Αναμφισβήτητα η Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων (digitallib.parliament.gr) είναι ένας θησαυρός ανεκτίμητος, αρκεί να έχει κανείς την όρεξη και το χρόνο να «μπει στο πατάρι» και να ψάξει ανάμεσα σε χιλιάδες σελίδες εφημερίδων και περιοδικών που ευτυχώς διασώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου.
Σκαλίζοντας το ψηφιακό σεντούκι, ανακαλύψαμε στο δεύτερο φύλλο της εφημερίδας Ελεύθερος Πόντος το άρθρο «Προσοχή εις τον αγώνα της ηρωικής Σάντας», με ημερομηνία έκδοσης 19 Ιουνίου 1919.
Το άρθρο φέρει την υπογραφή «Κ. Σάντης», δυστυχώς όμως δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε αν πρόκειται για ψευδώνυμο ή για πραγματικό πρόσωπο. Τα όσα γράφει δεν είναι απλώς περιγραφικά του αντάρτικου των Σανταίων, ούτε όμως και κούφια ποιητικά λόγια. Είναι τα λόγια ενός ανθρώπου που πονάει για τον αγώνα επιβίωσης μιας ολόκληρης ηρωικής περιοχής του Πόντου – για τον αγώνα επιβίωσης και ελευθερίας ολόκληρου του ελληνισμού του Πόντου.
Για την ευκολία των αναγνωστών, κατά τη μεταφορά του κειμένου δεν τηρήσαμε με αυστηρότητα την ορθογραφία του πρωτότυπου, καθώς η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο είναι σε πολύ μεγάλο ποσοστό απλή και ρέουσα δημοτική.
Εκεί που ο μεγάλος ευρωπαϊκός πόλεμος λογίζεται τελειωμένος κι έχει βουβαθεί το κανόνι στους ματωμένους κάμπους του πανευρωπαϊκού πολέμου, μακριά, πέρα από κάποια ψηλά βουνά κι απάτητα λαγκάδια του Πόντου, ακούγεται ο βρόντος των τουφεκιών μιας φούχτας ανδρείων, που πολεμούνε τον Τούρκο.
Είναι τα παλικάρια της ηρωικής Σάντας, που οι βράχοι και τα βουνά της εδώ και δύο χρόνια, από την εποχή που τα ρωσικά στρατεύματα υποχώρησαν από το μέτωπο του Καυκάσου, στάθηκαν άσυλο των Σανταίων οπλαρχηγών και ανταρτών που από τότε εξακολουθούνε έναν άγριο και αποφασιστικό πόλεμο εναντίον της τουρκικής βαρβαροσύνης και βίας.
Και έχουν εμπνεύσει τα παλικάρια της Σάντας σωστό τρόμο στα άγρια ταύτα στίφη που στη βάρβαρή τους γλώσσα καλούνται «τσετέδες», αλλιώς ήθελαν ρημάξει τον τόπο ολότελα και ήθελαν σπείρει τον όλεθρο σε όλον τον ελληνισμό της υπαίθρου χώρας, όσος είχε απομείνει εκεί κάτω μετά τη ρωσική υποχώρηση.
Ο άγριος και ηρωικός αγώνας που εξακολουθούνε σήμερα τα παλικάρια της Σάντας, απομονωμένα επάνω στους βράχους και στα βουνά τους, που τα δοξάσανε τα όπλα τους σε πολλές μάχες και συμπλοκές, υπό δυσκολότατους όρους και δίχως καμιά υλική ή ηθική συνδρομή από πουθενά, [μεσολαβούν λίγες δυσανάγνωστες λέξεις] όπως επισύρει την προσοχή όχι μονάχα του ελληνισμού όλου αλλά ίσως και της Ευρώπης, αν δεν ήμαστε στην εποχήν αυτή των μεγάλων κοσμοπολιτικών γεγονότων και συμβάντων, που στη γιγάντια βουή της πνίγεται ο αντίλαλος των τουφεκιών των πολεμιστών της Σάντας.
Ωστόσο, ακόμα και μπροστά στα μάτια του ελληνισμού του Πόντου, το ηρωικό κίνημα της Σάντας δεν έχει αποκτήσει την εκτίμηση και σημασία εκείνη όπου έπρεπε. Ίσως γιατί η προσοχή του ήτανε στραμμένη στην γενική κατάσταση του κόσμου και ιδιαίτερα της Ελλάδος. Ίσως γιατί δεν ένιωθε τη σημασία του αγώνος που ανέλαβε η φούχτα εκείνη των ανταρτών της Σάντας.
