«Η Μακεδονία για τους Μακεδόνες». Σε μια Οθωμανική Αυτοκρατορία λίγο πριν από την κατάρρευσή της, αυτό ήταν το σύνθημα που συμπύκνωνε όλο Μακεδονικό Ζήτημα, το σύνθημα λίγο πριν από την Εξέγερση του Ίλιντεν που τελικά καταπνίγηκε από την οθωμανική διοίκηση και που της έδωσε την αφορμή για περισσότερη καταπίεση των χριστιανικών πληθυσμών ώστε να μην υπάρξουν μελλοντικές αυτονομιστικές ενέργειες.
Ίλιντεν είναι η γιορτή του Προφήτη Ηλία, στις 2 Αυγούστου με το παλαιό ημερολόγιο.
Η Εξέγερση του Ίλιντεν οργανώθηκε και υλοποιήθηκε το 1903 από την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (VMRO), στο βιλαέτι του Μοναστηρίου (σήμερα: Μπίτολα), κυρίως στα κεντρικά και νοτιοδυτικά τμήματά του, από Βούλγαρους των αγροτικών περιοχών, ενώ υποστηρίχθηκε σε κάποιο βαθμό από τους Βλάχους.
Το πλαίσιο
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρεε κάτω από το παλιό μοντέλο διοίκησης, τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά, την αύξηση των εισαγωγών βιομηχανικών προϊόντων, την αύξηση της τιμής των αγροτικών προϊόντων και την αδυναμία της να εκβιομηχανιστεί.
Η οικονομική δύναμη του μουσουλμανικού πληθυσμού στη Μακεδονία και τη Θράκη εξασθενούσε και οι χριστιανικοί και εβραϊκοί πληθυσμοί, ιδιαιτέρως των πόλεων και των κωμοπόλεων, είχαν πλέον αποκτήσει τον έλεγχο του εμπορίου, της οικιακής βιοτεχνίας ακόμα και της τουρκικής διοίκησης.
Στις αγροτικές περιοχές, όπως αυτές στο βιλαέτι του Μοναστηρίου, μεγάλα τμήματα από τα τουρκικά τσιφλίκια είχαν περάσει σε χριστιανικά χέρια.
Σε αυτό το ρευστό περιβάλλον με τις ανακατατάξεις και τον καινούργιο κόσμο που αναδυόταν έναντι του παλαιού, τα νέα σλαβόφωνα κράτη (Βουλγαρία και Σερβία) αλλά και η Ελλάδα άρχισαν να διεκδικούν τα κομμάτια της Μακεδονίας και της Θράκης βασιζόμενα σε ιστορικούς και εθνοτικούς λόγους.
Ο χριστιανικός πληθυσμός των περιοχών ήταν εθνοτικά μικτός, αλλά με πατριαρχική πλειοψηφία, και οι διεκδικήσεις κάθε κράτους βασίζονταν σε ανταγωνιστικές αξιώσεις από διάφορες αυτοκρατορίες του μακρινού παρελθόντος.
Η αυτοκέφαλη βουλγαρική Εκκλησία
Οι απαρχές του Μακεδονικού Ζητήματος λοιπόν εντοπίζονται στον εκκλησιαστικό αγώνα των Βούλγαρων κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα. Στόχος των διανοούμενων και εκκλησιαστικών ταγών ήταν η ίδρυση μιας αυτοκέφαλης βουλγαρικής Εκκλησίας, τα όρια της οποίας θα περιλάμβαναν τόσο τις περιοχές βορείως του Αίμου όσο και τη Μακεδονία και τη Θράκη.
Τα όρια αυτής της Εκκλησίας επρόκειτο, κατά τη βουλγαρική ερμηνεία, να είναι και τα όρια του μελλοντικού κράτους.
Κατά παράβαση των εκκλησιαστικών κανόνων, στις 28 Φεβρουαρίου/12 Μαρτίου 1870 με φιρμάνι που εξέδωσε ο σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ, ιδρύθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία. Δύο χρόνια αργότερα, το 1872, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κήρυξε σχισματική τη Βουλγαρική Εκκλησία.
