Ο Γαβριήλ Παπαδόπουλος ζούσε στον οικισμό Σκόπια, τμήμα της Ματσούκας, χτισμένο σε υψόμετρο 1.200 μ. σε πλαγιά στην κοιλάδα του ποταμού της Λαραχανής, 11 χλμ. νότια του Τζεβιζλίκ και 32 χλμ. νοτιοδυτικά της Τραπεζούντας.
Εκκλησιαστικά άνηκε στη μητρόπολη Ροδοπόλεως και πριν από το 1914 ο πληθυσμός του ανερχόταν σε περίπου 200 Έλληνες κατοίκους, που μιλούσαν ποντιακά. Είχαν εγκατασταθεί στους τέσσερις μαχαλάδες του οικισμού Κατωχώρι, Αυλέα, Μπαϊράμ και Γοροτσάντων.
Η κεντρική εκκλησία ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και βρισκόταν στο Κατωχώρι, ενώ κάθε μαχαλάς διέθετε και το δικό του παρεκκλήσι. Υπήρχε δημοτικό σχολείο και η οικονομία του οικισμού βασιζόταν στην κτηνοτροφία. Ωστόσο η παραγωγή ήταν μικρή και σπάνια επαρκούσε για να καλύψει τις ετήσιες ανάγκες του οικισμού. Εξαιτίας της οικονομικής δυσκολίας, πολλοί κάτοικοι έπαιρναν τον δρόμο της ξενιτιάς, με βασικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη, όπου εργάζονταν κυρίως ως παπλωματάδες η γανωτζήδες, ενώ αρκετοί μετανάστευαν στη νότια Ρωσία.
Η μαρτυρία του περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Στα 1918 είχα λιποταχτήσει. Οι Τούρκοι στρατολογούσαν τότε τους Ρωμιούς και τους στέλνανε στα αμελέ ταμπουρού. Μαζί μ’ εμένα ήταν και άλλα δύο παιδιά από το χωριό μας κι ένας Αρμένης, που τον πήραμε μαζί μας. Μια μέρα, όμως, θύμωσε αυτός ο Αρμένης και πήγε στους Τούρκους και μας πρόδωσε. Οι Τούρκοι της Τραπεζούντας στείλανε χωροφύλακες στο χωριό να πιάσουν το μουχτάρη, τον παπά και το φύλακα. Τους κατέβασαν στην Τραπεζούντα, να μαρτυρήσουν ποια παιδιά από τη Σκόπια είναι λιποτάχτες. Τους δώσανε πολύ ξύλο κι αυτοί μαρτύρησαν κι έδωσαν το λόγο τους πως θα τους παραδώσουν.
Εμείς κρυβόμαστε στα δάση και δεν ξέραμε τίποτε. Μια βραδιά κατεβήκαμε στο χωριό να πάρομε ψωμί. Πάμε και χτυπάμε του παπά το σπίτι.
Μας άνοιξε η παπαδιά. Ήταν και ξαδέλφη μου. Μας έφερε μέσα στο σπίτι, μπροστά στον παπά. Μόλις μας είδε ο παπάς, άρχισε: «Ευλογημένοι να είστε, του Θεού την ευλογία να έχετε» και μας είπε για τον Αρμένη που πιάστηκε και μας πρόδωσε. Ο παπάς κοίταξε μονάχα τους δύο άλλους, εμένα δεν με κοίταξε και είπε: -«Αυτόν κι αυτόν ζητάνε. Εσένα σε δε μαρτύρησε ο Αρμένης». Κι είπα εγώ: -«Είμαστε τρεις. Στο γάμο δεν θα πάμε, για να μην πάω. Έτσι κι έτσι, θα πάω κι εγώ». Ο παπάς, όμως, έλεγε να μην πάω, αφού εμένα δε με θυμόταν ο Αρμένης για να με μαρτυρήσει. Μου είπε να μείνω. Μ’ αυτή τη λέξη, έμεινα.
Ενάμιση χρόνο πλάγιαζα και σηκωνόμουνα στα δάση. Στο χωριό κατέβαινα να πάρω ψωμί. Μια μέρα ήρθε ένα τούρκικο απόσπασμα στη Σκόπια. Ο Αρμένης θυμήθηκε κι μένα. Είπε ότι του έκανα πολλά. Όλα ψέματα ήταν. Ήρθε το απόσπασμα και πήγε στο Παράμ να καθίσει. Βρήκαν τον πεθερό μου κι αυτός τους είπε: -«Θα πάω να τον φέρω. Θα τον πάρω με το μέρος μου». Εγώ ειδοποιήθηκα και πάλι φεύγω για το δάσος. Η μάνα μου πάει κι έρχεται στου πεθερού μου και τάιζαν κότες το απόσπασμα. Έτσι τους κρατούσαν.
