Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται και ο ποντιακής καταγωγής συγγραφέας Φώτος Κομνηνός είναι επιστρατευμένος στον Πόντο. Μαζί με συναδέλφους του στρατιώτες σπρώχνουν βαγονέτα του στρατού γεμάτα σακιά με γαλέτες, κατά μήκος του Δαφνοπόταμου, από την Τραπεζούντα και νοτιότερα.
Μετά από ώρες καθημερινής δουλειάς έρχεται η ώρα της ξεκούρασης. Όλοι μαζί βρίσκουν σημεία για να ξαποστάσουν και τα βράδια κοιμούνται σε χάνια της περιοχής.
Ένα από αυτά τα βράδια τα βήματά τους τούς φέρνουν έξω στα χάνια του Γεσίρογλη (Γεσίρολγου). Η κατάσταση που επικρατεί δεν του αρέσει καθόλου και έτσι μαζί με κάποιον άλλο που είχε προφανώς την ίδια άποψη φεύγει για το χωριό Αμπέλια στη Ματσούκα.
Τα όσα έζησε εκείνο το βράδυ τα έχει περιγράψει με λεπτομέρεια σε άρθρο του με τίτλο «Η φιλοξενία στον Πόντο – Μια μικρή ιστορία» στα Ποντιακά Φύλλα, το 1937. Η διήγησή του βρίσκεται στο τεύχος 19 και στις σελίδες 290-292.
≈
Πολλές φορές στα μαθητικά μου χρόνια ήκουσα να εγκωμιάζεται η παροιμιώδης ελληνική φιλοξενία. Οι ξένοι στην αρχαία Ελλάδα ήσαν ιεροί και οι νόμοι της φιλοξενίας κάτω από την προστασία του πατέρα των θεών και των ανθρώπων, του Δία. Οι παραβάται των νόμων αυτών δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την οργήν του θεού και γι’ αυτό οι πρόγονοί μας εφρόντιζαν ποτέ να μην τους παραβαίνουν. Ο καθένας θα θυμάται από τον Όμηρο την φιλοξενία του πολύπαθου Οδυσσέα από τους Φαίακας και τον βασιλιά τους τον Αλκίνοο.
Με τον καιρό όμως ό θεός που επροστάτευε τους ξένους και επέβαλλε την φιλοξενία ως νόμο ιερό εξεθρονίσθη και ελησμονήθη από τους Έλληνας, και η φιλοξενία έμεινε μία παράδοσις χαρακτηριστική της κοινωνικής ζωής των προγόνων μας.
Γι’ αυτό εδοκίμασα μεγάλη έκπληξη όταν μια νύχτα τον καιρό του Παγκοσμίου πολέμου που ζήτησα καταφύγιο σ’ ένα ελληνικό χωριό, έξω από την Τραπεζούντα, στα ψηλώματα που πλαισιώνουν τον βασιλικό δρόμο, στο χωριό Αμπέλια, είδα ν’ αναζή μπροστά στα μάτια μου μια σκηνή από την αρχαιότατη και ιερώτατη παράδοση της ελληνικής φιλοξενίας, που φαίνεται πως δεν πέθανε μαζύ με τον προστάτη της θεό.
Σπρώχνοντας βαγονέττα
Κάτω από τον ωχρόν φθινοπωρινό ήλιο όλος ο λόχος προχωρούσε σιωπηλός σπρώχνοντας βαγονέττα φορτωμένα με σακκιά γαλέτες. Έτριζαν οι σκουριασμένοι τροχοί πάνω στις πρόχειρες σιδηροτροχιές, που ήταν στρωμένες σ’ όλο το μάκρος του βασιλικού δρόμου, ως τον τελευταίο σταθμό του εσωτερικού. Δέκα έσπρωχναν στο κάθε βαγονέττο κ’ ένας ήταν επικεφαλής.
