Ταξίδι στα δροσερά νερά της πανέμορφης Κρώμνης, ενός τόπου ευλογημένου και ιστορικού, με όχημα ένα από τα πιο περιγραφικά και γεμάτα αναμνήσεις βιβλίο για την περιοχή, το ομώνυμο Κρώμνη του επιφανή Κρωμναίου δάσκαλου και συγγραφέα Γεώργιου Π. Φιρτινίδη.
Από το βιβλίο-Βίβλο για την Κρώμνη, που εκδόθηκε το 1994 από την Ένωση Ποντίων Καλαμαριάς, επιλέξαμε το απόσπασμα για τα παρχάρια (σελ 75-78) όπου περιγράφονται με εκπληκτικό τρόπο οι συνήθειες των ανθρωπών, το φυσικό περιβάλλον, ο ρόλος των παρχαρομάνων και τα σύνεργά τους αλλά δίνεται εντυπωσιακά και το γεωγραφικό πλαίσιο.
≈
Τα παρχάρια (ποντιακή προφορά: παρχάρεα) κείνται στην περιοχή της Κρώμνης που στεφανώνεται από Νότο με το Κουλάτ ως τον Αεν-Ζαχαρέα, από Ανατολή με τον δρόμο προς την Παναγία Σουμελά ως τα Καμμένα και από Βορρά με τις υψηλές κορυφές του Κασκαμάτς και πέραν από το Αψίν νερό έως του Μαρζαλάκ, για να σχηματίσουν χωνοειδή λεκάνην, μια κοιλάδα καταπράσινη που αποτελεί απέραντους βοσκότοπους.
Και πρώτα, κατεβαίνοντας από τον Αεν-Ζαχαρέα προς τη Λαραχανή, σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων κείνται τα Αλεπογιαννέσσ. Ιδιαίτερο Παρχάρι της ενορίας Φραγκάντων. Προ του 1900, τα παρχάρια αυτά παρουσίαζαν ζωή και κίνηση εντυπωσιακή, μετά το 1910 όμως έμειναν έρημα και οι καλύβες έγιναν ερείπια.
Σε απόσταση δύο περίπου χιλιομέτρων από τα Αλεπογιανέσσεα είναι τα ονομαστά Λειβαδία που τα λέγαμε και Αλβεαδία. Ήταν το καλύτερο παρχάρι όχι μόνον της Κρώμνης, αλλά και όλων των άλλων περιοχών και για το άφθονο χόρτο τους, τα άφθονα νερά, ανάμεσα στα οποία είναι και το περίφημον Αψίν νερόν, αλλά και τη μαγευτική τους θέα. Ακόμη και τα Καλύβεα ξεχώριζαν από τα καλύβ όλων των άλλων παρχαριών, γιατί μόνον εδώ ήταν σκεπασμένα με συστηματικές αψίδες, «κεμέρεα» από ελαφρόπετρα.
Ανηφορίζοντας προς Ανατολάς κοντά στο δρόμο προς τα Καμμένα κείται το Μετζίτ, το παρχάρ με το μεγαλύτερον υψόμετρον. Στο Παρχάρ αυτό μέχρι του 1900 «επαρχαρεύκουτον» η Μόχωρα. Αργότερα όμως, όταν έπαυσαν οι Μοχωραίοι να βγαίνουν στο παρχάρ, επαρχαρεύκουσαν εκείνοι που πήγαιναν στα Λειβαδία, που στην αρχή, στους πρώτους μήνες Μάιον και Ιούνιον αλλά και τον Σεπτέμβριον που τελείωνε η περίοδος του Παρχαρίου και κατέβαιναν στο χωριό, επαρχαρεύκουσαν αυτού. Όμως τον Ιούλιον και Αύγουστον, πιο ζεστούς μήνες, ανέβαιναν στο Μετζίτ, που ήταν δροσερότερο.
Η Μόχωρα, ύστερα από το 1905, οριστικά δεν έστελνε «παρχαρέτς» γιατί η περιοχή του χωριού επαρκούσε πλήρως να καλύψει τις ανάγκες για παρχάρι. Βοσκότοπος απέραντος και νερά αφθονότατα.
«Παρχαρομάνα» την αποκαλούσαν την Μόχωρα με τα νερά τα κρύα. Στην Λαραχανή, την «Παρχαρέτσαν» την έλεγαν με τη ρομαντική λέξη «Ρωμάνα» Και τραγουδούσε ο ερωτευμένος Ματσουκάτες το ποιητικότατον δίστιχο:
«Η κόρ επήεν σον Παρχάρ να γίνεται ρωμάνα,
και για τ’ ατέν θα γίνουμαι και κυνηγός σ’ ορμάνεα».
Προς βορράν από τα Λειβαδία και κοντά στους πρόποδες του Κασκαμάτς ήταν το Μαντακέν, επίσης έρημο από το 1914. Ήταν παρχάρι της Γλούβαινας. Δυτικά από τα Λειβαδία και κοντά στο δρόμο προς το Σταυρίν και τα Λωρία είναι το Σοανορύμ, παρχάρ του Νανάκ και Λωρία.
Η εγκατάσταση στα παρχάρια γινόταν πανηγυρικά και την διεύθυνση την είχαν οι παρχαρέτ (ενικός η παρχαρέτσα) ή ρωμάνες. Κάθε παρχαρέτσα είχε υπό την μέριμνάν της τις αγελάδες πέντε έως επτά οικογενειών, δηλαδή δέκα πέντε έως είκοσι αγελάδες, τις οποίες εξεμεταλλεύετο ως κτήμα της με την υποχρέωση να παραδώσει στο τέλος της εποχής στην νοικοκυρά, της οποίας είχε τις αγελάδες, πέντε ή έξι οκάδες βούτυρο και πέντε ως εξ πατουμάνεα (1 πατουμάν =6 οκάδες) πασκιτάν από κάθε αγελάδα. Η συμφωνία αυτή λεγόταν κιασίμ.
Οι αγελάδες έβοσκαν γύρω από τα καλύβ ή και σε λίγο μακρυνά χορτοβόλα μέρη, όπου το χόρτο ήταν αφθονότατο και υψηλό μέχρι ένα μέτρο. Είχαν τον τσοπάνη τους, που είχε γερά μαντρόσκυλα.
Δύο φορές την ημέρα, πρώί και βράδυ τις άρμεγαν τις αγελάδες. Τον Ιούνιο μάλιστα, όταν το γάλα είναι πολύ άφθονο και οι αγελάδες υποφέρναν από το πολύ γέμισμα των μασταριών, άρμεγαν και το μεσημέρι. Το άρμεγμα αυτό το έλεγαν πριάνάρ. Και το άρμεγμα το πρώί και το βράδυ ο τσοπάνης οδηγούσε τις γελάδες σε καθορισμένον μέρος κοντά στα καλυβια, για το πριάναρ όμως πήγαιναν οι γυναίκες με το αλμεχτέρ σε καθορισμένον μέρος της περιοχής που όριζε από το πρωί ο τσοπάνης.
Τα σύνεργα μιας παρχαρέτσας ήταν «το αλμεχτέρ» «τω χαλκοπούλ» «το χαλκύν». «το υλιστερύξνλον» «τω νλιστέρ «Το κοβλάκ» «τα βαρέλια «το ξυλαγγ» και «τω καράαν».
Το γάλα κάθε μέρα έπρεπε να βράσει και να το πήξουν ξύγαλαν. Και κάθε δυο το πολύ μέρες «εδρουβάνιζαν» για να πάρουν το βούτυρο. Το υπόλοιπον «ταν» το έβαζαν να πάρει μόλις μια βράση, «το ετσοκάρευαν», το έχυναν σε τρίχινα σακκιά για να στραγγίσει και να κάνουν το «πασκιτάν», το έλεγαν «σουράτ» και εθεωρείτο φάρμακον για την πιτυρίδα. Το υγρό που άφηνε το «υλιστόν» ως την ημέρα που θα στράγγιζε καλά την τόνωση και περιποίηση του τριχωτού της κεφαλής.
Τα Λειβαδία ήταν πάνω στον δρόμο, που έφερνε από Τραπεζούντα στο χωριό, γι’ αυτό οι παρχαρέτ τακτικά περίμεναν τους αγωγιάτες και τα «κέτσεα» από την Τραπεζούντα ή και προς την Τραπεζούντα, μάθαιναν τα νέα και από τις δυο πλευρές και προσέφερναν στους κουρασμενους οδοιπόρους ταν, ξύγαλαν και καμιά φορά και πλούσιο καΪμάκι.