Την άλλη μέρα πάει η μητέρα μου στη Λαραχανή. Εκεί είχε Τούρκους και είχαμε έναν Τούρκο γνωστό και πήγε να τον παρακαλέσει να με κρύψει. Αυτός, όμως, δεν έδωσε ακρόαση. Της είπε πως αν δεν παρουσιαστώ, θάρθουν να κάψουν το σπίτι, θα κάνουν αίσχη. Ήρθα το βράδυ από το δάσος και κρύφτηκα στο σπίτι μου, για να μάθω τι θα γίνει. Άμα άκουσα αυτά, είπα: -«Θα παραδοθώ». Το πρωί φόρεσα «παχέα ρούχα» γιατί ήξερα πως θα φάω πολύ ξύλο.
Πήγα στο απόσπασμα πού ήταν στο Παράμ. Οι χωροφύλακες άνω κάτω τριγυρνούσαν. Ο αξιωματικός ήταν μέσα στο σπίτι, ξαπλωμένος. Μπήκα μέσα και χαιρέτησα. Μου είπε: «Συ είσαι ο Γαβριήλ Παπάζογλου;»1. -«Ναι», του είπα, «εγώ είμαι». -«Μπράβο, παιδί μου», μου είπε. «Το κράτος ένα στρατιώτη έχει», κι αυτός είναι φευγάτος; Αυτό δεν είναι σωστό».
Με φέρανε στο Τζεβιζλίκ για ανάκριση. Μόλις με φέρανε στο δωμάτιο, για να με ανακρίνουν, είδα πάνω στο τραπέζι κάτι κεφάλια από πρόβατα. Κι αυτά έχουν ιστορία.
Στην Τραπεζούντα ήταν ένας Τούρκος που είχε κτήματα πολλά και ήταν πολύ φιλέλλην2. Ψιθυριστά ψιθυριστά έφτασε αυτό ως τα αυτιά του Κεμάλ. Ο Κεμάλ το κατάλαβε πως ήταν φιλέλλην. Για να γλιτώσει αυτός ο Τούρκος, συνεννοήθηκε με τους αντάρτες. -«Θα πάρω», τους είπε, «τα κοπάδια μου και θα κατεβαίνω από της Λαραχανής τα παρχάρια. Εσείς θα πάτε στο δάσος, θα πέσετε απάνω στα πρόβατα και θα κόψετε όσα θέλετε. Εγώ θα φωνάζω πως ήρθαν οι αντάρτες να με σκοτώσουν και να μου σφάξουν τα πρόβατα». Όπως το είπε, το έκανε. Οι χωροφύλακες πήγαν στο δάσος και μάζεψαν τα κεφάλια από τα πρόβατα και τα έφεραν στο Τζεβιζλίκ. Αυτά τα κεφάλια είδα εγώ στο τραπέζι, όταν με φέρανε γι’ ανάκριση. Ο αξιωματικός μού τα έδειξε και με ρώτησε για το κρέας τους, πώς ήταν η νοστιμάδα τους. Ήθελαν να με μπλέξουν και στην ιστορία αυτή.
Ύστερα με ρώτησε αν είχα όπλο. Μου είπε πως ο Αρμένης τους είπε πως είχα. Ψέματα είχε ειπεί. Εγώ όπλο δεν είχα. Μου δώσανε ξύλο όλη τη νύχτα. Την άλλη μέρα πάλι ξύλο. Την τρίτη μέρα ξύλο. Ο αξιωματικός είπε: -«Αλλάχ, Αλλάχ, τι άνθρωπος είναι αυτός, να φάει τόσο ξύλο και να μη μαρτυρήσει». Τότε φώναξαν έναν από τους συναδέλφους. Τον ρώτησαν αν είχα όπλο. Στο πρώτο ξύλο είπε όχι. Στο δεύτερο ξύλο είπε ναι. Στο τέλος παρουσίασα ένα όπλο για να γλιτώσω από το ξύλο.
Μας πήγανε στην Τραπεζούντα και μας περάσανε από Στρατοδικείο. Μας δικάσανε εννιά μήνες φυλακή. Τους δύο τρεις μήνες τους περάσαμε υπόδικοι. Μας πήρανε από το Τζεβιζλίκ και μας φέρανε στις φυλακές της Τραπεζούντας.