Ο δρόμος ακολουθεί το ρέμμα του Ντεγιρμέν-τερέ και πλαισιώνεται από τα δεξιά με βουνά και βουναλάκια, άλλα ολόχαρα και γελαστά απ’ το γρασίδι που σκαρφαλώνει έως τις απαλές καμπυλωτές ράχες τους και γλείφει από τα πλάγια τις άμετες ρεματιές τους, κι άλλα κάπως βαριά, σκοτεινά και δασωμένα. Βατουριές και δέντρα συμπλέκονται και ανάμεσά τους ξεχωρίζουν φιδωτά πετροσπαρμένα μονοπάτια που φέρνουν σε καρπερά χωριά πίσω από τα ορθόψηλα ψηλώματα.
Η σκόνη μάς πνίγει καθώς την στροβιλίζουν οι φθινοπωρινές πνοές.
Και ο δρόμος μας φαίνεται ατέλειωτος. Η κούρασις αρχίζει από τα πρώτα χιλιόμετρα.
Πρώτος σταθμός. Κοντά σε μια βρυσούλα σταματούν τα βαγονέττα. Από τα κράσπεδα του δρόμου αρχίζει η πρασινάδα. Το χόρτο, βαθυπράσινο, υγρό, τρέμει με τις ελαφρές πνοές, και τα φύλλα των δέντρων κάτι μουρμουρίζουν. Στο βάθος ξεχωρίζουν δύο τρία χωριατόσπιτα, ανάμεσα σε νεοσκαμμένα χωράφια.
Κάθομαι σε μια πέτρα συλλογισμένος. Ο ρόλος μου, ρόλος υποζυγίου, μου βαραίνει την ψυχή. Παρέκει οι σύντροφοι μουσκεύουν στο δροσερό νερό γαλέτες και τρώνε με όρεξη.
Ξεκινούμε πάλι.
Οι ώρες κυλούν αργά σαν τ’ αραιά σύννεφα που αιωρούνται στον γαλάζιον ουρανό. Κάποτε ένας συγκεχυμένος θόρυβος ανάμικτος από φωνές κόβει το μονότονο στρίγγλισμα των τροχών. Κάποιο από τα βαγονέττα εκτροχιάζεται, τα σακκιά κατρακυλούν ως την ισιάδα. Η συνοδεία σταματά, θα ξαναφορτωθή το βαγονέττο.
Κατά το μεσημέρι φτάνομε στα χάνια του Μιχιρτζή. Ένας μικρός σταθμός με μερικά άθλια καταλύματα και καφενεία. Εδώ θα γευματίσωμε. Μαύρο ψωμί κ’ ελιές ελληνικές.
Όσο η ώρα προχωρεί, τόσο και πιο καταθλιπτική μου φαίνεται η ζωή.
Σε μια ώρα ξαναπαίρνομε το δρόμο. Απ’ εδώ αρχίζει το μαρτύριο. Ανηφορίζει εκεί ο δρόμος, αλλού κατηφορίζει. Τα χέρια διαρκώς στα βαγονέττα, σα γάντζοι, πότε σπρώχνουν με δύναμη, και πότε συγκρατιούνται.
Η κούραση λυγίζει τα πόδια.
Ο ήλιος γέρνει πια και το πρώτο σκοτάδι απλώνεται αχνό τριγύρω.
Σε λίγο φτάνομε στο σταθμό της διανυκτερεύσεως, στο Γεσίρογλη (Γυιος του αιχμαλώτου).
Νύχτα στα ψηλώματα
Διακόσιοι πενήντα άνθρωποι θα βολευτούμε στα χάνια και στα καφενεία. Ζώα και άνθρωποι σε συναγελασμό.
Άθλιοι είναι οι θάλαμοι που μας περιμένουν. Τα ξύλινα σκονισμένα πατώματα τρίζουν κάτω από τα πόδια. Η ατμόσφαιρα είναι βαρειά από τους καπνούς και τις διάφορες ακαθόριστες μυρουδιές του σταύλου, των ανθρώπων.
Τρέχουν όλοι να εξασφαλίσουν μια γωνιά.
