Η Κατίνα Γεωργιάδου γεννήθηκε στο Αραβανί, 110 χλμ νοτιοδυτικά της Καισάρειας και 31,5 χλμ βορειοανατολικά της Νίγδης. Οι κάτοικοι του χωριού την εποχή της Ανταλλαγής ήταν 78 οικογένειες Ελλήνων, 245 ελληνόφωνοι. Εκκλησιαστικά άνηκε στη μητρόπολη του Ικονίου και είχε σχέσεις και συναλλαγές με ελληνικούς τουρκικούς οικισμούς.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Εξήντα πέντε αραμπάδια μαζεύτηκαν από Γούρδουνος και Αραβανί μαζί και ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1924 για Ουλούκισλα.* Ήμασταν οι τελευταίοι που φεύγαμε απ’ το χωριό και το αφήναμε έρημο. Ψυχή δεν έμεινε. Κλαίγανε όλοι που αφήνανε το σπίτι τους και τη γη τους. Είχανε όμως και μια ελπίδα πως θα βρούνε ίσως καλύτερη ζωή στην Ελλάδα.
Στο Ουλούκισλα μπήκαμε όλοι στο τρένο και βγήκαμε πια στη Μερσίνα. Εκεί πρώτη φορά αντικρύσαμε θάλασσα και τρέχαμε όλοι κοντά να τη δούμε πώς είναι. Οι γυναίκες και τα παιδιά απορούσανε πώς βρέθηκε τόσο πολύ νερό μαζεμένο.
Μια γυναίκα θυμούμαι όταν την είδε, είπε: «Γύρισε ο Θεός τον ουρανό ανάποδα».
Απ’ τη Μερσίνα φύγαμε σε μια εβδομάδα με την τελευταία αποστολή που ήρθε στην Ελλάδα. Φύγαμε με το πλοίο «Λέσβος».
Φοβερό ήτανε το ταξίδι μας. Ποτέ δε θα το ξεχάσει κανείς μας.
Δώδεκα μέρες ζήσαμε πάνω στην κουβέρτα του καραβιού. Μας έτρωγε ο ήλιος την ημέρα και το αγιάζι τη νύχτα, λίγο ψωμί μάς έδιναν μόνο. Νερό δεν υπήρχε. Μας δίνανε θάλασσα και πίναμε. Ο ένας επάνω στον άλλο ήμαστε.
Πέντε άτομα πιάναμε ένα μέρος μισό από ένα κρεβάτι μεγάλο, τόσο στενά ήμασταν επάνω στο καράβι.
Και ύστερα φτάσαμε στην Ελλάδα. Είπαμε, τώρα τελειώσαμε τα βάσανά μας. Θα ξεκουραστούμε και θα ζήσουμε. Λάθος κάναμε όμως, γιατί απ’ την πρώτη μέρα αρχίσανε χειρότερα βάσανα. Μας πήγανε όλους στην καραντίνα. Μείναμε πέντε μέρες εκεί. Κουρεύανε όλους. Εμείς καταφέραμε με τα λόγια και δε με κουρέψανε. Εκεί πεθάνανε καμιά δεκαριά παιδιά από δυσεντερία. Σαν χολέρα ένα πράμα ήτανε, τα έπιανε και πεθαίνανε. Ούτε να τα θάψουμε δεν μπορέσαμε. Τους βάζαμε μ’ ένα κομμάτι ψωμί επάνω στο στήθος τους και τ’ αφήναμε.
Ύστερα σκορπίσαμε στον Πειραιά. Ήρθε μια επιτροπή από Αραβανιώτες της Πόλης και είπανε να δώσουνε όλοι, όσοι μπορούνε βέβαια, ένα ποσό, ό,τι μπορούνε, και να κάνουνε ένα δικό τους χωριό στην Ελλάδα, ένα καινούριο Αραβανί.
Αυτοί της Επιτροπής [Αποκατάστασης Προσφύγων] πήγανε, ήρθανε και διαλέξανε ένα μέρος στη Χαλκιδική, τον Καράκαλο. Όλοι σχεδόν οι Αραβανιώτες –πολύ λίγοι μείνανε και μαζί μ’ αυτούς κι εμείς– φύγανε για τον Καράκαλο. Εκεί τους θέρισε η ελονοσία και η κακοπέραση και τα φίδια. Δεν μπορέσανε να προκόψουνε. Κάθε μέρα πεθαίνανε άνθρωποι. Και είδανε κι αποείδανε και στο τέλος όσοι απομείνανε σηκωθήκανε κι έφυγαν και δεν έμεινε κανείς εκεί. Άλλοι ήρθανε στον Πειραιά και στην Αθήνα, άλλοι πήγανε στη Θεσσαλονίκη, άλλοι στην Κρήτη, άλλοι στην Καβάλα. Αραβανί στην Ελλάδα δεν έγινε. Ας είναι καλά αυτοί που τα κατάφεραν έτσι!