Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «ψαλμός του κυρού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιε’. »Αυτή που με πλησίασε πήρε αυτό που γύρευε, βρήκε τη γιατρειά της· γι’ αυτόν το λόγο έκλεψε τη δύναμη από μένα.
»Όμως, τι σχέση έχει αυτό που τώρα δα μου λες, ω Σίμωνα του Ιωνά: πως συνωστίστηκα εδώ από αυτόν τον όχλο που ολόγυρα μας κύκλωσε;
»Τι κι αν με ακουμπάνε; Δεν ψηλαφούν θεότητα, ούτε που την αγγίζουν. Αυτή όμως σαν άγγιξε αυτό που απ’ έξω φαίνεται, ήγουν το ένδυμά μου,
»τη θεία φύση μου άδραξε γερά το δίχως άλλο.
»Και την υγειά της βρήκε, καθώς μου βροντοφώναξε:
»“Σωτήρα σώσε, σώσε με”».
ιϛ’. Μόλις όμως κατάλαβε ότι έγινε αντιληπτή, ότι την καταλάβαν, έτσι συλλογιζότανε και έλεγε η γυναίκα: «Μπρος στον Σωτήρα μου Ιησού θα πάω και θα παρουσιαστώ, καθώς πια καθαρίστηκα από το στίγμα που είχα.
»Δεν έχω φόβο τώρα πια· γιατί δεν έκανα άλλο τίποτα, παρά το θέλημά Του.
»Αυτό ήταν που θέλησε, και έπραξα αναλόγως.
»Άλλωστε, Τον πλησίασα με μια μεγάλη πίστη και έτσι Του βροντοφώναξα:
»“Σωτήρα σώσε, σώσε με”.
ιζ’. »Ο Πλάστης λες δεν ήξερε τι είχα βαλθεί να κάνω; Το γνώριζε πολύ καλά και είπε να με ανεχτεί ως Εύσπλαχνος που είναι.
»Μονάχα που Τον άγγιξα, βρήκα τη γιατρειά μου γιατί το ήθελε κι Αυτός, και με χαρά μεγάλη με άφησε ο Ίδιος Του έτσι να Τον ληστέψω.
»Γι’ αυτό και δεν δειλιάζω. Τώρα πια θα παρουσιαστώ μπροστά Του και θα διαλαλώ ότι είναι
»ο Μέγας Ιατρός πάντων των ασθενούντων και ο Σωτήρας των ψυχών.
»Αυτός είναι ο Δέσποτας ολάκερης της φύσης· σ’ Αυτόν λοιπόν και μόνο φωνάζω τώρα ολόψυχα:
»“Σωτήρα σώσε, σώσε με”.
ιη’. »Κατέφυγα σε Σένα που είσαι Ιατρός πανάγαθος, καθώς στην άκρη άφησα τώρα πια τη ντροπή μου.
»Κύριε, το θυμό Σου μη στρέψεις εναντίον μου. Μη γίνει, Κύριε, κι οργισθείς με μένανε, τη δούλη Σου.
»Γιατί έκανα ό,τι θέλησες, τίποτα παραπάνω. Πριν καν σκεφτώ να κάνω την κίνηση που έκανα,
»Εσύ ήσουνα σύμφωνος, σ’ αυτό με οδηγούσες.
»Ήδη καλά το γνώριζες τι είχα μες στην καρδιά μου, που έτσι Σου βροντοφώναζε:
»“Σωτήρα σώσε, σώσε με”».
ιθ’. «Τώρα από την πίστη σου ότι ήθελα και σε άφησα, γυναίκα, να με κλέψεις, κοίτα ν’ αντλήσεις δύναμη. Θάρρος, λοιπόν, μη νοιάζεσαι!
»Δεν σε φανέρωσα, άλλωστε, εδώ μπροστά σε όλους, για να σου κάνω έλεγχο, για να σ’ επιτιμήσω·
»για χάρη τους το έκανα, ώστε να καταλάβουν με πάσα βεβαιότητα, πως έτσι όταν με κλέβουν χαρά μεγάλη έχω εγώ, και φυσικά δεν πρόκειται τον κλέφτη να αποπάρω.
»Λοιπόν, ας έχεις απ’ εδώ και μπρος πάντοτε την υγειά σου·
»μέχρι ν’ αναχωρήσεις απ’ τη ζωή αυτήν εδώ τη δύστυχη στον κόσμο, πάντοτε τούτο να μου λες, έτσι να μου φωνάζεις:
»“Σωτήρα σώσε, σώσε με”.
κ’. »Αυτό που έγινε εδώ, δεν είναι έργο που έγινε απ’ τα δικά μου χέρια, αλλά είναι της πίστης σου ο μισθός.
»Γιατί αν και πολλοί ακούμπησαν την άκρη του χιτώνα μου, δεν μπόρεσε άλλος κανείς δύναμη να μού πάρει·
»κανείς τους δεν κουβάλαγε μαζί του τέτοια πίστη. Εσύ, όμως, που μ’ άγγιξες έχοντας τέτοια πίστη,
»κέρδισες την υγεία σου. Γι’ αυτό και τώρα εσένα ‒καθώς σε αποκάλυψα‒ σε έχω αναγκάσει
»μπροστά σε όλους να σταθείς, ν’ ακούνε που φωνάζεις:
»“Σωτήρα σώσε, σώσε με”».
κα’. Υιέ Θεού ακατάληπτε, που είσαι τόσο Φιλάνθρωπος ώστε ενσαρκώθηκες για εμάς,
όπως από τα αίματα γλίτωσες πριν εκείνην, έτσι κι εμένα λύτρωσε απ’ τ’ αμαρτήματά μου·
γιατί Εσύ μονάχα υπάρχεις αναμάρτητος. Με των Αγίων τις ευχές και με τις μεσιτείες,
Συ μόνε Παντοδύναμε, κάνε μου αν θέλεις την καρδιά τέτοια που να ζητάει
πάντα τα θεία λόγια Σου· πάνω σ’ αυτά να σκύβει κι αδιάκοπα να μελετά,
ώστε έτσι να με σώσεις.