Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού αίνος». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ϛ’. Ήρθε, λοιπόν, η οσία και άντλησε σοφία.
Γιατί, καθώς απάντησε των όλων τον Δεσπότη να στέκει εκεί κατάκοπος και να ’ναι διψασμένος
και να της λέει: «Δώσ’ μου να πιώ, δώσ’ μου να ξεδιψάσω», δεν φέρθηκε απότομα·
τα λόγια της τα πρόσεξε, κι αυτό είναι που Του είπε: «Και πώς ζητάς από εμέ, ως Ιουδαίος που είσαι;».
Πρώτα Τού υπενθύμισε τη διαφορά που είχανε στης πίστης τους το δόγμα, κι έπειτα, έτσι συνετά, είπε κι αυτή ν’ ασχοληθεί με δίψες και με πιόμα.
Γιατί δεν είπε, βέβαια: «σε Σένα που είσαι αλλόφυλος να πιεις δεν θα Σου δώσω»,
αλλ’ είπε: «Πώς και μου ζητάς;», όπως στον Άγγελο είχε πει κάποτε η Θεοτόκος:
«Μα πώς θα γίνει τούτο; Πώς και Αυτός που υπάρχει μα μάνα δεν Τον γέννησε, θα έχει για μητέρα Του τώρα όπως λες εμένα; Αυτός δεν
»δίνει σ’ όλους
»αγαλλιασμό και λυτρωμό;»
ζ’. Κι έτσι η Σαμαρείτιδα, μου φαίνεται πως στη Συχάρ με χρώματα ολοζώντανα δυο εικόνες ζωγραφίζει ‒κι ωραία συμβολίζει‒ στη μια την Εκκλησία, στην άλλη τη Μαρία.
Γι’ αυτό, τη Σαμαρείτιδα και το παράδειγμά της ας μην το προσπεράσουμε έτσι στα βιαστικά, αλλά να εντρυφήσουμε, γιατί έχει νοήματα που την καρδιά ευφραίνουν.
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, κι ας πούμε ότι στον Πλάστη λιγάκι πιο αναλυτικά τα εξήγησε η γυναίκα: «Πώς από εμέ ζητάς εσύ;
»Πες πως σου δίνω εγώ να πιεις. Πίνοντας, όμως, το νερό σύμφωνα με τα έθιμα που έχετε εσείς οι Ιουδαίοι,
»κάπως θα συμβολίσουμε ότι σε παίρνω για άνδρα, λες κι είμαστε ομόθρησκοι».
Η καλή μου Σαμαρείτιδα, πόσο ωραία τα λέει! Σκιαγραφώντας μυστικά
έκανε το πηγάδι της κολυμβήθρας σύμβολο· μ’ αυτήν την κολυμβήθρα ο Κύριος συγκατάλεξε ανάμεσα στους δούλους Του κι ετούτη τη γυναίκα.
Ο Κύριος που παρέχει
αγαλλιασμό και λυτρωμό.
η’. «Τώρα αυτά που θα σου πω, γυναίκα, άκουσέ τα», της λέει τότε ο Ιησούς.
«Τι σου δωρίζω αν ήξερες και ποιος στ’ αλήθεια είναι αυτός που σου ’πε:
»“δώσε μου λίγο νερό αν θέλεις”, θα του ζητούσες η ίδια σου αν θέλει να σου δώσει το νάμα το ζωοποιό·
»γιατί, αυτός παρέχει όχι οποιοδήποτε, νερό μα της ζωής το ύδωρ». Σε τούτα αυτή ανταπάντησε όλο αμφιβολία:
«Κάδο να ρίξεις για νερό δεν βλέπω να διαθέτεις, και το πηγάδι είναι βαθύ· ετούτο το νερό που λες πως δίνεις πού το βρήκες;
»Μήπως απ’ τον προπάτορα τον Ιακώβ νομίζεις πως είσαι εσύ καλύτερος ή μήπως σπουδαιότερος;
»Γιατί αυτός απ’ τα παλιά μάς έφτιαξε και έχουμε ετούτο το πηγάδι.
»Πώς, το λοιπόν, έρχεσαι εσύ τώρα και λες ετούτο:
»“Έχω για να σου δώσω νάματα ζωογόνα που δεν στερεύουνε ποτέ και δίνουν
σ’ όποιον τα ζητά
»αγαλλιασμό και λυτρωμό;”».
