Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, συνεπικουρούμενες από το Κατάρ, τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία, επί δεκατέσσερα χρόνια προσπαθούσαν και τελικά το κατάφεραν, να ανατρέψουν τον Μπασάρ αλ Άσαντ και να οδηγήσουν τη Συρία και την ευρύτερη περιοχή στην επόμενη ημέρα.
Η ανατροπή αυτή οδήγησε στη μείωση της επιρροής που ασκούσαν Ρωσία και Κίνα στη Συρία, ενώ σχεδόν εκμηδένισε την ισχυρή και σοβαρότατη επιρροή που ασκούσε η Τεχεράνη και οι Φρουροί της Ισλαμικής Επανάστασης όχι μόνο στη χώρα αυτή, αλλά και στον γειτονικό Λίβανο, αφού η Χεζμπολάχ έχασε σχεδόν κάθε «δρόμο» ενίσχυσής της με οπλικά συστήματα ακόμα και με χρήματα.
Η Συρία είναι μια χώρα που, με την ίδρυσή της αμέσως μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτέλεσε έναν από τους βασικότερους πυλώνες της αρχιτεκτονικής της περιοχής της Μέσης Ανατολής, της Ανατολίας και της Ανατολικής Μεσογείου, εξασφάλιζε την μεταοθωμανική ισορροπία μεταξύ Τουρκίας, Λιβάνου, Ισραήλ-Παλαιστίνης, Ιορδανίας και Ιράκ.
Η χώρα αυτή, διοικούμενη επί σχεδόν επί μισόν αιώνα από τον πατέρα και υιό Άσαντ, με ένα αυταρχικό πλην όμως κοσμικό σύστημα, που δεν επέτρεπε την εμφάνιση του πολιτικού Ισλάμ, ούτε την εκμετάλλευσή του από χώρες όπως η Τουρκία, ενώ δημιούργησε έναν υπερεθνικό και υπερθρησκευτικό πατριωτισμό, υπό την προϋπόθεση να μην αμφισβητούσες το καθεστώς, παρότι το κυβερνών κόμμα Μπάαθ καλλιεργούσε τον αραβικό εθνικισμό.
Η ανατροπή του Άσαντ, που οδήγησε στην κατάρρευση της εξουσίας του κόμματος Μπάαθ, ήταν η κορύφωση του σχεδίου ΗΠΑ-Ισραήλ, που ήταν σε εξέλιξη από τις αρχές του 2011, οι οποίες αυτές δυνάμεις χρησιμοποίησαν το εξτρεμιστικό Ισλάμ και την τρομοκρατική οργάνωση Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ, μετεξέλιξη της Αλ Κάιντα και της Αλ Νούσρα, η οποία οργάνωση, διά του Αχμέντ αλ Σαράα, προσπαθεί να ελέγξει την κατάσταση και να κυβερνήσει μια καταστραμένη χώρα από τον δεκατετραετή πόλεμο.
Όμως, κατά το «δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται», σε μια Συρία με εντελώς αδύναμη εξουσία, νέοι μνηστήρες προσπαθούν να δημιουργήσουν τις βάσεις για να ασκούν τη δική τους επιρροή στη χώρα αυτή.
Η Τουρκία του Ερντογάν, που αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια του πολέμου, εισέβαλε τρεις φορές και κατέχει εδάφη της Συρίας, υπό το πρόσχημα της καταπολέμησης της «κουρδικής τρομοκρατίας», εκμεταλλευόμενη τις στενές σχέσεις που έχει με τη νέα κυβέρνηση της Δαμασκού, αφού ήταν ο βασικός υπεργολάβος στο πεδίο, για την υποστήριξη των ισλαμιστικών τρομοκρατικών οργανώσεων που πριόνιζαν το κλαδί που καθόταν ο Άσαντ, προσπαθεί να εκμεταλλευθεί τη «χρυσή ευκαιρία» που θεωρεί ότι της δίδεται, για να υλοποιήσει το «νεοοθωμανικό» της όνειρο στην επικράτεια της Συρίας.
