Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «Του ταπεινού Ρωμανού αίνος».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο
Της Κολυμβήθρας τα παιδιά, οι Νεοφώτιστοι όλοι,
Σ’ ευχαριστούμε Κύριε, Χριστέ μας και Θεέ μας, και Σου βροντοφωνάζουμε:
«Με του Προσώπου Σου το φως μας έχεις πια φωτίσει
»και μ’ ένδυμα κατάλληλο μα έχεις τώρα ντύσει, για να έρθουμε στο γάμο Σου ‒ μη μείνουμε απ’ έξω.
»Δόξα Σοι, Δόξα Σοι, Χριστέ, γιατί Εσύ το θέλησες και με χαρά μεγάλη έτσι μάς προετοίμασες για
»την Ανάστασή μας».
Οίκοι
α’. Ποιος άραγε είναι να του πει, ποιος είναι να του δείξει, του Αδάμ, λέω, του Πρωτόπλαστου,
τα τέκνα του που ανάκτησαν το κάλλος και το κύρος τους, την περηφάνειά τους;
Κι αν πεις για την ταλαίπωρη την Εύα από την άλλη, ποιος να ’ν’ που θα της διηγηθεί
πως οι απόγονοί της και πάλι βασιλεύουνε;
Και πως φοράνε τη στολή της δόξας, κι όλο δόξα
ολόλαμπροι δοξάζουνε Εκείνον που τους δόξασε το σώμα και το πνεύμα τους και τη μορφή τους όλη;
Πω, πω! Τι θαύμα είν’ αυτό; Άνθρωποι ήτανε πιο πριν
και τώρα έτσι ξαφνικά, άγγελοι έχουν γίνει! Αυτοί που ήταν πήλινοι, πύρινοι είναι τώρα.
Άραγε ποιος τους σήκωσε, στα ύψη ποιος τους πήγε; Στα σίγουρα ήτανε Αυτός· Αυτός τους σήκωσε ψηλά που είναι
η Ανάστασή μας.
β’. Δεν διώχνονται ως ξένοι πια απ’ τ’ άγια και τα ιερά,
αλλά ακούνε όλοι τους τώρα κι αυτοί το «ελάτε», γιατί είναι ίδιοι κι όμοιοι, είναι κι αυτοί δικοί μας.
Δεν στέκουν πια στην είσοδο, στην πόρτα του νυμφώνα,
γιατί έχουν ενδυθεί κι αυτοί τον ίδιο τον Νυμφίο.
Δεν αντιμετωπίζονται τώρα με δυσπιστία· όλοι τους εμπιστεύονται κανονικά στα πάντα.
Δεν είναι παρατηρητές, από μακριά δεν βλέπουν, αλλά είναι πια κανονικοί φρουροί και κηδεμόνες κι είναι κοντά στα άγια, μπορούν να τα αγγίξουν.
Την πόρτα δεν χτυπούνε πια φωνάζοντας απ’ έξω:
«Ω, Οικτίρμων, άκου, άνοιξε!», αλλά από μέσα τραγουδούν:
«Όλους μας φώτισες Εσύ που Είσαι
»η Ανάστασή μας».
γ’. Η φύση η ανθρώπινη που είχε παλιά ταπεινωθεί και πάλι εξυψώθηκε.
Υψώθηκε, ορθώθηκε και έφτασε ως εκεί ψηλά, μέχρι τη θεία κτίση.
Έγινε ο άνθρωπος θεός, αφού ενδύθηκε Θεό.
Μες στον Παράδεισο είχε βρει Αυτόν που αναζητούσε.
Αλλά άλλο έψαχνε εκεί και έπεσε σε άλλο.
Εδώ, όμως, αναζήτησε και γρήγορα βασίλευσε και για θεός λογίσθηκε.
Εκεί είναι που δίψασε, εδώ είναι που ήπιε.
Εκεί ήταν που επιθύμησε, εδώ είναι που πέτυχε αυτό που επιθυμούσε.
Κι άραγε ποιος του τα ’δωσε όλα αυτά που λέμε; Μα αναμφίβολα Αυτός που είναι
η Ανάστασή μας.
δ’. Είσαι τρανός, είσαι λαμπρός, Αδάμ, κι αξιοζήλευτος·
Του εχθρού που τόσο σε μισεί, το βάσκανό του μάτι το έκανες και διαλύθηκε και του πετάχτηκε έξω.
Γιατί σε βλέπει ο τύραννος και στέκει μαραμένος κι απ’ την απελπισία του φωνάζει πικραμένος:
«Ποιος είναι τούτος που θωρώ; Δεν τον αναγνωρίζω!
»Το χώμα ανανεώθηκε, θεώθηκε η σκόνη,
»Ο πάμπτωχος, ο ουτιδανός προσκλήθηκε και λούστηκε και μπήκε στα παλάτια και ξάπλωσε σαν άρχοντας.
»Προσήλθε και σε δείπνο και τόλμησε και έφαγε
»και βρήκε και το θάρρος να πιει Τον που τον έπλασε.
»Κι άραγε ποιος του το ’δωσε αυτό εδώ το πράγμα; Αναμφισβήτητα Αυτός που είν’
»η Ανάστασή σας.
ε’. »Τα πταίσματά του τα παλιά, ούτε που τα θυμάται.
»Κι απ’ τα παλιά του τραύματα δεν έχει τώρα πάνω του ουλή ούτε για δείγμα.
»Έπασχε από παράλυση εδώ και τόσα χρόνια· μα την παραλυσία του την πέταξε από πάνω του
»δίπλα απ’ την κολυμβήθρα, όπως παλιά ο παράλυτος που σήκωσε ο Χριστός.
»Τώρα πάνω στους ώμους του την κλίνη δεν σηκώνει,
»μόνο σηκώνει το Σταυρό Κείνου που τον ελέησε και μένα μ’ εξοβέλισε να πάω στο χαμό μου.
»Τόσους πολλούς μες στο νερό πολλές φορές τους έλουσε
»παλιότερα ο Φιλάνθρωπος· μα όπως λάμπει αυτός εδώ, κανείς δεν είχε λάμψει!
»Κοίτα πώς ακτινοβολούν κι απ’ τη χαρά τους λάμπουν! Για κοίτα πώς τους έκανε τώρα
»η Ανάστασή σας.
ϛ’. »Απάνω στον Παράδεισο υπάρχει αστείρευτη Πηγή και
»τα νερά της, όντως, μοιράζονται και τρέχουνε σε διάφορα ποτάμια.
»Μα ο Αδάμ εκεί ψηλά που ’χε στη διάθεσή του όλα εκείνα τα νερά,
»δεν μπόρεσε ούτε μια πληγή με τα νερά να γιάνει τότε που βαριαρρώστησε.
»Τότε στου Νώε τον καιρό ατέλειωτο ήταν το νερό που όλη τη γη κατέκλυσε.
»Κι όμως, δεν τον καθάρισε και πάλι αυτόν τον έρμο απ’ την παλιά αρρώστια του· αντίθετα, τον έπνιξε.
»Μα τώρα τι ’ναι τούτο; Ξέχασαν τώρα τα νερά
»πώς να καταβυθίζουνε, τον άνθρωπο να πνίγουν; Μάθαν πώς να τον σώζουνε;
»Όντως τα μεταμόρφωσε τώρα
»η Ανάστασή σας.