Ρίχνω μια ματιά ανάμεσα από τα θαμπά τζάμια. Το σκοτάδι φιλούσε τους γυμνούς βρωμερούς τοίχους, πάνω στους οποίους αγωνίζετο μια καπνισμένη λάμπα πετρελαίου να ρίξη τις χλωμές ις ανταύγειες της. Γύρω στα τραπέζια οι μορφές μου φαίνονται αλλόκοτες, σκληρές. Οι χορταρένιοι καναπέδες καγχάζουν λες με τις μεγάλες τρύπες που ανοίγουνται σα στόματα πελώρια πάνω στον πολυκαιρισμένο μουσαμά τους.
Ένας αόριστος φόβος, συγκερασμένος μ’ ένα παράξενο αίσθημα αδυναμίας να μπω μέσα σ’ αυτούς τους θαλάμους, μ’ έσπρωξε να ζητήσω γύρω μου κάποιον να μοιραστώ μαζί του την ψυχική μου αγωνία.
Και δεν άργησα να τόνε βρω. Ήταν ακουμπισμένος σε μια γέρικη βαλανιδιά. Ο Βασίλης ο τσαγγάρης. Ξανθός μεσόκοπος, με μάτια γαλανά.
Τον πλησιάζω. Αλλάξαμε σιγά κάμποσες λέξεις και σε λίγο γλιστρούμε σα σκιές πίσω από τα καφενεία.
Προχωρούμε βιαστικοί από τη ρεματιά. Πάνω μας απλώνουν ορθοί οι ήσκιοι των βουνών. Τα πετραδάκια της ρεματιάς τρίζουν κάτω από τα πόδια μας.
Το σκοτάδι δυναμώνει. Παίρνομε το μονοπάτι που μόλις ξεχωρίζει. Ανεβαίνομε λαχανιασμένοι κατά τα ψηλώματα. Σε μισή ώρα είμαστε μέσα στα χωράφια.
Κάποιος σκύλος γαυγίζει. Αλλάζομε κατεύθυνση. Σε λίγο κι’ άλλος και σε κάμποσα λεπτά πεντέξη σκύλοι αγριεμένοι μάς κυνηγούν μέσ’ τα χωράφια.
Τρέχομε τρελλά μέσ’ στο σκοτάδι. Οι σκύλοι πληθαίνουν ολοένα. Είμαστε σε χωριό. Αυτό μάς έδωσε λιγάκι θάρρος. Μάς ένιωσε και κάποιος χωρικός, φώναξε στα σκυλιά και το τρελό κυνηγητό σταμάτησε. Ζυγώνουμε.
-Καλησπέρα, θείο, ευχαριστούμε σε.
-Τίποτε, τίποτε, παιδία. Άμα πως ερούξετεν αοίκον ώραν αδακές;
-Θείο, σην αγγαρείαν είμες, σύρομε βαγόνια σον βασιλικόν σον δρόμον κ’ επουαλεύταμε, είπαμε ας πάμε σο χωρίον, κάτ’ θα βρίκωμε και τρώομε και κείμες και κοιμούμες.
-Τσίπ’ έμορφα εποίκετεν, άμα αν πιάνε σας! Ας εν. Πάμε ατώρα σ’ εμέτερα. Κάτ’ θ’ ευρίεται να τρώτεν.
Στο χωριατόσπιτο όπου ξαναζή η αρχαία παράδοσις
Και με την συνοδεία του καλού γέρου τραβήξαμε για το σπίτι του, κάπου δέκα λεπτά μακριά απ’ τα χωράφια.
Χτύπησε την πόρτα. Μας άνοιξε ένας γερός ηλιοκαμένος νέος.
Ο γέρος είπε με κάποια υπερηφάνεια:
-Ο γυιό μ’ εν’, ο γυιόν μ’. Ορίστε σο φτωχικό μας, ορίστε.
Μπήκαμε μέσα στο σπίτι από μια βαριά ξύλινη πόρτα σιδεροδεμένη. Καθώς την έκλεισε ο νέος, είδα να την ασφαλίζη με έναν τεράστιο σύρτη από τετραγωνισμένο ξύλο, χόντρος όσο ένας βραχιόνας ανθρώπου, που γλιστρούσε μέσα σε τέσσαρες μεγάλους χαλκάδες και στηριζόταν σε μια ανάλογη εσοχή του τοίχου. Το πάτωμα κάτω ήτο πατημένο χώμα. Σε χαμηλά σκαμνιά κάθουνταν την ώρα που μπήκαμε μια γρηά με δυο κοριτσόπουλα, τα εγγόνια της. Όλοι σηκώθηκαν και μας καλωσώρισαν.
-Καλώς τους ευλογημένους.
Το τζάκι άναβε στη γωνιά.
Ο γέρος έδωσε μια σιγανή διαταγή, κ’ ένα «χαλκόν» γεμάτο νερό στήθηκε πάνω απο τη φωτιά, κρεμασμένο από την «κουκάρα», μιαν αλυσίδα γερή και μαυρισμένη στερεωμένη στο δοκάρι της σκεπής, που τελείωνε σε γάντζο.
Έρριξα μια ματιά γύρω μου. Απέναντί μου στον τοίχο ήταν ένα μεγάλο κοίλωμα ορθογώνιο, όπου ήταν τοποθετημένο το «ζύμωτρο», με τ’ άλλα σύνεργα του ζυμώματος και πλάγι του ένα μικρότερο κοίλωμα, «πατωχάν», όπου ήσαν διάφορα οικιακά σκεύη, και πλάγι ένα ξύλινο πλαίσιο με θέσεις, για τα πιάτα, «τα τσανάκια» και τα «τσουκάλια» του γιαουρτιού, και πλάγι σ’ αυτά άνοιγε μια δεύτερη εξωτερική πόρτα, αντίκρυ ακριβώς στην πρώτη και με τον ίδιο τρόπο αμπαρωμένη.
Στο βάθος του μεγάλου αυτού θαλάμου ήταν ο φούρνος με το σιδερένιο σκέπασμά του και στην δεξιά γωνιά στηρίζονταν στον τοίχο η «πυρίφτε» (ξύλινο επίπεδο φτυάρι με μακρύ χερούλι) και η «καταμάγια» (κομμάτι πανί δεμένο στην άκρη ενός κοντού, για το καθάρισμα του φούρνου, η πάνα). Κοντά στην πρώτη πόρτα ήταν αραδιασμένα σε πετρόκτιστη βάση τα «τεστία» (στάμνες) του νερού.
Ένα λυχνάρι αρχαϊκό εκάπνιζε μέσα σε μια μικρή εσοχή του τοίχου.
Ιδρωμένοι όπως είμαστε χωθήκαμε κοντά στη φωτιά, στο τζάκι, στο «
». Μα σε λίγο βλέπομε τη γρηά να φέρνη μια λεκάνη και ζεστό νερό, να πλυθούμε. Έθιμο που μοιάζει σα μακρυνή απήχησις των παλαιών ελληνικών νόμων της φιλοξενίας.
Παραπέρα, στο μαγκάλι, η νύφη, η μητέρα των παιδιών, ετοίμαζε μέσα στο τηγάνι αυγά με βούτυρο, ενώ οι δυο της κόρες έστρωναν το «χαμελόν το τραπέζ‘», ένα στρογγυλό χαμηλό τραπέζι δίχως πόδια, με βάσεις ύψους 15-20 εκατοστμ. Από μια ντουλάπα έβγαλε δυο πηρούνια και κουτάλια ξύλινα, «χουλιάρια», η μικρή, κι’ ο γέρος από μέσα έφερε ένα καρβέλι μαύρο ψωμί, «λαζουδένεν ψωμίν», και έκοψε μερικές φέτες.
Με χίλιες δυο περιποιήσεις μάς έβαλαν να καθήσουμε σταυροπόδι στο τραπέζι. Ήταν εξαιρετικά ευχάριστο για μας ένα τέτοιο δείπνο, ύστερα από τόσα βάσανα.
