Για 32 ημέρες πολιορκήθηκε από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή, και τελικά αλώθηκε στις 15 Αυγούστου 1461.
Παρά τις εκκλήσεις και τις απελπισμένες συμμαχίες του αυτοκράτορα Δαβίδ με ηγεμόνες της Δύσης και της Ανατολής, τελικά παρέδωσε άνευ όρων την Τραπεζούντα, το τελευταίο προπύργιο του βυζαντινού ελληνισμού. Και στο τέλος, η φυγή του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας σήμανε την οριστική διάλυση του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών.
Ιστορικό πλαίσιο
Για να αντικρούσει τον οθωμανικό κίνδυνο, ο αυτοκράτορας Δαβίδ Μέγας Κομνηνός –που συχνά τον κατηγορούσαν για αδύναμο χαρακτήρα και για έλλειψη πολιτικής βούλησης–, κατέφυγε στην τακτική της σύναψης επιγαμιών. Πάντρεψε την ανιψιά του Θεοδώρα (Δέσποινα Χατούν) και με τον μουσουλμάνο εμίρη των Ασπροπροβατάδων Ουζούν Χασάν· ο πολιτικός αυτός γάμος θεωρητικά ένωνε τους λαούς από τον Καύκασο και τον Τίγρη μέχρι τα Καρπάθια, και από εκεί μέχρι τα νησιά της Μεσογείου.
Στόχος του Δαβίδ ήταν να οργανωθεί σταυροφορία τόσο στην Ασία όσο και στην Ευρώπη.
Στην Ανατολή ανανέωσε τις συμμαχίες και τις συνθήκες με τους ηγεμόνες της Ιβηρίας, της Γεωργίας, της Μιγκρελίας, της Κιλικικής Αρμενίας, με τον ηγεμόνα της Σινώπης Ισμαήλ, καθώς και με τον σουλτάνο της Καραμανίας.
Στην προσπάθειά του να πείσει τη Δύση για την ανάγκη ενός αντιπερισπασμού στην Ουγγαρία, απευθύνθηκε στην ισχυρή Δημοκρατία της Βενετίας, με την οποία οι Τραπεζούντιοι διατηρούσαν φιλικές σχέσεις από το 1416, στον δούκα της Βουργουνδίας Φίλιππο Γ΄ τον Καλό, καθώς και στον πάπα Πίο Β΄, στο πρόσωπο του οποίου βρήκε ένα θερμό υποστηρικτή.
Ο πάπας έστειλε προσωπική επιστολή προς τους περισσότερους χριστιανούς ηγεμόνες και οργάνωσε εκκλησιαστική σύνοδο στη Μάντουα με σκοπό την αποστολή βοήθειας στην Τραπεζούντα.
Το 1459 ο Δαβίδ συγκέντρωσε στρατό 20.000 ανδρών και ναυτική δύναμη 30 πλοίων, ενώ από τη Γένουα και τη Βενετία στάλθηκε πολεμικό υλικό.
Όμως, το μοναδικό αποτέλεσμα όλων αυτών των διπλωματικών και στρατιωτικών ενεργειών ήταν να αποκτήσει ο Μωάμεθ σαφή εικόνα σχετικά με το ποιοι είναι οι φίλοι και ποιοι οι εχθροί του, για να εκδικηθεί τους τελευταίους μετά την τελική επικράτησή του.
Παρά την ισχυρή στρατιωτική του δύναμη, ο Μωάμεθ ακολούθησε αρχικά το δρόμο των διπλωματικών ελιγμών.
Η πρώτη του κίνηση ήταν να επιχειρήσει να αποσπάσει τον ηγεμόνα της Σινώπης Ισμαήλ από τη συμμαχία του με τους Τραπεζούντιους. Και αυτό γιατί η Σινώπη διέθετε κατάλληλο λιμάνι για επιχείρηση εναντίον του εσωτερικού της Μικράς Ασίας. Επιπλέον η φρουρά της αποτελούνταν από 1.200 στρατιώτες και οι προμαχώνες της είχαν γύρω στα 300 τηλεβόλα. Ήταν δηλαδή η μόνη στρατιωτική βάση που θα μπορούσε να παραλύσει τις οθωμανικές δυνάμεις, γι’ αυτό και ο έλεγχός της ήταν μείζονος σημασίας.
