Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «ψαλμός του κυρού Ρωμανού».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο
Κύριε, πέφτω στα πόδια Σου σαν την αιμορροούσα,
για να λυτρώσεις και εμέ, Φιλάνθρωπε, απ’ τον πόνο
κι όλα τα παραπτώματα να μου τα συγχωρήσεις,
ώστε να Σου κραυγάζω, έχοντας μέσα στην καρδιά κατάνυξη μεγάλη:
«Σωτήρα σώσε, σώσε με!».
Οίκοι
α’. Ωδές Σου ψέλνω και Σε υμνώ, Ύψιστε Βασιλέα, γιατί δεν μου στερείς μέσα σε τούτη τη ζωή τη δόξα Σου να βλέπω.
Όλα μου τ’ αμαρτήματα, όντως, τα παραβλέπεις, γιατί όταν θα έρθεις να με βρεις ‒σαν φτάσει εκείνη η ώρα‒ έτσι το θέλεις Κύριε: να είμαι σε μετάνοια,
Εσύ που αναμάρτητος είσαι από φυσικού Σου. Γι’ αυτό Σε ικετεύω, ας είναι να μου γίνει
αυτή η μακροθυμία Σου, μετάνοιας αιτία
και όχι καταφρόνησης, καθώς βροντοφωνάζω:
«Σωτήρα σώσε, σώσε με!».
β’. Περπάτησες σ’ αυτήν τη γη με τ’ άφθαρτά Σου πόδια, και σ’ όλους τώρα απλόχερα μοιράζεις γιατρειές.
Δώρισες σε τυφλούς το φως και στέριωσες παράλυτους
με τα ίδια Σου τα χέρια, ή μόνο με το λόγο Σου· και μόνο που το ήθελες, αρκούσε για να γίνουν. Αυτά είναι που άκουγε, λοιπόν, η αιμορροούσα
κι ήρθε σε Σένα να σωθεί, χωρίς να πει κουβέντα.
Μα κι αν το στόμα είχε κλειστό, μιλούσε με το χέρι της – που έτσι όπως το έτεινε, ήταν σαν να κραυγάζει, σαν δυνατά κι επίμονα να λέει και να ζητάει:
«Σωτήρα σώσε, σώσε με!».
γ’. Κρυφά ήρθε και αθόρυβα σε Σένανε Σωτήρα, κι ας νόμιζε πως άνθρωπος ήσουν Εσύ μονάχα.
Σαν βρήκε όμως γιατρειά, το έμαθε κι αυτή καλά πως Είσαι, πράγματι, άνθρωπος μα και Θεός συνάμα.
Την άκρη του χιτώνα Σου άγγιξε αυτή κρυφά, την κράτησε στο χέρι της και έτρεμε η ψυχή της
Όπως το χέρι άπλωσε, ένιωθε σαν την κλέφτρα που κάτι θα Σου έκλεβε,
μα Εσύ ήσουν που της έκλεψες στο τέλος την καρδιά της· κι έτσι, Σου βροντοφώναζε:
«Σωτήρα σώσε, σώσε με!».
δ’. Και τώρα Εσύ που με ακούς, μήπως θέλεις να μάθεις πώς ακριβώς συνέβη αυτό και ο Σωτήρας έπεσε θύμα τέτοιας κλοπής, μα πώς κι ο Ίδιος έκλεψε ταυτόχρονα απ’ τον κλέφτη;
Η γυναίκα ήξερε καλά τι έπρεπε να κάνει, γι’ αυτό πήγε αθόρυβα και σιωπηλά τελείως, όπως οι κλέφτες συνηθούν να κάνουν όταν κλέβουν.
Γιατί, αν το ξεστόμιζε και το ’λεγε τριγύρω, θ’ άκουγε σίγουρα ο εχθρός· θα μάθαινε το σχέδιο που υπήρχε ώστε να ’βρει αυτή τη σωτηρία της
και θα ενεργούσε ανάλογα και θα την οδηγούσε σίγουρα στην απόγνωση.
Γι’ αυτό, ο Κύριος άκουσε μα και ανταποκρίθηκε στη σιωπηλή ικεσία:
«Σωτήρα σώσε, σώσε με!».
ε’. Εύλογα αυτά σκεφτότανε τότε η αιμορροούσα, αλλά επιπλέον έλεγε και τ’ άλλο από μέσα της:
«Πώς να σταθώ για να με δει, έτσι, ο Παντεπόπτης, που των κριμάτων μου η ντροπή είναι σε μένα φανερή, την κουβαλάω και πάω;
»Σαν θα με δει ο Άμεμπτος με το αίμα που μου τρέχει, ως μιαρή, ως ακάθαρτη θε να με προσπεράσει.
»Και θα ’ναι αυτός ο πόνος ακόμα πιο αβάσταχτος κι απ’ της πληγής που έχω,
»αν τύχει και μ’ αποστραφεί καθώς θα Του φωνάζω:
»“Σωτήρα σώσε, σώσε με!”
ϛ’. »Όλοι όσοι με βλέπουνε με σπρώχνουν, μ’ αποδιώχνουν. “Πού βάλθηκες τώρα να πας εσύ;” ‒ έτσι φωνάζουν.
»“Γυναίκα, δες το χάλι σου! Τα αίσχος σου δεν βλέπεις; Ποιον πας ν’ αγγίξεις τώρα; Σκέψου καλά ποια είσαι εσύ και ποιος είναι Εκείνος!
»”Τον Άσπιλο η ακάθαρτη πώς να Τον πλησιάσει; Φύγε, λοιπόν, τώρα απ’ εδώ και πάνε να καθαρισθείς από το μίασμά σου.
»”Κι αν μια φορά καθαριστείς απ’ το στίγμα που έχεις,
»”τότε καλώς να ορίσεις· κοντά Του αν θες πλησίασε και φώναζε και πες Του:
»”‘Σωτήρα σώσε, σώσε με!’”.
ζ’. »Σαν να μου φαίνεται, άνθρωποι, πως έχετε όλοι βαλθεί να μού ανοίξετε πληγή που θα ’ναι οδυνηρότερη κι από αυτή που έχω.
»Μήπως, λοιπόν, νομίζετε πως έχω πλήρη άγνοια; Λέτε να μην το ξέρω πως είναι Ετούτος άμωμος;
»Γι’ αυτόν το λόγο ακριβώς πάω κοντά Του τώρα· απ’ το όνειδος επιθυμώ Αυτός να με λυτρώσει κι από τις αμαρτίες μου που σαν κηλίδες στέκονται απάνω στην ψυχή μου.
»Μη με παρεμποδίζετε, λοιπόν, να πάω κοντά Του τη γιατρειά μου για να βρω.
»Γι’ αυτό και σας παρακαλώ, γ’ αυτό σας ικετεύω αφήστε με την έρημη να Του βροντοφωνάξω:
»“Σωτήρα σώσε, σώσε με!”.