θ’. «Φαίνεται δεν κατάλαβες, γυναίκα, τι σου λέω, κι ο νους σου δεν προχώρησε μέχρις εκεί που θέλω.
»Γι’ αυτό, σκύψε κι άκου καλύτερα και άνοιξε το νου σου,
»για να έρθω μέσα, για να μπω και μόνιμα να μείνω, καθώς αυτό επιθυμώ.
»Γιατί από τούτο το νερό που έχει το πηγάδι, και κάθε μέρα όσο κι αν πιεις και πάλι θα διψάσεις.
»Μα το νερό που δίνω εγώ, σ’ όσους καταφλέγεται η καρδιά τους από πίστη, από τη δίψα που έχουνε θα τους καταδροσίσει.
»Και σαν το πιουν στα μέσα τους θε να γενεί ποτάμι
»που με ορμή θα ξεπηδά, κρουνός αθανασίας που θ’ αναβλύζει τη ζωή, ζωή που θα ’ν’ αιώνια.
»Απ’ το νερό, βεβαίως, αυτό, πρότερα δοκιμάσανε στην έρημο οι Εβραίοι, μα εκείνοι τότε στα παλιά δεν γνώρισαν,
»δεν βρήκαν
»αγαλλιασμό και λυτρωμό».
ι’. Κι έτσι η Σαμαρείτιδα, ακούγοντας τα λόγια αυτά, σιγά-σιγά την έπιανε μια δίψα και την ίδια.
Κι έτσι τα πράγματα άλλαξαν κι ήρθαν τα πάνω κάτω. Αυτή που είχε το νερό για να ποτίσει άλλους,
τώρα διψούσε η ίδια της· κι Αυτός που πριν διψούσε, τώρα προσφέρει το νερό.
Πέφτει, λοιπόν, στα πόδια Του η γυναίκα και ζητάει:
«Απ’ το νερό αυτό που λες», του είπε, «Κύριε δώσ’ μου,
»ώστε να μην κουράζομαι· γιατί έρχομαι συνέχεια σε τούτο το πηγάδι που ο Ιακώβ μού χάρισε.
»Φτάνει, αρκεί με τα παλιά που έχουν πια γεράσει· τα νέα ας ανθήσουνε!
»Τα πρόσκαιρα, όσα αρκούν μονάχα τόσο λίγο, είναι καιρός να φύγουνε. Γιατί, ήρθε τώρα η ώρα του νέου αυτού, σπουδαίου νερού που έχεις καθώς λέγεις.
»Αυτό ας αναβλύζει πια κι αυτό να μας ποτίζει, εμένα κι όλους όσοι με πίστη Σού γυρεύουνε, με πίστη
»Σού ζητάνε
»αγαλλιασμό και λυτρωμό».
ια’. «Αν θέλεις να σου δώσω ποτάμι τ’ άχραντα νερά,
»πήγαινε να φωνάξεις τον άνδρα σου να έρθει εδώ. Δεν φέρομαι όπως εσύ·
»βλέπεις πως δεν σου λέω: “Εσύ είσαι Σαμαρείτιδα· πώς κι από μένανε ζητάς νερό για να σου δώσω;”.
»Δεν θα σε βασανίσω παίζοντας με τη δίψα σου. Αφού κι εγώ τραβώντας σε με τη δικιά μου δίψα, σε δίψα είναι που σ’ έφερα.
»Τον διψασμένο σού έκανα κι ως διψασμένος φάνηκα ταλαίπωρος τελείως, για να σου δείξω πως διψάς πολύ κι εσύ η ίδια.
»Άντε, λοιπόν, και πήγαινε· φώναξε και τον άνδρα σου και έλα πάλι πίσω».
Τότε η γυναίκα απάντησε: «Δεν έχω άνδρα, αλίμονο». Της λέει ο Πλάστης τότε:
«Δεν έχεις, όντως, άνδρα. Γιατί είχες πέντε ως τώρα, κι ο έκτος που είσαστε μαζί δικός σου δεν θα γίνει,
»ώστε έτσι να κερδίσεις
»αγαλλιασμό και λυτρωμό».