Με μια ιστορική επιστολή, η οποία αλλάζει σελίδα την ιστορική Μονή Σινά, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός ανακοινώνει την έναρξη των διαδικασιών διαδοχής του. Χωρίς να έχει επέλθει ακόμα η ηρεμία στη Σιναϊτική Αδελφότητα, ο 91χρονος ιερωμένος τονίζει την ανάγκη ενότητας, επισημαίνοντας ότι η προστασία του αιωνόβιου καθεστώτος του μοναστηριού απαιτεί συνεργασία με την ελληνική και αιγυπτιακή κυβέρνηση.
Παράλληλα, ασκεί κριτική σε εκκλησιαστικούς κύκλους «που επιχειρούν παρεμβάσεις», ενώ υπογραμμίζει τον καθοριστικό ρόλο της Ελλάδας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη στήριξη της Ορθοδοξίας στη Μέση Ανατολή.
«Πλέον εκ των γεγονότων αποδείχθηκε ότι όλοι οι Σιναΐτες Πατέρες, συμπεριλαμβανομένων των 11 στασιαστών, μοιραζόμαστε ορισμένες κοινές θέσεις οι οποίες πρέπει να αποτελέσουν τη βάση μιας νέας ενότητας» σημειώνει ο κ. Δαμιανός, τονίζοντας ότι στο επίκεντρο είναι η απόφαση του Εφετείου της Ισμαηλίας, η οποία «ανατρέπει το από αιώνων καθεστώς της Ιεράς Μονής, ανοίγει το δρόμο για την αποϊεροποίηση και την μουσειοποίησή της».
Όπως υποστηρίζει, η λύση –πλην του ιδιοκτησιακού ζητήματος– συμπεριλαμβάνει οπωσδήποτε:
• την αναγνώριση αυτοτελούς θρησκευτικού νομικού προσώπου (sui generis) με την επωνυμία «Ελληνορθόδοξη Ιερά Βασιλική Αυτόνομη Μονή Αγίας Αικατερίνης του Αγίου και Θεοβαδίστου Όρους Σινά» στην αιγυπτιακή έννομη τάξη,
• την απόδοση της αιγυπτιακής υπηκοότητας στον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο Σινά, Φαράν και Ραϊθώ και ηγούμενο της Μονής Σινά,
• την εξασφάλιση αδειών διαμονής στους Πατέρες μέσω ειδικών διαδικασιών,
• την προστασία της ιδιωτικής συλλογής των κειμηλίων και χειρογράφων,
• την αναγνώριση του αμιγώς θρησκευτικού χαρακτήρα των κειμηλίων χωρίς καλλιτεχνική αξία (ι. λειψάνων κλπ).
Στην επιστολή του ο κ. Δαμιανός αναφέρεται και σε «Ορθόδοξες Εκκλησίες που σιώπησαν», και κάνει λόγο για μια «ιμπεριαλιστική πολιτική» που στοχεύει στη μετατροπή της Μονής Σινά σ’ ένα απλό μοναστήρι υπαγόμενο στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων.
«Γι’ αυτή την κατάσταση διχόνοιας και διαίρεσης στον ορθόδοξο κόσμο η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά το Πατριαρχείο Μόσχας αλλά τα αποτελέσματά της τα πληρώνει ολόκληρη η Ορθοδοξία», ισχυρίζεται.
Υποστηρίζει ακόμα ότι «δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτοι που έσπευσαν να εκμεταλλευθούν το εσωτερικό ρήγμα στη Σιναϊτική Αδελφότητα ήταν οργανώσεις, δίκτυα, κόμματα αλλά και πρόσωπα που συνδέονται με την προσπάθεια της Ρωσίας να διαλύσει την Ορθοδοξία, ενώ προωθούν απόψεις ενάντιες στην ορθόδοξη χριστιανική θεολογία και ηθική».
Επιτίθεται δε προσωπικά στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόφιλο, στον οποίο χρεώνει ρόλο στο «εκκλησιαστικό πραξικόπημα» τονίζοντας ότι «κατέχει τη σχετική τεχνογνωσία», και λέγοντας ότι είχε εμπλοκή στην εμβάθυνση της διχόνοιας εντός της Σιναϊτικής Αδελφότητας.