Η Εξαρχία αρχικά περιλάμβανε 15 επαρχίες, κυρίως της σημερινής βορειοανατολικής Βουλγαρίας. Ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική πλευρά είχε ο όρος (άρθρο 10) ότι μπορούσαν να προσχωρήσουν σε αυτήν και άλλες, εφόσον το επιθυμούσαν τα ⅔ των κατοίκων. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε μείζον σημείο τριβής ανάμεσα σε Έλληνες και Βούλγαρους τα χρόνια που ακολούθησαν, καθότι άφηνε πολλά περιθώρια βουλγαρικής δράσης στον μακεδονικό χώρο.
Η αναθεώρηση της συνθήκης υπήρξε τραυματική για τους Βούλγαρους. Έκτοτε, η εξωτερική πολιτική της Βουλγαρικής Ηγεμονίας επικεντρώθηκε στην αποκατάσταση της «ιστορικής αδικίας» που έλαβε χώρα στο Βερολίνο.
Η Εξέγερση του Ίλιντεν
Η βουλγαρική δραστηριότητα στον μακεδονικό χώρο, είτε μέσω της εκπαίδευσης, είτε μέσω της Εξαρχίας, είτε διά των όπλων, κορυφώθηκε προς τη δύση του 19ου και το πέρασμα προς τον 20ό αιώνα. Σκοπός της ήταν η προετοιμασία του εδάφους για την ένωση της Μακεδονίας με τη Βουλγαρία.
Το 1893 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη από Βουλγαρομακεδόνες διανοούμενους η Μακεδονο-Θρακική Επαναστατική Οργάνωση, η μετέπειτα ονομασθείσα Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (VMRO), και δύο χρόνια αργότερα, το 1895, ιδρύθηκε στη Σόφια το Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο.
Η αποστολή ένοπλων σωμάτων στη Μακεδονία, η καταδίωξη του πατριαρχικού κλήρου και των Ελλήνων δασκάλων, η άσκηση βίας έναντι των πατριαρχικών προκειμένου να προσχωρήσουν στην Εξαρχία και οι συμπλοκές με τον οθωμανικό στρατό αποτελούσαν ορισμένες από τις δραστηριότητες της οργάνωσης της VMRO.
Τον Ιανουάριο του 1903, η Οργάνωση αποφάσισε σε έκτακτο συνέδριό της την εκδήλωση γενικευμένης εξέγερσης στη Μακεδονία. Στο συνέδριο παρευρέθηκαν μονάχα 17 εκπρόσωποι, ενώ απουσίαζαν βασικά στελέχη, όπως ο Γιάνε Σαντάνσκι, ο Ντάμε Γκρούεφ και ο Γκότσε Ντέλτσεφ.
Η εξέγερση του Ίλιντεν ξέσπασε στις 20 Ιουλίου/2 Αυγούστου 1903· δεν συμμετείχαν μόνον όσοι αισθάνονταν Βούλγαροι αλλά και χωρικοί από διάφορα μέρη της Μακεδονίας, ανάμεσά τους Έλληνες πατριαρχικοί.
Πολύ γρήγορα η εξέγερση κατεστάλη από τον οθωμανικό στρατό. Κατά τη διάρκειά της πολλοί δολοφονήθηκαν και δεκάδες χωριά καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν, ανάμεσά τους προπύργια του ελληνισμού, όπως η Κλεισούρα και το Κρούσοβο. Πλήγμα για τον ελληνισμό ήταν και η προσχώρηση αρκετών πατριαρχικών χωριών στην Εξαρχία, μέσα στη δίνη των ταραχών.
Μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης, οι δύο άμεσα ενδιαφερόμενες για τις βαλκανικές υποθέσεις Μεγάλες Δυνάμεις, η Ρωσία και η Αυστρο-Ουγγαρία, τον Οκτώβριο του 1903 εξέδωσαν το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Μυρστέγης. Πλέον ήταν εμφανής στην Αθήνα η ανάγκη ανάληψης ένοπλης δράσης στη Μακεδονία για την οριοθέτηση του ελληνισμού από τους Βούλγαρους.
Το 1904 άρχισε ο ένοπλος Μακεδονικός Αγώνας.