«Με την επιμονή της πρώην συζύγου μου, που διατηρούμε μια εξαιρετική σχέση, πήγα σε ένα γιατρό που μου ανακοίνωσε ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Του είπα ότι είμαι μεγάλος άνθρωπος και θα ήθελα να μην μιλάμε περιφραστικά, να μην μιλάμε με μισόλογα και να μου πει ότι είναι για να ξέρω κι εγώ τι να κάνω και να πάρω τις αποφάσεις μου.
»Πήρα τη γυναίκα μου και πήγαμε σε ένα μπαράκι, χτύπησα τέσσερα ουίσκι απανωτά, κάπνισα κι ένα πακέτο τσιγάρα και είπα από μέσα μου μερικά πράγματα, δεν τα εξομολογήθηκα σε κανέναν. Όταν πήγα σπίτι, ζήτησα απλώς να δω τα παιδιά μου, να κάνουμε μια κουβέντα για να μην τους έρθει απότομα».
Αυτά είχε πει ο Τάκης Σπυριδάκης σε συνέντευξη, το 2017, αναφερόμενος στον καρκίνο που τελικά σαν σήμερα το 2019, τον νίκησε στα 61 του χρόνια.
Είναι κάπως να μιλάς για μια θανατηφόρα αρρώστια όταν αναφέρεσαι σε αυτόν τον άνθρωπο, που μόνο η ανάμνηση των δουλειών που είχε κάνει προκαλεί χαμόγελα. Από τη Γλυκιά Συμμορία μέχρι την περιβόητη διαφήμιση που υποδυόταν τον «Αγαπούλα».
Υπερ-ταλαντούχος ηθοποιός, ψαγμένος δημιουργός, μοναδική προσωπικότητα σαν άνθρωπος για όσους τον γνώριζαν.
Από την Αίγινα στον Πειραιά
Γεννήθηκε στην Αίγινα, αλλά όπως έλεγε τα καλύτερα χρόνια τα έζησε όπου πήγε, όπως θα λέγαμε σήμερα, σαν οικονομικός μετανάστης. Και δη στην ηλικία των 12 χρονών. Ο πατέρας του δούλευε σε οικοδομές, αλλά η οικονομική τους κατάσταση δεν ήταν καλή. Έτσι έστειλαν τον μικρό Τάκη στον Πειραιά, στην γιαγιά του. Το πρωί δούλευε και μετά σχολείο.
Και πώς προέκυψε η υποκριτική; Το είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του:
«Δεν το είχα προγραμματίσει να γίνω ηθοποιός, ούτε το είχα στο μυαλό μου. Απλώς, όταν βρέθηκα στον Πειραιά, μετά την Αίγινα, ήταν χούντα, η ζωή μου χάλια, με νυχτερινό γυμνάσιο και πρωινή δουλειά, σε μια πόλη που δεν ήταν και τόσο ανοιχτή ως κοινωνία –κοντολογίς, έλεγα ότι ο κόσμος δεν μπορεί να είναι μόνο άσχημος, έπρεπε να υπάρχει και κάτι όμορφο.
»Έτσι, ασχολήθηκα με τη μουσική. Πολύ γρήγορα, κρίνοντας τον εαυτό μου πολύ αυστηρά, ως συνήθως, κατάλαβα ότι ήμουν ατάλαντος. Αλλά επειδή τίποτα δεν πάει χαμένο, ήταν η αφορμή να αρχίσω να ασχολούμαι γενικά με τα περί της τέχνης».
Λάτρευε τον κινηματογράφο οπότε ταλαντευόταν μεταξύ υποκριτικής και σκηνοθεσίας. Παίρνει ότι χρήματα έχει μαζέψει και φεύγει για σπουδές στο Λονδίνο. Μόνο που τα χρήματα τελείωσαν γρήγορα και ο νεαρός γυρνάει στην Ελλάδα και στην Δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου.
Τα πριν και τα μετά του Μπαλούρδου
Αρχές δεκαετίας ’80. Ο Τάκης Σπυριδάκης ζει τη ζωή του στο κόκκινο. Και παρόλο που η σχολή απαγόρευε στους σπουδαστές της να δουλεύουν σαν ηθοποιοί, εκείνος περνάει από audition για μια αριστουργηματική, όπως θα αποδειχθεί, ταινία τη Γλυκιά Συμμορία του αξέχαστου Νίκου Νικολαΐδη.
Το φιλμ γίνεται καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, ενώ στην γωνία τον περίμενε ο Νίκος Περάκης για έναν κωμικό ρόλο αυτήν τη φορά. Και τι ρόλο και σε ποια ταινία… Ο Σπυριδάκης γίνεται ο «Παναγιώτης Μπαλούρδος» στη Λούφα και παραλλαγή.