Όμως, τα νεοοθωμανικά σχέδια του Ερντογάν σκοντάφτουν στα σχέδια που έχει το Ισραήλ του Νετανιάχου για την περιοχή, σχέδια που θέλουν να επεκτείνουν την επιρροή του Ισραήλ στη νότια και ΒΑ Συρία, μέχρι και το Νότιο Κουρδιστάν (Β. Ιράκ), φθάνοντας στα σύνορα του Ιράν.
Όμως τα σχέδια των δύο αυτών χωρών είναι εκ των πραγμάτων αντικρουόμενα, αφού το Ισραήλ, μετά την εξάλειψη της απειλής που συνιστούσε η παρουσία των πολιτοφυλακών των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης στα σύνορά του, δεν θέλει επ’ ουδενί να την αντικαταστήσει μια άλλη απειλή, τη φορά αυτή με νεοοθωμανικό μανδύα.
Αυτός είναι ο λόγος που η ισραηλινή πολεμική αεροπορία, αφού κατέστρεψε πρώτα τις υποδομές των ενόπλων δυνάμεων της Συρίας, στρατού ναυτικού και πολεμικής αεροπορίας, βομβάρδισε και αεροπορικές και ναυτικές βάσεις στις οποίες σχεδιάζει να εγκατασταθούν στοιχεία της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας και πολεμικού ναυτικού.
Το Ισραήλ και η Τουρκία, είναι δύο χώρες σύμμαχοι των ΗΠΑ, γι’ αυτό ο πρόεδρος Τραμπ έχρισε τον πρέσβη στην Άγκυρα Τομ Μπάρακ, προσωπικό του απεσταλμένο για τη Συρία, αναθέτοντάς του την αποστολή να χτίσει τις βάσεις για την επόμενη ημέρα στη χώρα αυτή, όπου θα πρέπει να συνυπάρχουν «αρμονικά», εκτός από τους Άραβες Σουνίτες, του Αλαουίτες, τους Χριστιανούς, τους Δρούχους και τους Κούρδους, το Ισραήλ και η Τουρκία.
Το πρόσφατο ταξίδι του Τόμας Μπάρακ στην Ουάσιγκτον και η συνάντησή του με τον πρόεδρο Τραμπ και τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, είχε αυτόν τον αντικειμενικό σκοπό.
Πάντως, το Ισραήλ παρουσίασε στον Τομ Μπαράκ, ο οποίος βρισκόταν στο Ισραήλ την περασμένη εβδομάδα, τις «κόκκινες γραμμές» του για τη Συρία, οι οποίες περιλαμβάνουν την απουσία τουρκικών βάσεων στη Συρία, την αποστρατιωτικοποίηση της νότιας Συρίας και την μη ανανέωση της παρουσίας του Ιράν ή της Χεζμπολάχ.
Επίσης, το Axios, επικαλούμενο έναν Ισραηλινό αξιωματούχο, αναφέρει ότι ο Νετανιάχου υπέδειξε στον Αμερικανό διπλωμάτη ότι θέλει να διαπραγματευτεί μια νέα συμφωνία ασφαλείας με τη Συρία, ως βήμα προς μια ειρηνευτική συμφωνία. Η νέα συμφωνία θα επικαιροποιούσε τη συμφωνία αποδέσμευσης του 1974 μεταξύ των χωρών και θα ξεκινούσε τη διαδικασία πλήρους ειρήνης.
«Θέλουμε να προσπαθήσουμε να προχωρήσουμε προς την ομαλοποίηση των σχέσεων με τη Συρία το συντομότερο δυνατό», λέει ανώτερος Ισραηλινός αξιωματούχος, ο οποίος πρόσθεσε ότι «Είναι καλύτερο για το Ισραήλ η συριακή κυβέρνηση να είναι κοντά στις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία παρά στην Τουρκία».
Όμως οι προσπάθειες του Τομ Μπάρακ δεν περιορίζονται στη γεφύρωση του χάσματος που παρατηρείται μεταξύ Ισραήλ-Τουρκίας στη Συρία. Προσπαθεί να κλείσει και ένα άλλο χάσμα, αυτό που χάσκει μεταξύ Τουρκίας και Κούρδων της Συρίας, για το οποίο θα αναφερθούμε στο άρθρο μας της Κυριακής.