Η συνάντηση Τραμπ-Πούτιν στην Αλάσκα είχε όλα τα στοιχεία του πολιτικού θεάτρου. Κόκκινο χαλί, χειραψίες, χαμόγελα, βομβαρδιστικά να πετούν από πάνω για να υπενθυμίσουν την αμερικανική ισχύ. Σκηνικό που θύμιζε επίσκεψη συμμάχου, και όχι ηγέτη που έχει εξαπολύσει τον μεγαλύτερο πόλεμο στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο.
Κι όμως, παρά την εντυπωσιακή σκηνοθεσία, ουδεμία συμφωνία ανακοινώθηκε.
Ο Τραμπ μίλησε για «παραγωγικές συζητήσεις», ο Πούτιν για «εποικοδομητικό κλίμα», αλλά οι γνωστές θέσεις επαναλήφθηκαν. Ο Ρώσος ηγέτης επέμεινε σε εγγυήσεις ασφάλειας, αποκλεισμό της Ουκρανίας από το ΝΑΤΟ και κατοχύρωση εδαφικών κερδών. Ο Τραμπ πέταξε την «καυτή πατάτα» στον Ζελένσκι: «Η Ουκρανία πρέπει να κάνει συμφωνία, γιατί η Ρωσία είναι μεγάλη δύναμη κι εκείνη όχι».
Το κεντρικό ερώτημα παραμένει: είναι διατεθειμένη η Ρωσία να παραχωρήσει κάτι από τις εδαφικές κατακτήσεις της; Όλοι αντιλαμβάνονται ότι δεν θα εγκαταλείψει το Ντονέσκ, το Λουχάνσκ και το διάδρομο προς την Κριμαία. Το μόνο, πιθανώς, διαπραγματεύσιμο είναι το πλάτος του διαδρόμου. Εκεί βρίσκονται τα περιθώρια, αλλά μετά τις τεράστιες απώλειες η ρωσική κοινωνία δύσκολα θα αποδεχθεί παραχωρήσεις.
Από την άλλη, η Ευρώπη επιμένει σε μηδενικές υποχωρήσεις. Το ίδιο και ο Ζελένσκι που ζητά σκληρές εγγυήσεις ασφαλείας. Αλλά πού στηρίζονται αυτές οι θέσεις; Στηρίζονται σε μια μετωπική σύγκρουση με πυρηνική δύναμη; Χωρίς τις ΗΠΑ, η Ευρώπη είναι ανίκανη να στηρίξει το Κίεβο. Αν ο Τραμπ αποσύρει την αμερικανική εμπλοκή, το σενάριο είναι ένα: ο Ζελένσκι θα αναγκαστεί να υπογράψει επώδυνη συμφωνία ή θα αντικατασταθεί.
Για την Ουκρανία οι εξελίξεις είναι μονόδρομος. Η απερισκεψία του Ζελένσκι οδήγησε τη χώρα του στο σημερινό αδιέξοδό της.
Οι συμφωνίες του Μινσκ που προέβλεπαν αυτονομία για τις ρωσόφωνες περιοχές, θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει τη σημερινή τραγωδία. Η Ουκρανία δεν θέλησε να τις εφαρμόσει, ενώ η Ευρώπη ομολόγησε ότι τις ενθάρρυνε μόνο για να κερδίσει χρόνο να εξοπλίσει το Κίεβο. Αργότερα, στην Κωνσταντινούπολη, οι δύο πλευρές βρέθηκαν κοντά σε συμφωνία. Οι Δυτικοί απέτρεψαν ξανά την Ουκρανία. Από τότε άλλη σοβαρή ευκαιρία δεν υπήρξε.
Η σύνοδος της Αλάσκας λοιπόν δεν στόχευε στην επίλυση του Ουκρανικού. Ήταν μια παράσταση συμβολισμών.
Ο Πούτιν έσπασε την απομόνωση, εμφανίστηκε δίπλα στον Αμερικανό πρόεδρο και κέρδισε πόντους στο διεθνές πεδίο. Ο Τραμπ από την πλευρά του έδειξε ότι μπορεί να μιλά με τον Πούτιν αγνοώντας επιδεικτικά τους Ευρωπαίους. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί σχολιαστές μίλησαν για «1-0 υπέρ του Πούτιν».
Αλλά η ουσία είναι αλλού. Το Ουκρανικό είναι το πρόσχημα. Το πραγματικό παιχνίδι αφορά την αναδιαμόρφωση της παγκόσμιας τάξης. Οι ΗΠΑ θέλουν να αναγνωρίσουν ρόλο στη Ρωσία, ώστε να συγκρατήσουν την Κίνα. Η «Νέα Γιάλτα» που προδιαγράφεται δεν θα είναι διμερής αλλά τριμερής, με Ουάσινγκτον, Μόσχα και Πεκίνο στο ίδιο τραπέζι. Η Ευρώπη απλώς δεν υπάρχει. Στην Αλάσκα φάνηκε καθαρά: Ο Τραμπ ανησυχεί πρωτίστως για την Κίνα.
Το δίδαγμα είναι σκληρό: Σοβαροί ηγέτες σταθμίζουν το κόστος πριν εμπλακούν σε πολέμους. Η Ουκρανία και η Ευρώπη δεν το έκαναν. Τώρα πληρώνουν το τίμημα. Ο Τραμπ βαθμολόγησε τη συνάντηση με «10 στα 10», αλλά στην πραγματικότητα το μόνο που πέτυχε ήταν να ενισχύσει τον Πούτιν.
Η ρωσική εισβολή είναι απολύτως καταδικαστέα. Όμως το ενδιαφέρον της Μόσχας για τους Ρώσους της Ουκρανίας είναι θεμιτό – κάτι που η παρακμασμένη ελληνική πολιτική τάξη, βυθισμένη στον μικροελλαδισμό, αδυνατεί να κατανοήσει. Άλλοι λαοί δεν εγκαταλείπουν τους ομοεθνείς τους.
Το Ουκρανικό μπορεί να μοιάζει με το επίκεντρο, αλλά δεν είναι παρά η σκιά μιας μεγαλύτερης συμφωνίας που έρχεται. Η Αλάσκα ήταν μόνο το προοίμιο. Η «Νέα Γιάλτα» θα γραφτεί – κι αυτή τη φορά θα έχει τρεις συντάκτες: ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα.