Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο
Άσωτος ήταν ο Ησαύ, γι’ αυτό τον αποστράφηκες· δίκαιος ήταν ο Ιακώβ, γι’ αυτό και τον αγάπησες.
Κι έτσι, την ευλογία από τον πρώτο παίρνοντας, στον δεύτερο την δίνεις.
Στον πράο Συ την έδωσες, σύμφωνα με τη συμβουλή της ίδια τους της μάνας.
Έτσι, λοιπόν, και τώρα: τις ικεσίες άκουσε της Άχραντης μητέρας Σου, Χριστέ μου και Θεέ μου, και
από τα επουράνια, δώσε μας ευλογία.
Οίκοι
α’. Αυτόν που ολάκερο έσωσε το γένος των ανθρώπων κάνοντας τέλεια υπακοή ο Ίδιος στον Πατέρα,
Τον που το φίδι πάτησε ‒τον όφι τον αρχαίο‒ κι όλον τον κόσμο φώτισε,
Αυτόν που φύτρωσε στη γη δίχως να πέσει σπόρος σαν ήρθε και γεννήθηκε από Παρθένο κόρη, κι όλη την κτίση απάλλαξε απ’ την βαριά κατάρα,
Αυτόν που από τον ουρανό γκρέμισε όσους Άγγελους γίνανε παραβάτες
και στον πεσμένο τον Αδάμ του έδωσε το χέρι Του για να τον ανορθώσει, ελάτε ας Τον υμνήσουμε, ας Τον δοξολογήσουμε ‒ χίλιες Του πρέπουν δόξες.
Ας δούμε, ας μελετήσουμε τι είναι αυτό που πάθαμε από την πτώση που ήρθε
μετά απ’ την παράβαση, που τότε είχε γίνει ένεκεν της παρακοής,
καθώς το λέει κι η Βίβλος σ’ εκείνο το κεφάλαιο που λέει το πώς πλάστηκε απ’ την αρχή η κτίση. Τα περιγράφει μέσα εκεί
πώς έγινε κι αθέτησε την εντολή που πήρε απ’ τον Θεό ο πρωτόπλαστος.
Γι’ αυτό πρέπει να σπεύσουμε, όλοι ανεξαιρέτως, και στον Θεό εκεί ψηλά, θερμά ν’ απευθυνθούμε και να βροντοφωνάξουμε:
«από τα επουράνια, δώσε μας ευλογία».
β’. Σύμβολα των μελλούμενων ήταν τα δυο αδέρφια,
που η Ρεβέκκα γέννησε και χάρισε έτσι δύο γιους στον Πατριάρχη Ισαάκ που ήταν ο σύζυγός της.
Στα χρόνια εκείνα τα παλιά, κάποτε ο γερο-Ισαάκ καλεί τον γιο του τον Ησαύ και του μιλάει και λέει:
«Πάνε παιδί μου στους αγρούς, όσο μπορείς πιο γρήγορα, και αγωνίσου για να βρεις κάνα καλό κυνήγι.
»Πάρε λοιπόν το τόξο σου, μαζί και τη φαρέτρα
»και πιάσε κάνα θήραμα και γύρνα πίσω γρήγορα, για να ευαρεστήσεις τον γέρο τον πατέρα σου. Φέρε μου κάτι εκλεκτό να φάω, να ευχαριστηθώ
»και να αναγνωρίσω την προθυμία που έδειξες
»και να σε ευλογήσω πριν φύγω από τη ζωή.
»Σήκω, λοιπόν, και πήγαινε· δείξε μου πόσο θέλεις
»το θέλημά μου τώρα εσύ γοργά να εκπληρώσεις. Γιατί, την όλη στάση σου, την αφοσίωσή σου την βλέπω εγώ παιδάκι μου και τον Θεό ευχαριστώ και Του φωνάζω δυνατά:
»“από τα επουράνια, δώσε μας ευλογία”».
γ’. Αυτά είναι που υποσχέθηκε ο γέροντας στο σπλάχνο του.
Έτρεξε τότε βιαστικά ο Ησαύ να κυνηγήσει.
Μα η μητέρα του άκουσε, και στον Ιακώβ φωνάζει:
«Βιάσου να πας στα ζωντανά, τρέξε προς το κοπάδι, ν’ αγωνιστείς πρέπει κι εσύ.
»Γιατί άκουσα λίγο πιο πριν να λέει ο πατέρας σου
»αυτά στον αδερφό σου: “Κυνήγησε για μένανε, παιδί μου, βρες κυνήγι, και ψήσε τό μου για να φάω.
»”Κι αφού το φάω κι ευφρανθώ τότε θα σ’ ευλογήσω,
»”πριν να πεθάνω τέκνο μου”. Γρήγορα, πίστεψε με!
»Όπως σου είπε πήγαινε κι απ’ το κοπάδι διάλεξε και φέρε δυο κατσίκια,
»να φτιάξω εγώ το ωραίο ψητό που θέλει ο πατέρας σου, ώστε για εμάς να ευχηθεί:
»”από τα επουράνια, δώσε μας ευλογία”».
δ’. Τ’ ακούει αυτά ο Ιακώβ και στην μητέρα του απαντά:
«Πώς λες να πάω στα ζωντανά, να φέρω τα κατσίκια;
»Ο Ησαύ, ξέρεις μητέρα, είναι από τη φύση του δασύτριχος πολύ.
»Εγώ από την άλλη δεν είμαι διόλου τριχωτός· γι’ αυτό πολύ φοβάμαι
»μήπως και ο πατέρας μου έτσι μ’ αναγνωρίσει·
»και τότε εκεί μπροστά του θα στέκω μέσα στην ντροπή, γιατί τον περιφρόνησα.
»Θα φέρω στο κεφάλι μου αντί για ευχή, κατάρα.
»Όχι να μ’ ευλογήσει, να μ’ αποδιώξει πρόκειται, άμα με καταλάβει.
»Μητέρα μου, φοβάμαι να τολμήσω να κάνω ετούτο που μου λες, από πολλές απόψεις.
»Και του αδερφού μου την οργή, κι αυτήν πώς την φοβάμαι!
»Το σταματάω εδώ λοιπόν μητέρα, δεν το κάνω· μόνο στον Πλάστη θα εύχομαι κι έτσι θα Του φωνάζω: “Εύσπλαχνε που είσαι εκεί ψηλά,
»”από τα επουράνια, δώσε μας ευλογία”».
ε’. «Παιδί μου, άκου τα λόγια μου, δεν πρέπει να δειλιάζεις»,
του φώναξε η μητέρα του, για να τον καλοπιάσει.
«με προσοχή άκουσέ με, και δείξε μου πως μ’ αγαπάς.
»Αυτή η κατάρα που μου λες, αντί σε σένα πάνω μου την παίρνω εγώ, παιδί μου.
»Μόνο τη χάρη κάνε μου, κάνε μου το χατίρι
»κι όπως σου είπα πήγαινε και φέρε μου δύο καλά, δυο τρυφερά κατσίκια».
Και πήγε τότε το παιδί κι έφερε
τα κατσίκια. Έψησε τότε τα σφαχτά
στα γρήγορα η μητέρα του· και έγινε το φαγητό
όπως αυτή αγαπούσε, και όπως το σχεδίασε.
Κι απ’ την αγάπη την πολλή που είχε για το παιδί της, στον Κύριο προσευχότανε: «Εσύ Θεέ, Φιλάνθρωπε,
»από τα επουράνια, δώσε μας ευλογία».