Η ζωηρότης του σπιτικού μας έκανε εντύπωση.
Όλοι εκεί μέσα εκινούντο με προδιαγεγραμμένο σχέδια. Θαυμαστή κατανομή της εργασίας.
Σήκωσαν τα τραπέζι, μαζευτήκαμε γύρω στο τζάκι, όπου ένα μεγάλο κούτσουρο ήταν η μάνα της φωτιάς και κουβεντιάζαμε με το γέρο. Στο μεταξύ η γρηά ετοίμαζε κάτι σε μια γωνιά, μέσα σ’ έναν τενεκέ του πετρελαίου. Όπως εκατάλαβα αργότερα ήταν το «πλημίν» της αγελάδος, το φαΐ της. Έρριξε ζεστό νερό, αλάτι, τ’ ανακάτεψε κ’ η μυρωδιά φρέσκων χορταρικών σκόρπισε γύρω. Πήρε έπειτα τον τενεκέ κι άνοιξε μια καταπακτή που ήτανε στο μπροστινό κράσπεδο του μεγάλου θαλάμου, κάτω ακριβώς απο το σανίδωμα που εχώριζε τους κοιτώνες απ’ αυτόν, και κατέβηκε στη μάντρα. Η καταπακτή αυτή λεγόταν «καταρράχτες».
Καθώς ήμασταν κουρασμένοι μας επρότειναν να κοιμηθούμε νωρίς. Δεν είχαμε βέβαια αντίρρηση. Στην κρεβατοκάμαρα μας επερίμενε μια έκπληξη. Βρήκαμε στρωμένα δυο κρεβάτια που θα τα ζήλευε και αρχοντόσπιτο ακόμα, τόσο καθαρά και αναπαυτικά εφαίνοντο.
Οι κρεβατοκάμαρες στα χωριατόσπιτα ήσαν δυο τρία δωμάτια σε ύψος κατά 15-20 εκατστμ. υψηλότερα από το μεγάλο θάλαμο με το χωμάτινο δάπεδο και είχαν εξαιρετικώς ταβάνια και σουβατισμένους τοίχους, ενώ του καθημερινού θαλάμου η οροφή ήτανε ξέσκεπη, με τα δοκάρια φανερά. Έτσι όπως ήτανε χτισμένα τα δωμάτια αυτά είχαν από κάτω τα μαντριά, και προς τα πίσω έβλεπαν σε ανοιχτό εξώστην στηρισμένον πάνω σε στύλους, από κάτω από τον οποίον ήτανε το λιθόστρωτο προαύλιο του σταύλου και παραμπρός ένα ευρύ κοίλωμα, τετράγωνο συνήθως, όπου απορρίπτεται η κόπρος των ζώων η «κοπροθέκα».
Επίλογος
Κατά τις 5 το πρωί ξυπνήσαμε ξεκούραστοι. Η ζωή μέσα στο χωριατόσπιτο εβούιζε από τις 4 ακόμα και στα χωράφια πέρα αντηχούσαν φωνές μαζί και μουγκρητά.
Η φιλόξενη βραδυά μου έδιωξε τις μαύρες σκέψεις.
Μας επρόπεμψαν όλοι ως την άκρη του χωριού που γελούσε κάτω από τις ωχρές ακόμα αχτίδες του πρωινού ήλιου και κατηφορίσαμε προς τον καταυλισμό για να συνεχίσουμε το υποζυγιακό μας έργο. Ξέχασα να σας πω ότι την ώρα που μας έσφιξε τα χέρια ο γέρος έβγαλε από την εγχώρια χρωματιστή τσάντα που κρεμότανε στον ώμο του δύο πακέτα, «για τον δρόμον», όπως είπε.
Έτσι έφτασε μια νύχτα να μου δείξη πως η ελληνική παράδοσις της φιλοξενίας δεν πέθανε ποτέ, αλλά ζη και θα ζη αιώνια.
Φώτος Κομνηνός