Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται ο διπλωματικός μαραθώνιος ανάμεσα σε Ελλάδα και Αίγυπτο για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Μονής της Αγίας Αικατερίνης Σινά, του παλαιότερου εν λειτουργία χριστιανικού μοναστηριού στον κόσμο.
Αύριο αναμένεται στο Κάιρο ομάδα τεχνοκρατών από τα ελληνικά υπουργεία Παιδείας, Πολιτισμού και Εξωτερικών, καθώς το Εφετείο της Ισμαηλίας φέρεται να αφήνει στον αέρα τη λειτουργία της μονής. Από την απόφαση των 160 σελίδων έχει δημοσιοποιηθεί μόνο ένα μικρό μέρος.
Σύμφωνα με τα όσα έγιναν γνωστά από αιγυπτιακά μέσα ενημέρωσης, αλλά και με βάση αναφορές του αιγυπτιακού υπουργείου Εξωτερικών, η απόφαση έχει δύο πτυχές: προβλέπει ότι η μοναστική κοινότητα μπορεί να κάνει χρήση των εγκαταστάσεων της μονής για άσκηση των θρησκευτικών τελετουργιών για όσο διάστημα είναι παρούσα εκεί και υπό τον Αρχιεπίσκοπο Δαμιανό.
Ωστόσο, η ρητή αναφορά στον Αρχιεπίσκοπο δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για το μέλλον, αφού είναι 91 ετών και επιπλέον είναι ο μόνος που έχει αιγυπτιακή υπηκοότητα. Οι μοναχοί μένουν με βίζα που ανανεώνεται κάθε χρόνο. Τι θα γίνει λοιπόν όταν έρθει η ώρα διαδοχής;
Επίσης, το δικαστήριο φαίνεται να απεφάνθη ότι όλοι οι χώροι θεωρούνται αρχαιολογικοί και εποπτεύονται από το Ανώτατο Συμβούλιο Αρχαιοτήτων, καθώς και ότι περιέρχονται απευθείας στο αιγυπτιακό κράτος μια σειρά από ιδιοκτησίες.
Σε αυτές περιλαμβάνονται οι μεγάλοι κήποι έξω από τα τείχη, από τους οποίους εξαρτάται η τροφοδοσία, οι κήποι των Αγίων Σαράντα όπου βρίσκονται οι πηγές νερού με ό,τι αυτό συνεπάγεται, οι κήποι των Αγίων Αναργύρων με τους αρχαίους ελαιώνες από τους οποίους παράγεται το ελαιόλαδο της μονής, οι κήποι της Μεγάλης Επιστήμης όπου ασκήτεψε ο Άγιος Παΐσιος, και η σπηλιά του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος που θεωρείται τοπόσημο ιδιαίτερης θρησκευτικής σημασίας.
Πίσω από τις κινήσεις αυτές οι εκπρόσωποι της σιναϊτικής κοινότητας βλέπουν να εξελίσσεται ένα σχέδιο που εξυπηρετεί την επιδίωξη τουριστικής αξιοποίησης της περιοχής και μετατροπής της μονής σε τουριστικό αξιοθέατο χωρίς τους περιορισμούς που τίθενται από τη διατήρηση του μοναστικού βίου.
«Μας λένε οι Αρχές, και συγκεκριμένα η Αρχαιολογική Υπηρεσία, πως “ναι μεν τα έχετε για χρήση, αλλά είναι δικά μας”, η οποία πολύ αργά έμαθε ότι εμείς φυλάσσομε με τη δική μας εργασία, τον δικό μας κόπο και από τα δικά μας έργα έναν θαυμάσιο θησαυρό από τον 6ο αιώνα μέχρι σήμερα. Και σήμερα μας λένε ότι δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να τα διαχειριζόμαστε», ανέφερε ο Αρχιεπίσκοπος του Σινά, Φαράν και Ραϊθώ Δαμιανός.
Η επιτροπή των τεχνοκρατών που θα μετέχει στις συνομιλίες στο Κάιρο έχει εντολή να διαφυλάξει την αρχιτεκτονική του εξωδικαστικού διακανονισμού που είχε επιτευχθεί, και να αποτρέψει όσα επιχειρεί το αιγυπτιακό καθεστώς με επίκληση της πρόσφατης δικαστικής απόφασης.
Στον πυρήνα της ελληνικής επιχειρηματολογίας βρίσκεται το άρθρο 3 του διακανονισμού, βάσει του οποίου αναγνωρίζεται ρητώς ότι «το μοναστήρι, τα κτήριά του, τα οικόπεδά του, οι εκκλησίες και τα συναφή κτήρια αποτελούν ιδιοκτησία του Μονής που ανήκει στο ελληνορθόδοξο δόγμα».
Η αιγυπτιακή πλευρά, με βάση τα ως τώρα δείγματα, επιδιώκει αναθεώρηση της συμφωνίας ή υπογραφή νέου κειμένου «συμβατού με την απόφαση του δικαστηρίου». Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι επιχειρείται αποσύνδεση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος από την «αναγνώριση της ιερότητας» του χώρου, ένα τέχνασμα που μετατρέπει το ιστορικό μοναστήρι σε μνημείο υπό κρατική διαχείριση και τους μοναχούς «φιλοξενούμενους».
Η λύση ενδεχομένως να περάσει από έναν λεπτομερή επανασχεδιασμό του διακανονισμού, ο οποίος θα διασφαλίζει νομικά τα ουσιώδη δικαιώματα της Μονής του Σινά, χωρίς να εκθέτει την αιγυπτιακή κυβέρνηση στο εσωτερικό της.