Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «ψαλμός του κυρού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
η’. «Το τι ζητάς, γυναίκα, εσύ, δεν το ’χεις καταλάβει. Πήγαινε, φύγε απ’ εδώ, γιατί εξαιτίας σου κι εμείς θα κατηγορηθούμε.
»Αν τώρα σε αφήσουμε να κάνεις ό,τι θέλεις, θα φαίνεται πως είμαστε κι εμείς μαζί με σένα, όλοι μας συνυπεύθυνοι για τούτη εδώ την προσβολή που είναι να Του γίνει.
»Κι αν πάλι οι μαθητές Του σε δουν τώρα να κάνεις κίνηση προς το μέρος Του, για να Τον πλησιάσεις,
»θα μας κατηγορήσουν πως δεν Τον σεβαστήκαμε, πως Τον περιφρονούμε·
»κι έτσι θα μας περάσουν για τίποτα ανόητους· μόνο και μόνο επειδή εσύ θες να φωνάζεις:
»“Σωτήρα σώσε, σώσε με!”».
θ’. «Τι να σας πω βρε δύσμοιροι; Σας κυβερνάει ο φθόνος! Γι’ αυτό, η καημένη να σωθώ δεν το επιθυμείτε.
»Ορίστε, εδώ είναι η πηγή! Για όλους αναβλύζει της θεραπείας νάματα. Τι λόγο έχετε ακριβώς και πάτε να την φράξετε, το νάμα να μην τρέχει;
»Νά με, λοιπόν, που ήρθα εδώ να πάω κοντά στον Πλάστη μου. Κι αν μου θυμώσει, τι έγινε; Δεν Τον κατηγορώ.
»Εάν, όμως, με σώσει απ’ την πληγή μου την κακιά, από το βάσανό μου;
»Όλη η ντροπή επάνω σας, καθώς θα Του φωνάζω:
»“Σωτήρα σώσε, σώσε με!”.
ι’. »Τις θεραπείες που κάνει Αυτός, τις βλέπετε μπροστά σας. Πείτε, λοιπόν, πώς γίνεται όσους σ’ Αυτόν προστρέχουν, να τους παρεμποδίζετε, να μην Τον πλησιάσουν;
»Μα κάθε μέρα Αυτός ζητά και όλους μας προτρέπει: “Σε μένα ελάτε τώρα, όσοι σας βρήκε το κακό και σας εξουθενώνει.
»Γιατί θα σας χαρίσω σε όλους ανακούφιση και θα σας αναπαύσω”.
»Γιατί εξάπτεσθε, λοιπόν; Δεν είναι καθώς πρέπει τάχατε προφασίζεσθε, και με παρεμποδίζετε τώρα να Του φωνάζω
»“Σωτήρα σώσε, σώσε με”;
ια’. »Θα ήθελα να ήξερα: σαν με κοιτούν τα μάτια σας, άραγε τι να βλέπουν; Όμως, θα βρω τη γιατρειά κι ούτε που το φαντάζεστε ποιος θα ’ναι, αλήθεια, ο τρόπος.
»Για μαθητές σεις του Χριστού, άραγε μας περνιέστε; Τι Τον ακολουθείτε, ενώ στ’ αλήθεια Του έχετε τόσο μεγάλο μίσος;
»Τον Άχραντο νομίζετε πως Τον εξαπατάτε; Ώρα να σταματήσετε, μείνετε μακριά Του· και μη σας νοιάζει, μόνος Του δεν είναι πως θα μείνει.
»Του φθόνου και του φόνου τη δυσοσμία την άσχημη όλοι σας αποπνέετε.
»Γι’ αυτό με αποτρέπετε απ’ το να Του φωνάζω:
»“Σωτήρα σώσε, σώσε με!”».
ιβ’. Μ’ αυτά τα λόγια απάντησε η αιμορροούσα αμέσως, σ’ αυτούς που είχανε βαλθεί να την απομακρύνουν.
Κι ύστερα πήγε στα κρυφά κι άγγιξε με τα δάχτυλα την άκρη του χιτώνα. Λες κι ήταν άνθρωπος κοινός πήγε να κλέψει απ’ Αυτόν, πήγε να Τον ξαφρίσει.
Μα ποιον; Αυτόν, που ως Θεός, ακοίμητος επισκοπεί τους πάντες και τα πάντα. Όμως, τ’ ανέχτηκε ο Χριστός, δέχτηκε να Τον κλέψει.
Αυτόν, που στην Εδέμ παλιά έκλεψε την πλευρά του Αδάμ,
ώστε να φτιάξει αυτήν εδώ, που τώρα όπως Τον έκλεβε ταυτόχρονα Του φώναζε:
«Σωτήρα σώσε, σώσε με!».
ιγ’. Αυτός που όλα τα ξέρει ακόμα και πριν γίνουνε ‒δεν αγνοούσε, φυσικά, και τώρα τι είχε γίνει‒,
στράφηκε προς τους μαθητές και τους μιλάει και λέει: «Ποιος άγγιξε ‒νά, τώρα δα!‒ την άκρη του χιτώνα μου
»κι έλαβε αυτό που γύρευε; Καλοί είστε του λόγου σας! Έτσι, λοιπόν, φυλάγετε εσείς τον θησαυρό μου;
»Οι μαθητές μου άγρυπνοι, τριγύρω με φυλάγουν·
»λες όμως έτσι να έγινε; Εδώ μπροστά στα μάτια τους να μ’ έκλεψε ένα χέρι που φώναζε και έλεγε:
»“Σωτήρα σώσε, σώσε με”;
ιδ’. »Ποιος το ’κανε, αλήθεια, αυτό; Οφείλατε να ξέρετε φίλοι μου ‒ δεν είναι έτσι;
»Τώρα, βεβαίως, να ξέρετε πολύ καλά γνωρίζω ποιος είναι ο υπεύθυνος για τούτη τη σκηνή· θα σας αποκαλύψω ποιος είναι αυτός που μ’ έκλεψε
»και με ποιον τρόπο το έκανε. Ήρθε κοντά μου κάποια που σιωπηλά μού κραύγαζε
»και το ένδυμά μου κράτησε λίγο με τ’ ακροδάχτυλα, όπως κρατάς επιστολή σαν πας να τη διαβάσεις.
»Κι έτσι έλαβε ό,τι ήθελε που ήταν η γιατρειά της, καθώς το βροντοφώναζε:
»“Σωτήρα σώσε, σώσε με”.