 30 δισεκατομμύρια δολάρια–, αλλά και το κόστος που θα έχει για την τουρκική οικονομία το τέλος της προμήθειας πετρελαίου και ίσως και φυσικού αερίου από τη Ρωσία, αντικαθιστώντας το με υγροποιημένο φυσικό αέριο που θα προμηθεύεται από τις ΗΠΑ η BOTAS, με βάση εικοσαετή συμφωνία που υπέγραψε με την αμερικανική Mercuria, τότε μπορούμε να πούμε με σχετική ασφάλεια ότι τα κέρδη που είχε η τουρκική οικονομία από τις εμπορικές συναλλαγές που είχε όλα αυτά τα χρόνια με τη Ρωσία, μάλλον θα υποχρεωθεί να τα πληρώσει και με το παραπάνω στις ΗΠΑ.
Όσον αφορά τον πολιτικό στόχο, την αποτροπή ίδρυσης αυτόνομου κουρδικού κράτους στη Συρία, αυτό θα εξαρτηθεί από τη στάση που θα τηρήσει το Ισραήλ αλλά και οι ίδιοι οι Κούρδοι.
Εν αναμονή στις οθόνες μας.