1971. Μέσα στη χούντα πεθαίνει σαν σήμερα, 20 Σεπτεμβρίου, ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Δύο μήνες πριν είχε μεταφερθεί στον «Ευαγγελισμό» με συμπτώματα έλκους, το οποίο τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Η είδηση του θανάτου του κατέκλυσε τα εγχώρια αλλά και τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία.
Η κηδεία του, που έγινε δύο μέρες αργότερα, εξελίχθηκε σε πάνδημη διαδήλωση κατά της δικτατορίας. Μάλιστα αρκετοί νεολαίοι της εποχής τραγουδούσαν τα τραγούδια που βασίστηκαν στα ποιήματά του.
Από τη Σμύρνη στην Αθήνα
Γεννήθηκε με την αυγή του 20ού αιώνα στη Σμύρνη και το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Σεφεριάδης – μάλιστα, η ημέρα που ήρθε στη ζωή ήταν ιδιαίτερη, καθώς ήταν 29 Φεβρουαρίου.
Ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Στυλιανού Σεφεριάδη –δικηγόρου, σημαντικού κοινωνικού παράγοντα της Σμύρνης και ανθρώπου με λογοτεχνικές ανησυχίες– και της Δέσποινας Τενεκίδη με καταγωγή από τη Νάξο.
Το ζευγάρι είχε άλλα δύο παιδιά, τον Άγγελο και την Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο του φιλόσοφου και πολιτικού Κωνσταντίνου Τσάτσου).
Ο πατέρας του αποφάσισε το 1914 να μετακομίσουν οικογενειακώς στην Αθήνα· την επόμενη χρονιά εξελέγη καθηγητής στη Νομική, στην έδρα του Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου. Εκτός όμως από δικηγόρος ήταν και άνθρωπος των γραμμάτων. Μάλιστα δημοσίευσε ποιήματα και λογοτεχνικές μεταφράσεις στο θρυλικό έντυπο των δημοτικιστών Νουμάς.
Όσον αφορά τον πρωτότοκο Γιώργο, ολοκλήρωσε το 1918 τις γυμνασιακές σπουδές στην Αθήνα. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, από την οποία αποφοίτησε με διδακτορικό το 1924.
Τα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας. Ήταν η εποχή που το κίνημα του μοντερνισμού βρισκόταν στην ακμή του.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίστηκε υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών, αρχίζοντας έτσι μια λαμπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα, η οποία κορυφώθηκε το 1957 με την τοποθέτησή του ως πρεσβευτή της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία.
Παρέμεινε στο Λονδίνο έως το 1962, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.
Στις 10 Απριλίου του 1941, μέσα στην Κατοχή, παντρεύτηκε με τη Μαρώ Ζάννου.
Ο ποιητής μέσα του
Όπως είδατε, τα ερεθίσματα και οι επιρροές για την ενασχόληση με τα γράμματα, υπήρχαν. Έτσι, το 1931 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Στροφή. Η κυκλοφορία της μόνο απαρατήρητη δεν πέρασε, αφού δίχασε την πνευματική κοινότητα της εποχής. Οι μεν υποστηρικτές αναγνώρισαν τη φρεσκάδα που έφερε, οι δε επικριτές ισχυρίζονταν ότι ήταν σκοτεινή και εγκεφαλική, χωρίς πραγματικό συναίσθημα.
Με την πάροδο του χρόνου η Στροφή απέκτησε τεράστιο συμβολικό βάρος, επειδή θεωρήθηκε από την κριτική ότι έστρεψε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γραφή.
Ο μοντερνισμός του Σεφέρη, παρατηρεί ο Γιώργος Θεοτοκάς, υπήρξε «ένας μοντερνισμός τολμηρός, αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδοσης, με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα» (οι επιρροές από το Παρίσι που γράφαμε πιο πάνω).
Ο δρόμος προς το βραβείο Νόμπελ
Το 1935 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα. Εκτός από το πλούσιο ποιητικό έργο του, ο Σεφέρης διακρίθηκε και στον δοκιμιακό λόγο. Μάλιστα, με μια σειρά κριτικών δοκιμίων τόνισε τη σημασία της ελληνικής παράδοσης και ανέδειξε το έργο περιθωριακών μορφών της, όπως ο Μακρυγιάννης και ο Θεόφιλος.