Ο Ισμαήλ έστειλε πρέσβη τον γιο του, ο οποίος υπέγραψε συμμαχία με τον Μωάμεθ, για να καταλήξει τελικά αιχμάλωτός του και να αποτελέσει μέσο εκβιασμού. Ο ηγεμόνας της Σινώπης, μην έχοντας άλλη επιλογή, αναγκάστηκε να παραδώσει στον σουλτάνο την πόλη με αντάλλαγμα τη Φιλιππούπολη και να μεταφερθεί σ’ αυτήν με μεγάλη χρηματική αποζημίωση.
Από το νέο ορμητήριο ξεκίνησαν ο οθωμανικός στόλος αλλά και ο στρατός, ο οποίος περνώντας από τη Σεβάστεια συγκρούστηκε με τους Τουρκομάνους του Ουζούν Χασάν και τους συνέτριψε.
Ο Ουζούν Χασάν, πανικόβλητος από τις πρώτες νίκες του Μωάμεθ, έστειλε πρεσβεία ζητώντας ειρήνη. Ο Μωάμεθ δέχτηκε το αίτημα με μοναδικό όρο να λύσει τη συμμαχία του με τους χριστιανούς της Τραπεζούντας, όπως και έγινε.
Πολιορκία και παράδοση της Τραπεζούντας
Η πολιορκία της Τραπεζούντας ξεκίνησε από τα προάστιά της, τα οποία λεηλατήθηκαν. Χρειάστηκε πάνω από ένας μήνας για να πέσει η πόλη. Την εξέλιξη των πραγμάτων καθόρισε η είδηση ότι τα στρατεύματα του Ουζούν Χασάν κατατροπώθηκαν και ότι ο εμίρης παραιτήθηκε από τη συμμαχία με τους χριστιανούς ηγεμόνες.
Στο μεταξύ, η εμπροσθοφυλακή του τουρκικού στρατού με στρατηγό τον Μαχμούτ είχε ήδη καταλάβει τη Σκυλολίμνη, ενώ ο στρατός του Μωάμεθ όδευε προς την Τραπεζούντα προσπερνώντας τα οχυρωμένα στενά χωρίς καμία αντίσταση.
Υποστηρίζεται ότι ο Δαβίδ, όπως και ο λαός της Τραπεζούντας, παρά τον πανικό και την απόγνωση στην οποία βρίσκονταν, ιδίως μετά την εγκατάλειψή τους από τις συμμαχικές δυνάμεις, ήταν αποφασισμένοι να προβάλουν αντίσταση. Αυτό εξάλλου φανερώνει και το γεγονός ότι υπέμεναν την πολιορκία.
Στο μεταξύ όμως είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις με σκοπό την επίτευξη κάποιας συνθήκης. Μεσολαβητής ήταν ο πρωτοβεστιάριος Έλληνας εξωμότης Γεώργιος Αμιρούτζης, πρώτος εξάδελφος του στρατηγού Μαχμούτ. Υπέρ των Οθωμανών στις διαπραγματεύσεις¹, στην ουσία φέρεται να ανάγκασε τον Δαβίδ να δεχτεί τους ταπεινωτικούς όρους. Η όποια αμφιβολία για το ρόλο του διαλύθηκε όταν του χορηγήθηκε από τον σουλτάνο ισόβια διατροφή.
Αρχικά ο Δαβίδ πρότεινε στον Μωάμεθ να επιστρέψουν στις παλιές συνθήκες. Μάλιστα του προσέφερε ως σύζυγο την κόρη του Άννα, καθώς και περιοχές της επικράτειάς του. Όμως ο Μωάμεθ, βρισκόμενος σε θέση ισχύος ήδη έξω από τα τείχη της πόλης, επέμεινε στην πλήρη υποταγή.
Στις διαπραγματεύσεις με τον Αμιρούτζη επικαλούνταν την περίπτωση του Δημητρίου της Πελοποννήσου, ο οποίος του είχε παραδώσει την περιοχή του κατά τις υποδείξεις του και γι’ αυτό εξακολουθούσε να ζει ασφαλής. Απείλησε μάλιστα ότι σε περίπτωση αντίστασης οι Τραπεζούντιοι όχι μόνο θα αιχμαλωτίζονταν, αλλά και θα εκτελούνταν ταπεινωτικά.
Σε μια ρεαλιστική θεώρηση των πραγμάτων, στο τέλος ο Δαβίδ απάντησε ότι θα αποδεχόταν κάθε όρο, ζητώντας όμως εγγυήσεις για τον ίδιο και το λαό του, παρόλο που οι Τραπεζούντιοι επιθυμούσαν την αντίσταση και όχι την άνευ όρων παράδοση. Ο αυτοκράτορας παρέδωσε την Τραπεζούντα, όχι αναίμακτα όπως αποδείχθηκε από τις αρπαγές, τις σφαγές και τις κάθε είδους βιαιότητες που ακολούθησαν.
