Ο Μάιος του 1919 ήταν συνταρακτικός για τον ελληνισμό της καθ’ ημάς Ανατολής. Σηματοδοτήθηκε από την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, απ’ όπου ξεκίνησε ο «Πόλεμος της Ανεξαρτησίας», και από την απόβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη.
Το κεμαλικό στρατόπεδο επανδρώθηκε από παλαιούς παρακρατικούς εθνικιστές που διώκονταν από τις επίσημες οθωμανικές Αρχές της Κωνσταντινούπολης για εγκλήματα κατά την πρώτη φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων, των Ασσυρίων και των Αρμενίων.
Κατά τη δεύτερη φάση που θεωρείται ότι ξεκίνησε το 1919 αυτοί οι τσέτες που συντάχθηκαν με τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν έναν στόχο και μία εντολή: την καταστροφή των χριστιανικών πόλεων, κωμοπόλεων και χωριών που βρίσκονταν εντός της εμβέλειας δράσης τους.
Στη Μικρασία συγκεκριμένα εχθροί δεν ήταν μόνο οι Έλληνες και οι Αρμένιοι, αλλά και οι Οθωμανοί που παρέμεναν πιστοί στον σουλτάνο και στο χαλιφάτο, οι Εβραίοι και εθνότητες του Καυκάσου που κατοικούσαν στην Βιθυνία, όπως Κιρκάσιοι, Αμπχάζιοι κ.ά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της λύσσας των Κεμαλικών ήταν όσα συνέβησαν στις 23 Ιουνίου στο Φούλατζικ* στην περιοχή της Νικομήδειας.
Η διήγηση του Παύλου Μπολίδη για το ολοκαύτωμα του χωριού του περιλαμβάνεται στο βιβλίο του πολεμικού ανταποκριτή Κωνσταντίνου Φαλτάιτς με τίτλο Τούρκοι: Αφηγήματα των σφαγών της Νικομηδείας (Αθήνα, 1921):
«Τέσσερις ώρες από τη Νίκαια βρισκόταν το Φούλατζικ, με τα πολλά του νερά, τα πυκνά δάση. Λεγόταν από τους Τούρκους των γύρω χωριών “Κιουτσούκ Γιουνάν – Μικρή Ελλάδα”. Στις 23 Ιουνίου του 1920, ακούω δυνατό καλπασμό ιππικού που έτρεχε στο καλντερίμι της αγοράς. Την ίδια στιγμή είδα καμιά τριανταριά Τούρκους χωριάτες οπλισμένους που έτρεχαν καβάλα στ’ άλογα, ενώ από το άνοιγμα της αγοράς φάνηκε τακτικός στρατός.
»Κατά το μεσημέρι ήρθε ο Κεμάλ και άρχισε να δίνει μυστικές διαταγές.
»Αρχίσαν να χτυπούν και να σπάζουν τις πόρτες των σπιτιών και από τη χαραμάδα του παραθύρου είδα άλλους Τούρκους να τραβούν τη γυναίκα και τα κορίτσια του προκρίτου. Άλλος Τούρκος φαινόταν που έριχνε πετρέλαιο στις πόρτες και έβαζε φωτιά για να καούν μέσα οι άνθρωποι ζωντανοί. Το διπλανό σπίτι είχε πιάσει φωτιά και είδα από τη χαραμάδα του παραθύρου μου δυο νέους να τινάζονται μέσα από τις φλόγες του σπιτιού και οι Τούρκοι να τους πυροβολούν.
»Ο Τούρκος που έβαζε φωτιά στα σπίτια ήρθε και στο δικό μου […] τιναχτήκαμε έξω με τη γυναίκα μου […]. Περνούσαμε μέσα από τους πυροβολισμούς. Ήταν σαν μια σωστή κόλαση. Τη γυναίκα μου την έχασα από την πρώτη στιγμή από τα μάτια μου […]. Βρέθηκα πεσμένος σε ένα χαντάκι […].
»Πιο πέρα έπαιζαν όργανα και καμία εικοσαριά κορίτσια του χωριού μας χόρευαν εμπρός στους Τούρκους ολόγυμνα […]. Ύστερα είδα δυο γυναίκες που έπεφταν με τα παιδιά των στην αγκαλιά στον κρημνό […]. Όταν σταμάτησαν οι πυροβολισμοί προχώρησα κατά τη ρεματιά […] εσκόνταψα σε πτώματα συγχωριανών μας, γνώριζα σκοτωμένους […].
»Σιγά σιγά αρχίσαμε να μαζευόμαστε στα βουνά του Κραν με τα μεγάλα πυκνά δάση. Όσοι σωθήκαμε […] μείναμε σαράντα μέρες χωρίς ψωμί και φαγητό με τροφή μόνο λίγα στάχια σιτάρι […]. Ο κόσμος έπνιγε τα παιδιά του γιατί φώναζαν από την πείνα.
»Έπειτα ο ελληνικός στρατός κατέβηκε στη Νικομήδεια. Αφήσαμε τα βουνά και τραβήξαμε κατά την ελληνική ζώνη.