Επίσης διέπρεψε και ως μεταφραστής. Από τη δεκαετία του ’50 το έργο του μεταφράστηκε και εκτιμήθηκε στο εξωτερικό. Συνεπεία αυτού ήταν η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, τον Δεκέμβριο του 1963.
Η βράβευση και η επιβράβευση
Μπορεί στο παρελθόν η Σουηδική Ακαδημία να είχε αγνοήσει τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Άγγελο Σικελιανό, όμως το 1963 επέλεξε να τιμήσει τον Γιώργο Σεφέρη «για το υπέροχο λυρικό ύφος του που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες».
Εκείνος, όταν έγινε η ανακοίνωση, ήταν στο σπίτι του με κρίση έλκους.
«Διαλέγοντας έναν Έλληνα ποιητή για το βραβείο Νόμπελ νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της με τη ζωντανή πνευματική Ελλάδα. Εννοώ: αυτή την Ελλάδα για την οποία τόσες γενεές αγωνίστηκαν προσπαθώντας να κρατήσουν ό,τι ζωντανό από τη μακριά παράδοσή της. Νομίζω ακόμη ότι η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει πως η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται και την ποίηση –κάθε λαού– και το ελληνικό πνεύμα», είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους.
Ο Σεφέρης επικράτησε εκείνη τη χρονιά μεταξύ υποψηφίων όπως ο Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας Σάμουελ Μπέκετ, ο Ιάπωνας συγγραφέας Γιούκιο Μίσιμα και ο Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα.
Η τελετή απονομής του Νόμπελ έγινε στις 10 Δεκεμβρίου στη Στοκχόλμη, διά χειρός του βασιλιά της Σουηδίας Γουστάβου. Το ίδιο βράδυ ο ποιητής εκφώνησε έναν σύντομο λόγο στο δείπνο που παρατέθηκε στο δημαρχείο, ενώ την επομένη έδωσε διάλεξη στη Σουηδική Ακαδημία.
Στην ομιλία του τόνισε την άμεση και αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας·θεωρείται δε ιστορική, καθώς συνόψιζε τη σημασία, την ιδιαιτερότητα και την αντοχή του ελληνικού πολιτισμού:
«Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και αυτό που την χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. […] Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά. Κανόνας της είναι η δικαιοσύνη».
Τα τραγούδια και ο αγώνας
Μάλλον δεν θα εκπλαγεί κανείς αν μάθει ότι η βράβευση του Γιώργου Σεφέρη πέρασε ελαφρώς στα… ψιλά από τον εγχώριο Τύπο της εποχής. Είναι φαίνεται η μοίρα των ανθρώπων της τέχνης και του πνεύματος, όταν βγαίνουν από τα όρια της χώρας να αντιμετωπίζονται με απαξίωση – ακόμα και με θεωρίες συνωμοσίας (υπήρχαν από τότε).
Εκεί που όμως επήλθε ο διχασμός ήταν όταν μελοποιήθηκαν τα ποιήματά του, αρχικά από τον Μίκη Θεοδωράκη. Μάλιστα αρκετοί ισχυρίζονται ότι και ο ίδιος ο Σεφέρης στην αρχή ήταν αρνητικός στο να γίνει κάτι τέτοιο.
Συγκεκριμένα, το 1968 ο Μίκης Θεοδωράκης του ζήτησε να μελοποιήσει τα ποιήματά του, ενώ του ζητείται και να μεσολαβήσει για να χειρουργηθεί ο Γιάννης Ρίτσος.
Το φθινόπωρο του 1968 ο Σεφέρης μεταβαίνει στις ΗΠΑ και διαβάζει ποιήματά του σε αμερικανικά πανεπιστήμια. Στις 28 Μαρτίου 1969 μιλά για πρώτη φορά δημόσια εναντίον της χούντας: η γνωστή πλέον «Δήλωση Σεφέρη» μεταδόθηκε από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC, τον ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την Deutsche Welle.
Με τη δικαιολογία ότι η δήλωσή του είχε μεταδοθεί και από τη σοβιετική ραδιοφωνία, άρα ήταν αντεθνική προπαγάνδα, του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή, καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου.
Όταν πέθανε o ποιητής, ο αυτοεξόριστος Μίκης Θεοδωράκης ζήτησε από το Λονδίνο να του επιτραπεί η επιστροφή στην Ελλάδα για να παραστεί στην κηδεία του. Φυσικά το αίτημά του απορρίφθηκε…
Σπύρος Δευτεραίος