Το τελευταίο διάστημα παρακολουθούμε να εξελίσσεται μια κατάσταση που είναι δυσεξήγητη. Από τη μια ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλτ Τραμπ επιδεικνύει εμφανή εύνοια προς τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και από την άλλη συνεχίζει τη στήριξή του στο Ισραήλ και τον Νετανιάχου, ενώ την ίδια περίοδο τα συμφέροντα Ισραήλ-Τουρκίας έχουν φθάσει ακόμα και σε θερμή εμπλοκή στη Συρία.
Όσον αφορά τη στενή σχέση Τραμπ-Ερντογάν –που έχει ξεφύγει από τα προσωπικά οικονομικά συμφέροντα και επεκτείνεται σε ένα ευρύ γεωπολιτικό πεδίο, από τη Μέση Ανατολή και τον Εύξεινο Πόντο, μέχρι τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία–, αυτή επιβεβαιώθηκε με τη θερμή χειραψία, τον εναγκαλισμό και τα χαμόγελα στην ομαδική φωτογραφία όπου πόζαραν, για τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη τον περασμένο μήνα.
Αυτή η «εξαιρετική» σχέση των δύο «φίλων», όπως αποκαλούν ο ένας τον άλλον, έχει μέχρι στιγμής αποφέρει μια σειρά από αμοιβαία οφέλη, όπως σημειώνει ο Τζον Πολ Ράθμπον (John Paul Rathbone) σε άρθρο του για τους FT.
Μερικά από οφέλη για την Τουρκία είναι ότι: έχει εξασφαλίσει καλύτερη θέση από πολλούς συμμάχους των ΗΠΑ όσον αφορά τους δασμούς, η Ουάσινγκτον έχει άρει τις κυρώσεις στη Συρία, όπως το ζήτησε ο Τούρκος πρόεδρος, ενώ ο Τραμπ έχει αγνοήσει την συνεχιζόμενη καταστολή της αντιπολίτευσης από τον Ερντογάν.
Όσον αφορά τα οφέλη των ΗΠΑ: ο Ερντογάν έχει παράσχει στον συνάδελφό του σύμμαχο στο ΝΑΤΟ έναν χώρο για διπλωματικές συνομιλίες με τη Ρωσία, ενώ προσφέρεται να πάρει τη θέση των ΗΠΑ στη Συρία, μετά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων, κάτι που αποτελεί επιδίωξη της Ουάσινγκτον και του ίδιου του Τραμπ.
Επίσης, η Τουρκία προσφέρεται να καλύψει το κενό που αφήνει πίσω του το Ιράν, μετά την υποχώρησή του από την περιοχή.
Πάντως, αυτή η αγαστή συνεργασία και συμπόρευση Τραμπ-Ερντογάν, την οποία έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Άγκυρα και ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ για τη Συρία, Τομ Μπάρακ, αντιμετωπίζει δύο σημαντικές δοκιμασίες.
Η πρώτη και πιο επείγουσα δοκιμασία αφορά την αποσυμπίεση και την εξισορρόπηση της συγκρουσιακής κατάστασης που είναι σε εξέλιξη πάνω από τη Συρία. Με την Τουρκία από τη μια πλευρά, να προσπαθεί να στηρίξει την κυβέρνηση Αχμέντ αλ Σαράα, με στόχο να μετατρέψει τη χώρα αυτή σε νεοοθωμανικό προτεκτοράτο. Και το Ισραήλ από την άλλη πλευρά, να βομβαρδίζει στρατιωτικές, αεροπορικές, ναυτικές βάσεις των συριακών ενόπλων δυνάμεων, ακόμα και το προεδρικό μέγαρο και το υπουργείο Άμυνας στη Δαμασκό, με στόχο να αποτρέψει την εγκατάσταση της τουρκική επιρροής και την μετατροπή της Συρίας σε ένα ομοσπονδιακό κράτος, με ομόσπονδα κρατίδια των Δρούζων, των Κούρδων και των Αλαουιτών.
Στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε ότι το σχέδιο του Ισραήλ –εκτός από το ότι έρχεται σε αντίθεση με τα σχέδια της Τουρκίας, που θέλουν να καταστρέψουν τους Κούρδους και τους Δρούζους, και να εξαλείψουν τους Αλαουίτες από τις ακτές, για να έχει η Άγκυρα τον απόλυτο έλεγχό τους–, έρχεται σε ευθεία αντίθεση και με τον διακηρυγμένο πολλάκις από τον πρέσβη Τομ Μπάρακ στόχο της Ουάσινγκτον, για μια Συρία με συγκεντρωτικό καθεστώς, παρόμοιο με εκείνο του Άσαντ. Με τη διαφορά ότι τώρα την εξουσία θα ασκούν οι τζιχαντιστές της Αλ Κάιντα και του ISIS, με ό,τι σημαίνει αυτό για τις εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες.
Η δεύτερη δοκιμασία είναι διμερής και αφορά τον τερματισμό των αμερικανικών κυρώσεων στον αμυντικό τομέα της Τουρκίας και με την άρση του CAATSA, ώστε να επιτραπεί μια συμφωνία πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων για τα μαχητικά αεροσκάφη F-35, τα οποία ο Ερντογάν επιθυμεί εδώ και καιρό.
Στο θέμα αυτό ο Τραμπ –που φέρεται να έχει δώσει εγγυήσεις στον Ερντογάν–, αναμένεται να προσκρούσει σε εμπόδια που θα τεθούν από το Κογκρέσο. Αυτά μπορεί να αρθούν και με την παρέμβαση της κατασκευάστριας εταιρείας των F-35, Lockheed Martin, η οποία περιμένει να λάβει άλλη μια παραγγελία πώλησης πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Πάντως, όπως προειδοποιεί ο Άαρον Στάιν, του Ινστιτούτου Έρευνας Εξωτερικής Πολιτικής στην Ουάσινγκτον, όλο αυτό «θα είναι μια μακρά διαδρομή. Για να αγοράσει τα F-35, η Τουρκία θα χρειαστεί στρατιωτική χρηματοδότηση – η οποία απαιτεί την έγκριση του Κογκρέσου. Αλλά η Τουρκία δεν είναι δημοφιλής στο Κογκρέσο και το ελληνικό και το ισραηλινό λόμπι θα αντιταχθούν στη συμφωνία».
Το θέμα είναι τεράστιο και έχει και άλλες ιδιαίτερες πτυχές, στις οποίες θα αναφερθούμε στο επόμενο άρθρο μας.
Εν αναμονή…