Δυο απανωτές επιτυχίες και ο νεαρός ηθοποιός γίνεται ανάρπαστος. Έχει αρχίσει όμως και η –σύντομη όπως αποδείχθηκε– εποχή της βιντεοκασέτας.
«Έχω κάνει και δουλειές που δεν τις πίστευα, για τα χρήματα, ειδικά στην τηλεόραση. Κατάφερα όμως να αντισταθώ, όσο δύσκολο κι αν ήταν, και δεν μπήκα στο πιο φτηνό μέρος, που ήταν η βιντεοκασέτα. Έτυχε να μεσουρανεί την εποχή της Γλυκιάς Συμμορίας και ήταν πολλά τα λεφτά κι εκεί με βοήθησε η προηγούμενη ζωή μου, το ότι είχα δουλέψει από μικρός, το ότι ήξερα τι μου γινόταν, το ότι δεν είχα καβαλήσει το καλάμι. Είχα καλή σχέση με αυτό που λέμε “real”. Προτίμησα να δουλεύω ως μπάρμαν από το να πάρω μια σακούλα με λεφτά για να παίξω σε μια παπαριά», είχε πει σε συνέντευξή του.
Έξω πάμε καλά
Το 1989 γυρίζει ως σκηνοθέτης την πρώτη του μικρού μήκους ταινία Βέρα Κρουζ και 5 χρόνια αργότερα τον Κήπο του Θεού. Η ταινία γυρίστηκε εξ’ ολοκλήρου στην Αίγινα και όταν προβλήθηκε σάρωσε τα βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, πραγματευόμενη τις περιπέτειες μιας παρέας φυλακισμένων που φτάνουν μέχρι την εξέγερση.
«Σάρωσε» όμως και τον ίδιο, καθώς χρεώθηκε αρκετά εκατομμύρια δραχμές για να την τελειώσει, γεγονός που τον έφερε σε δεινή οικονομική θέση.
Ήταν ένα βήμα πριν από τη φυλακή, όταν ένας κριτικός της Liberation που είδε την ταινία σε ένα φεστιβάλ, έγραψε μια διθυραμβική κριτική με αποτέλεσμα να προβληθεί σε δεκάδες κινηματογράφους του Παρισιού.
Λίγα 24ωρα πριν συλληφθεί για χρέη έλαβε τα λεφτά από τις προβολές στην Γαλλία, τα οποία ήταν όλο του το χρέος και το ξόφλησε με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Συγκεκριμένα πήγε στην εταιρεία που τα χρωστούσε και άρχισε να τα πετάει στον αέρα, επί μια ώρα!
Αλήθειες μιας ζωής
Σχεδόν όποτε εμφανιζόταν σε ταινία ή σειρά, έπαιρνε πολύ καλές κριτικές που συνήθως συνοδευόντουσαν από την ερώτηση «Γιατί δεν παίζει πιο συχνά». Λίγο πριν από το τέλος αξιώθηκε και μια τεράστια εμπορική επιτυχία τον Άγριο σπόρο του Γιάννη Τσίρου που ανέβηκε για τέσσερις σεζόν στο «Θέατρο επί Κολωνώ».
Ο ίδιος ήταν ένας γήινος άνθρωπος που δεν πήραν τα μυαλά του αέρα από τις επιτυχίες, τις κριτικές και τα βραβεία. Αν και για τα τελευταία είχε δηλώσει: «Είχα πάντα μια περίεργη στάση απέναντι τα βραβεία, πάντα την ίδια από την αρχή, και δεν είναι ότι δεν έχω πάρει βραβείο άρα το απαξιώνω, γιατί ακούς συχνά ηθοποιούς να λένε “με έχει φάει το σύστημα”.
»Απλώς στην Ελλάδα δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη αξία, δεν είναι Όσκαρ, που σε κάνει πιο εμπορικό. Και δεν πρέπει να επικεντρώνεται κανείς σε αυτά, γιατί το βραβείο έρχεται, δεν προηγείται. Κάνε εσύ τη δουλειά σου και αν έρθει κι ένα βραβείο, καλώς να ‘ρθει. Γιατί αν τους δώσεις σημασία, έχεις χάσει από χέρι».
Αν και τον είχαν για ροκά, ο ίδιος λάτρευε την τζαζ, ενώ δεν είχε διστάσει να δηλώσει πως: «Eίναι όμορφη η ζωή. Μα την πετάμε στα σκουπίδια».
Σπύρος Δευτεραίος