Μακρόνησος. Το ξερονήσι απέναντι από το Λαύριο, ο τόπος εξορίας για τους πολιτικούς κρατούμενους και τους κομμουνιστές, από το 1947 και για περίπου μία δεκαετία. Πόσοι όμως γνωρίζουν ότι νωρίτερα, σχεδόν 25 χρόνια πριν, είχε αποφασιστεί να γίνει ένας τόπος απάνθρωπος για κάποιους άλλους Έλληνες, της καθ’ ημάς Ανατολής, αλλά και για Αρμένιους;
Το λοιμοκαθαρτήριο της Μακρονήσου ξεκίνησε τη λειτουργία του 1922, και εκεί «φιλοξενούνταν» οι πρόσφυγες της Γενοκτονίας και του ξεριζωμού πριν από την οριστική εγκατάστασή τους.
Επισήμως, η ελληνική κυβέρνηση δημιούργησε τα λοιμοκαθαρτήρια ως ένα στάδιο υγειονομικής και κοινωνικής ενσωμάτωσης. Ύστερα από σύντομη καραντίνα, οι πρόσφυγες θα έπαιρναν σφραγίδα εξόδου – κάτι σαν πιστοποίηση ότι ήταν ασφαλείς να ενταχθούν.
Στην πράξη, ωστόσο, δεν έγιναν όλα τόσο ιδανικά. Το πιστοποιούν και τα ντοκουμέντα από την Καλαμαριά και από τον Άγιο Γεώργιο, τη Σπιναλόγκα του Πειραιά.
Ακόμα ένας τόπος υποχρεωτικής καραντίνας κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν το Στρατόπεδο Σελιμιέ, το κολαστήριο της Κωνσταντινούπολης.
«Εμείς ιδρύσαμε τη Μακρόνησο»
Την 1η Ιουνίου 1922 ο Ιγνάτιος Ορφανίδης από το χωριό Αϊ-Γιαννέτ’ (Αϊ-Έννες) της Άρδασας Αργυρούπολης του Πόντου αποβιβάστηκε στη Μακρόνησο. Η μαρτυρία του περιλαμβάνεται στην Έξοδο (τόμος Γ’), του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών:
«Στις 24 Ιουλίου του 1922 με το ατμόπλοιο “Κίος” ήρθαμε στην Ελλάδα. Οχτώ μέρες ταξίδι κάναμε. Στην 1η Αυγούστου μας κατέβασαν στη Μακρόνησο.
»Στη Μακρόνησο άρχισαν νέα βάσανα και θάνατοι. Μας έκαναν καραντίνα. Εμείς ιδρύσαμε τη Μακρόνησο. Εμείς χτίσαμε τα παραπήγματα, στέρνα για νερό, ό,τι χρειαζόταν. Έρημο νησί ήταν η Μακρόνησος. Ακατοίκητο. Όλο βράχια. Απ’ τους οχτώ χιλιάδες που έφερε το “Κίος” , μείναμε στο τέλος δύο χιλιάδες. Οι άλλοι έξι χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν. Έπεσε αρρώστια και μας θέρισε.
»Ήταν η κυβέρνηση Γούναρη. Επειδή ήρθαμε απ’ τη Σοβιετική Ρωσία, μας πέρασαν για μπολσεβίκους και ήθελαν να μας εξοντώσουν.
»Την αρρώστια, στη Μακρόνησο την αποχτήσαμε. Ζούσαμε μες στη βρόμα, στην πείνα και τη δίψα. Νερό δεν υπήρχε στάλα στο νησί. Μια μαούνα μας έφερνε απ’ το Λαύριο νερό και κείνο γλυφό και λιγοστό. Μας τάιζαν βρωμερά μακαρόνια, ελιές σκουληκιασμένες, χαλασμένες ρέγγες κι έπεσε τύφος. Και νερό πουθενά. Κάποτε έκανε τρεις μέρες η μαούνα να φέρει νερό.
»Λιποθυμούσε ο κόσμος απ’ τη δίψα. Μας τάιζαν και αλμυρές ρέγγες, χαλασμένες και… καταλαβαίνεις. Οι εργολάβοι που μας τροφοδοτούσαν μας έφερναν αυτές τις χαλασμένες τροφές και έπιασε τον κόσμο τύφος. Η διοίκηση της καραντίνας τα έβλεπε αυτά αλλά δεν μιλούσε, ούτε συνελάμβανε τους εγκληματίες εργολάβους τροφοδότες. Εκείνοι πλούτισαν εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων. Πάτησαν πάνω στα πτώματά τους».
«Η ανάγκη κατέτρωγε πραγματικά τα σωθικά τους»
Σημαντική ήταν η συμβολή διεθνών ανθρωπιστικών οργανισμών και ξένων φιλανθρωπικών οργανώσεων στην περίθαλψη των προσφύγων. Tη μεγαλύτερη δράση είχαν Αμερικανοί, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στην Εγγύς Ανατολή ήδη από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
H Έσθερ Πολ Λόβτζοϊ (Esther Pohl Lovejoy), Αμερικανίδα γιατρός και ιδρύτρια του Medical Women’s International Association, στο εμβληματικό της έργο Certain Samaritans που εκδόθηκε το 1927 στη Νέα Υόρκη, γράφει για τη Μακρόνησο του 1923:
«Εκείνη την εποχή αναλάβαμε όλο το κόστος της σίτισης των προσφύγων, καθώς και όλα τα άλλα έξοδα σε σχέση με το έργο αυτό, με εξαίρεση το κόστος του νερού, των καυσίμων και της μεταφοράς, το οποίο αναλάμβανε η Ελληνική Κυβέρνηση.
»Έναν μήνα αργότερα ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός μάς βοήθησε και μας χορήγησε καθημερινά χίλιες θερμίδες τροφής για κάθε πρόσφυγα στη Μακρόνησο. Πιθανόν να μην υπήρχαν περισσότεροι από οκτώ χιλιάδες απόκληροι σε ολόκληρο το νησί, […] αλλά η ουρά που περίμενε για φαγητό μου φάνηκε σαν είκοσι χιλιάδες.
»Κουβαλώντας κάθε λογής κατσαρόλες και τηγάνια για να παραλάβουν τις μερίδες τους, προχωρούσαν αργά μπροστά από τα καζάνια μας, όπου τους έδιναν τις μερίδες τους από μαύρο ψωμί και χυλό ή φασόλια, ανάλογα με το μέγεθος της οικογένειάς τους.
»Εκείνες τις πρώτες ημέρες, πριν συστηματοποιηθεί η διαδικασία, κάθε γυναίκα ήταν υποχρεωμένη να φέρει όλα τα παιδιά της που μπορούσαν να περπατήσουν, προκειμένου να αποδειχθεί ο αριθμός τους και να αποτραπεί η αποθησαύριση.
»Αυτή η ταλαιπωρία ήταν απαραίτητη, επειδή η γενικευμένη πλεονεξία δεν μπορούσε να ελεγχθεί σε αυτή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ανάμεσα σε ανθρώπους που η ανάγκη κατέτρωγε πραγματικά τα σωθικά τους».