Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «Η ωδή Ρωμανού».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο
Ο Ιωακείμ κι η Άννα από της ατεκνίας τους τον ψόγο και τη χλεύη,
και ο Αδάμ κι Εύα απ’ του θανάτου τη φθορά,
με την αγία Σου γέννηση, Άσπιλη, ελευθερώθηκαν.
Της γέννησής Σου τη γιορτή γιορτάζει κι ο λαός Σου,
για να ’βρει τώρα λυτρωμό από τις ενοχές για όσα παραπτώματα έχει τυχόν διαπράξει· γι’ αυτό και Σού φωνάζει:
«Στείρα γυναίκα κι άκαρπη γεννά τη Θεοτόκο, που είν’ της ζωής μας η Τροφός».
Οίκοι
α’. Η πονεμένη προσευχή που έκανε ο Ιωακείμ, ομοίως και η Άννα,
ήταν γεμάτη στεναγμό ‒ ότι ήταν ζεύγος άτεκνο, ήταν ζευγάρι στείρο.
Κι έτσι, ετούτη η προσευχή ήταν καθ’ όλα ευπρόσδεκτη από τον Κύριό μας.
Κι όπως στα αυτιά Του έφτασε, βλάστησε αμέσως τον καρπό που ζωοδότης έγινε για ολόκληρο τον κόσμο.
Ο μεν απάνω στο βουνό κάνει την προσευχή του,
η δε μέσα στον κήπο της προσεύχεται κι εκείνη, μ’ όλο το βάρος πάνω της του χλευασμού απ’ τον κόσμο. Μα ύστερα η χαρά της ήτανε ατελείωτη, καθώς αυτή, η Άννα,
στείρα γυναίκα κι άκαρπη, γεννά τη Θεοτόκο, που είν’ της ζωής μας η Τροφός.
β’. Ω! Άννας γέννημα Αγαθό, πώς να Σε υμνήσω, άραγε, και πώς να Σε δοξάσω;
Γιατί Εσύ γεννήθηκες κι υπάρχεις πια στον κόσμο ως Αγιότατος Ναός.
Ο Ιωακείμ ικέτευε εκεί ψηλά στο όρος, να αποκτήσει έναν καρπό απ’ την κοιλιά της Άννας.
Κι η προσευχή του οσίου, έγινε τελικά δεκτή!
Κι αφού ολοκληρώθηκε πια η κυοφορία, ήρθε η αγαλλίαση κι όλη η ευτυχία,
ο κόσμος γέμισε χαρά·
στείρα γυναίκα κι άκαρπη γεννά τη Θεοτόκο, που είν’ της ζωής μας η Τροφός.
γ’. Κάποτε πήγε στο Ναό για να προσφέρει δώρα, μα ήταν ανεπιθύμητα·
οι ιερείς δεν ήθελαν τα πρόσφορά του να δεχτούν,
γιατί ήτανε άτεκνος, δεν είχε απογόνους. Αποστροφή κι απέχθεια από τους γιους του Ισραήλ εισέπραξε ο Ιωακείμ.
Μα ήρθε ύστερα ο καιρός που την Παρθένο πρόσφερε,
συνάμα μ’ άλλα πρόσφορα, δώρα ευχαριστίας, με τη γυναίκα του μαζί ‒ήταν κοντά κι η Άννα‒
αυτή που τώρα με χαρά,
στείρα γυναίκα κι άκαρπη, γεννά τη Θεοτόκο, που είν’ της ζωής μας η Τροφός.
δ’. Τ’ άκουσαν όλες οι φυλές λοιπόν του Ισραήλ, ότι η Άννα γέννησε την Άχραντη την κόρη,
και χαίρονταν όλοι μαζί, αντάμα, με ευφροσύνη.
Κι έκανε ο Ιωακείμ τραπέζι γιορτινό και έλαμπε από χαρά για τούτο το απίστευτο το θαύμα που είχε γίνει.
Κάλεσε και για προσευχή ιερείς μα και Λευίτες,
και την Μαρία έφερε εκεί ανάμεσά τους,
ώστε να πάρει δύναμη από όλες τις ευχές τους·
στείρα γυναίκα κι άκαρπη, γεννά τη Θεοτόκο, που είν’ της ζωής μας η Τροφός.
ε’. Ως ζωηφόρος ποταμός ανέβλυσες για εμάς, Εσύ που στ’ Άγια δόθηκες, εκεί αφιερωμένη, για να σε αναθρέψουνε.
Κι απόλαυσες και την τροφή που Άγγελος σου έφερνε
εκεί μέσα στα Άγια που ζούσες Συ η Αγία, καθώς γι’ αυτό προορίσθηκες: να είσαι ταυτόχρονα Ναός μα και Κυρίου Δοχείο.
Κόρες παρθένες όδευσαν εσένα την Παρθένο κρατώντας με τα χέρια τους λαμπάδες αναμμένες,
ώστε να συμβολίσουνε έτσι με φως τον Ήλιο, που στους πιστούς τούς έμελλε Συ να τους Τον χαρίσεις·
στείρα γυναίκα κι άκαρπη, γεννά τη Θεοτόκο, που είν’ της ζωής μας η Τροφός.