Από το παλιό καταμάγιον, που μάλλον προέρχεται από το ρήμα καταμάσσω, αν και δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη καταγραφή του ουσιαστικού, προκύπτει το καταμάγια (η), στον πληθυντικό καταμάγιας (τα).
Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικό λεξικό της ποντικής διαλέκτου αναφέρει ότι πρόκειται για τη σκούπα από κουρελόπανα, τα οποία οι νοικοκυρές έβρεχαν και στη συνέχεια καθάριζαν τον πυρωμένο φούρνο προτού βάλουν μέσα τα ψωμιά. Μεταφορικά η λέξη χρησιμοποιείται για κάποιον που είναι πολύ λερωμένος, μαυρισμένος, βρόμικος.
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.