Σήμερα όμως είναι καιρός να ξυπνήσουμε! Γιατί εκείνοι που αγωνίζονται πάνω στα βουνά τους έναν αγώνα ηρωικό και απελπιστικό είναι ήρωες αντάξιοι των Σουλιωτών και των υπερασπιστών του Μεσολογγίου.
Στα ηρωικά τους στήθια καίει η ίδια φλόγα του πατριωτισμού και του έρωτα προς την ελευθερία που ενέπνεε και τα παλικάρια της εποποιίας του Εικοσιένα. Ο μόνος πόθος των, να μην ιδούνε πια το χώμα της πατρίδος των να το πατήσει τούρκικο ποδάρι, το μόνο όνειρό τους πότε θ’ ανατείλει στον Πόντο η λαμπροφόρα ημέρα της ελληνικής ελευθεριάς.
Γι’ αυτό οι ακρίτες της Σάντας ατρόμητα πάντα μετριούνται με τους Τούρκους πάνω στα μαρμαρένια αλώνια των βουνών της Σάντας.
Ακόμα λίγες μέρες μπρος, μερικοί Τούρκοι χωροφύλακες με έναν αξιωματικόν επικεφαλής, που ήρθανε στη Σάντα με ιδιαίτερη τάχα αποστολή εκ μέρους της τουρκικής κυβερνήσεως και ζήτησαν να μιλήσουν σε μερικούς οπλαρχηγούς τάχατες για να πάψουνε τας εχθροπραξίας, κυρίως όμως να τους δολοφονήσουν με δόλο, άμα έδιδαν τις αληθινές διαθέσεις των πιασθήκαν αιχμάλωτοι από τους Σανταίους που αφού τους αφαίρεσαν τα όπλα και τους έστρωσαν στο ξύλο, τους έστειλαν πίσω με τέτοιο παράγγελμα: «Να πάτε να πείτε στους αφεντάδες σας ό,τι είδατε».
Μονάχα η πείνα –άλλο θεριό τόσο ανήμερο όσο κι ο Τούρκος– απείλησε πολλές φορές να καταστρέψει τη Σάντα. Γιατί οι κάτοικοί της είναι όλοι «ελεύθεροι πολιορκημένοι».
Η βάρβαρος η κυβέρνηση των δημίων έχει προκηρυγμένα τα κεφάλια όλων των Σανταίων, και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι τσετέδες, αυτά τα κακούργα τέρατα που ρήμαξαν τον χριστιανικό πληθυσμό της Ανατολής, πρώτα τους Αρμενίους και ύστερα τους Έλληνας, είναι όργανα της τουρκικής κυβερνήσεως και έχουνε την υποστήριξή της. Με τους τσετέδες λοιπόν αυτούς πολεμώντας αδιάκοπα η Σάντα, δεν μπορεί να συγκοινωνεί ελεύθερα με την Τραπεζούντα και τα άλλα μέρη για να πάρει τρόφιμα.
Με τες λίγες ταύτες γραμμές δεν επιχειρούμε την εξιστόρηση των κατορθωμάτων της Σάντας και του αγώνος της που θ’ αποτελέσουν μίαν από τις καλύτερες σελίδες στη σύγχρονη ιστορία του Πόντου. Εμείς θέλαμε μονάχα να επιστήσουμε την προσοχή του ελληνικού κόσμου στον ηρωικό αγώνα της Σάντας, που όσα δεινά κι αν την πλάκωσαν στα δίσεκτα ταύτα χρόνια του πολέμου, δεν ένιωσε το χέρι της ανήμπορο να κρατά το τουφέκι, αλλά σήμερα ακόμα, πάνοπλη, με τα λίγα παλικάρια που της μείνανε εξακολουθεί τον αγώνα που ανέλαβε.
Και περιμένουμε όσο δεν είναι αργά από τους αρμοδίους, από όλους τους Έλληνες, βοήθεια στους ελεύθερους πολιορκημένους, συνδρομή στους ηρωικούς συμπατριώτες μας, υλική αρωγή στον αγώνα της Σάντας. Γιατί ο αγώνας της Σάντας είναι αγώνας εθνικός. Ο αγώνας της Σάντας πρέπει με όλα τα μέσα να υποστηριχθεί.
Κ. Σάντης