Ίσως το ελληνικό κράτος να μην αντιμετώπισε άλλη τόσο μεγάλη πρόκληση από αυτή στις αρχές του 20ού αιώνα: το 1,5 εκατ. των προσφύγων από την καθ’ ημάς Ανατολή που έφτασε στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επακόλουθη Ανταλλαγή ανέτρεψε πλήρως την πληθυσμιακή ισορροπία.
Το 1922 η Ελλάδα ήταν ένα κράτος 5 εκατ. με περιορισμένους φυσικούς πόρους, διχασμένο πολιτικά και οικονομικά κατεστραμμένο. Ίσως έτσι να εξηγείται και ο διαβόητος «Νόμος περί διαβατηρίων» με τον οποίο έκλεισαν τα σύνορα για τον ελληνισμό που ψυχορραγούσε.
Κατάπτυστο το νομοθέτημα, αλλά δεν άλλαξε το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος έπρεπε τελικά να επιλύσει άμεσα ένα οξύ πρόβλημα, αυτό της στέγασης κυρίως γυναικών και παιδιών κάτω των 10 ετών. Τρομακτική ήταν η άνοδος του πληθυσμού σε Αθήνα και Πειραιά, όπου εγκαταστάθηκε περίπου το 48% των προσφύγων.
Σχολεία, εκκλησίες, αποθήκες, θέατρα κατακλύστηκαν από κόσμο, ο οποίος σε δεύτερη φάση σε μεγάλο βαθμό αυτοστεγάστηκε με κάθε μέσο στις παρυφές των δύο πόλεων. Oι παραγκουπόλεις εξαλείφθηκαν βαθμιαία, αν και με πολύ αργούς ρυθμούς, σε σημείο που έως και τον Φεβρουάριο του 1978 περίπου 3.000 αστικές προσφυγικές οικογένειες ζούσαν ακόμη σε παραπήγματα!
Τον Σεπτέμβριο του 1923 υπογράφηκε στη Γενεύη το πρωτόκολλο ίδρυσης της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ), ενός αυτόνομου διεθνούς οργανισμού υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών με αρμοδιότητα την αγροτική και αστική αποκατάσταση και τη διαχείριση της σχετικής διεθνούς βοήθειας.
Επικεφαλής ήταν ένα συμβούλιο με τέσσερα μέλη, ο πρόεδρος του οποίου θα ήταν Αμερικανός. Πρώτος της πρόεδρος ορίστηκε ο διπλωμάτης Χένρι Μόργκενταου.
Η ΕΑΠ, που ξεκίνησε το έργο της στις 11 Νοεμβρίου 1923, διαχειρίστηκε το πρώτο προσφυγικό δάνειο του 1924 ονομαστικού ύψους 12,3 εκατομμυρίων λιρών με επιτόκιο 7%, καθώς και νέο δάνειο το 1927.
Η ελληνική κυβέρνηση από τη μεριά της έθεσε στη διάθεσή της τουλάχιστον 5 εκατ. στρέμματα καλλιεργήσιμης γης και το προσωπικό των υπουργείων Γεωργίας και Κοινωνικής Πρόνοιας.
ΓΑΚ, ΚΥ, Αρχείο Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού)
Η βοήθεια που δόθηκε στην Ελλάδα και διαχειριζόταν από την ΕΑΠ θα διοχετευόταν αποκλειστικά σε παραγωγικά έργα, είτε στην ύπαιθρο είτε αλλού, και θα χορηγούνταν υπό μορφή δανείων στους πρόσφυγες. Σκοπός του προγράμματος ήταν να βοηθήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων να γίνουν αυτοσυντήρητοι το συντομότερο και να εξασφαλίσει την αποπληρωμή των πιστώσεων που θα απορροφούσε η εγκατάσταση.
Δόθηκε βάρος στην αγροτική αποκατάσταση, αφού η ύπαρξη των ανταλλάξιμων κτημάτων την καθιστούσε πιο εύκολη. Στο πλαίσιο αυτό το 86,3% των πόρων δαπανήθηκε για την αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων και μόλις το 13,7% για την αστική.
Μέχρι τη διάλυση της ΕΑΠ τον Δεκέμβριο του 1930, αποκαταστάθηκαν αγροτικά 578.824 πρόσφυγες σε 2.085 συνοικισμούς, ενώ κατασκευάστηκαν 27.600 οικίες σε 125 αστικούς συνοικισμούς.
Ακολούθως την αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων ανέλαβαν το υπουργείο Γεωργίας και την αστική το υπουργείο Πρόνοιας και Αντιλήψεως.