Στις αίθριες ημέρες, η ζωή στα παρχάρια ήταν ευχάριστη και για επισκεπτες ιδανική, ρομαντική μέσα σε απέραντο πράσινο και λαμπυρίζοντα ήλιο. Όταν όμως έβρεχε και έπεφτε πυχνή ομίχλη είχε τις ταλαιπωρίες της.
Εκτός από τις αγελάδες στον παρχάρ βοσκούσαν και τα στείρα πρόβατα και τ’ αρνιά, ενώ τα γαλάρια έμεναν στο χωριό, για να έχουν οι νοικοκυραίοι το καθημερινό τους γάλα και για τον εαυτό τους και για τους παραθεριστές.
Οι παρχαρέτ ήταν γυναίκες, γενναίες και ρωμαλέες και πολλές φορές έρχονταν σε σύγκρουση με ληστές ή και με Τούρκους Ρεΐζ (τσελιγκάδες) και αντεπεξέρχονταν νικηφόρως, ως ότου έσπευδαν σε βοήθεια οι άνδρες από τα χάνια και το χωριό.
Οι τσοπάνηδες έπρεπε να είναι πολύ εξασκημένοι και να μπορούν να προβλέπουν τις μεταβολές του καιρού. Στα ψηλά και γυμνά εκείνα βουνά μια απότομη αλλαγή του καιρού σε θύελλα και καταιγίδα ήταν δυνατό να επιφέρει αποδεκατισμό ή και ολόκληρο αφανισμό του κοπαδιού. Ο πεπειραμένος τσοπάνης προελάμβανε το κακό οδηγώντας το κοπάδι του στις σπηλιές προς το χωριό. Υπάχουν παραδείγματα πνιγμού πολλών ζώων, που κατελήφθησαν από μια ξαφνική άγρια χιονοθύελλα, ενώ αντιθέτως υπάρχει και παράδειγμα διασώσεως ολοκλήρου του κοπαδιού με το να πρόβλεψει ο τσοπάνης και να το οδηγήσει στην σπηλιά ψηλά από τη Μόχωρα. Τη νύχτα εκείνη έπεσε πολύ χιόνι.
Ο αείμνηστος Φίλων Κτενίδης, τέκνον της Κρώμνης, στο θεατρικόν έργον του Ο Μάραντον φέρνει τα Λειβαδία ως καταφύγιον του Μάραντου με τα υπάρχοντά του μετά την Άλωση της Τραπεζούντος. Φαντασία βέβαια, αλλά πόσον ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα για την οίκηση της Κρώμνης.
Αλλά και πολύ προ του Φιλ. Κτενίδη, ο πολύς Παρχαρίδης στα παρχάρια φέρει τους πρώτους οικιστάς του χωριού. Να τι γράφει στην Ιστορία της Κρώμνης:
«Εις μικράν απόστασιν από της παλαιάς οδού του τμήματος των Λειβαδίων ήσαν αι οικίαι των πρώτων κατοίκων Χαλδαίων και Χαλύβων, όπως δε λέγει και μια παράδοσις ήταν επτισμέναι εις το μέρος του χανίου του Αρμαλού (αργότερον Ξερέα). Και όπου μεν επεκράτει η ομίχλη, είχαν τα λειβάδια των χόρτων, χορτοθέρεα ονομαζόμενα σήμερον, όπου δε ουχί, τα χωράφια.
»Το δε αλώνιον ήτο παρά τον ρύακα, όθεν αρχίζει το αυλάκι, κάτω από τα Σαντέτκα. Ανωτέρω του χα- ι νέου ήτο ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου και εκεί ήσαν ο Τάφοι των.
»Εις εκ του χωρίου τούτου φαίνεται ότι ΕΠΙ χριστιανικών αιώνων Αλεπογιάννης ονόματι έκτισε τα Αλεπογιαννέσσεα, καλύβας λιθίνας αι οποίαι τώρα χρησιμεύουν την άνοιξιν εις τας ρωμάνας».
Και από τα παρχάρια αυτά, όπως συνεχίζει, πολύ αργότερα μετοίκησαν προς τα υπήνεμα και κρημνώδη μέρη, που πήραν το όνομα Κρομ και Κρώμνη.
Γεώργιος Π. Φιρτινίδης