Το τέλος του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών
Ο Δαβίδ μαζί με την οικογένειά του και τους θησαυρούς του αναχώρησε με πλοίο για την Κωνσταντινούπολη και από εκεί κατέληξε στο Μαύρο Όρος κοντά στις Σέρρες, μέχρι τον τραγικό του θάνατο δύο χρόνια αργότερα².
Τον τελευταίο αυτοκράτορα του Πόντου ακολούθησαν –κατ’ εντολή του Μωάμεθ– και πολλές οικογένειες ευγενών, όπως οι Δωρανίτες, οι Καβασίτες κ.ά.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1461 ο Μωάμεθ ολοκλήρωσε την κατάκτηση των περιοχών γύρω από την Τραπεζούντα. Η Κερασούντα, το Μεσοχάλδιο, καθώς και τα υπόλοιπα ορεινά κάστρα παραδόθηκαν χωρίς καμία αντίσταση.
Ο σουλτάνος ωστόσο, παρά τα συμφωνημένα, εκδίωξε τους χριστιανούς από τα σπίτια τους, τους αφαίρεσε τις περιουσίες τους και τους απαγόρευσε την είσοδο εντός των τειχών. Μόνο στο ένα τρίτο των κατοίκων επετράπη να κατοικήσει γύρω από την Τραπεζούντα.
Τόσο οι κόρες όσο και οι γιοι των ευγενών γέμισαν τα χαρέμια του Μωάμεθ και των άλλων Τούρκων ηγεμόνων, ενώ τουλάχιστον 800 αιχμάλωτοι Τραπεζούντιοι οδηγήθηκαν στα τάγματα των Γενίτσαρων.
Η μητρόπολη και οι γύρω από αυτή σχολές και βιβλιοθήκες έγιναν κατοικίες των Ουλεμάδων και αργότερα έδρα του εκάστοτε διοικητή. Όλες οι εκκλησίες της περιοχής, εντός και εκτός των τειχών, μετατράπηκαν σε τζαμιά, ενώ ο προσωρινός αρχιερέας ορίστηκε να εδρεύει όχι μέσα στην πόλη, αλλά σε προάστιο, στην περιοχή όπου βρισκόταν η μονή του Αγίου Φιλίππου.
Έτσι πολλοί Τραπεζούντιοι αναγκαστικά έγιναν φυγάδες, προς τη Γεωργία και την Περατεία (Κριμαία) ή προς τις ακτές της σημερινής Νότιας Ρωσίας· εκεί πολλοί συγχρωτίστηκαν (ή συγχωνεύτηκαν) με τις ντόπιες φυλές. Άλλοι έφυγαν στη Θράκη ή στην Κωνσταντινούπολη.
Η πτώση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας σήμανε την κατάλυση του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών και την απόλυτη επικράτηση των Οθωμανών στην περιοχή.
Παρά το άδοξο τέλος της, η επί περίπου τρεις αιώνες παρουσία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας συνέβαλε στο να διασωθεί το εκεί ελληνικό και χριστιανικό στοιχείο, κάτι που θα μπορούσε από πολύ νωρίς να είχε αλλοιωθεί από τις ισχυρές πιέσεις των γειτονικών λαών, αντίστοιχες με τον εξισλαμισμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Ο ποντιακός θρήνος
Το «’Πάρθεν η Ρωμανία» είναι το ποντιακό θρηνητικό τραγούδι που μιλά τόσο για την Άλωση της Πόλης στις 29 Μαΐου 1453, όσο και για την κατάλυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας οκτώ χρόνια αργότερα. Σε ρυθμό διπάτ’ περιγράφει γενικότερα για την άλωση του ελληνισμού από τους Οθωμανούς Τούρκους.
«Για τον ποντιακό λαό τα δύο τούτα θλιβερά γεγονότα αποτελούν μια εθνική συμφορά», γράφει ο Στάθης Ευσταθιάδης στο έργο του Τα τραγούδια του ποντιακού λαού.
Αναλύοντας τους στίχους ο λαογράφος σημειώνει ότι τα μοιρολόγια ξεκινούν μόλις ένα παιδί διαβάζει το θεϊκό μήνυμα που κομίζεται στην πόρτα της Αγια-Σοφιάς από ένα πουλί.
Ωστόσο, οι ίδιοι στίχοι περιλαμβάνουν την ελπίδα και την αυτοπαρηγοριά για την ανάσταση του γένους. «Η Ρωμανία αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο» λένε.