Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού αίνος».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο
Ο Κύριος σαν έφτασε σ’ εκείνο το πηγάδι,
μια Σαμαρείτιδα απαντά· κι έλεγε αυτή στον Εύσπλαχνο και Τον παρακαλούσε:
«Της πίστης το γλυκό νερό Κύριε αν θέλεις δώσ’ μου,
να λάβω τ’ άγια νάματα κι εγώ της κολυμβήθρας:
αγαλλιασμό και λυτρωμό.
Οίκοι
α’. Το τάλαντο που σου έλαχε, σου είναι δωρισμένο· ψυχή μου, αχ! ψυχούλα μου, κοίτα να μην το θάψεις,
ώστε να μην αναγκαστείς να υποστείς καημένη αυτόν τον εξευτελισμό ένεκα ραθυμίας,
τη μέρα εκείνη που ο Θεός, θα κρίνει όλον τον κόσμο.
Γιατί σαν θα ’ρθει τότε, το χρήμα παραχρήμα θα απαιτήσει από σε.
Τον φόρο που σου αναλογεί θα έρθει να εισπράξει· θα τα υπολογίσει, όχι με το κεφάλαιο που έλαβες το αρχικό, αλλά με όσα κέρδισες απ’ την επένδυσή του.
Γιατί απ’ τον καθένα, ζητάει στην αποπληρωμή το δάνειο με τον τόκο.
Μην αμελείς ψυχή μου! Κάνε ψυχή μου εμπόριο· εμπρός! στο πάρε-δώσε ρίξου ψυχή μου εφεξής,
ώστε ο Βασιλιάς σου, σαν φτάσει ή ώρα που θα ’ρθεί,
να σ’ ανταμείψει ανάλογα για τη σκληρή δουλειά σου με
αγαλλιασμό και λυτρωμό.
β’. Ψυχή μου δεν είσαι άξια πράγματα τέτοια να έχεις· και όσα τώρα έχεις και, πράγματι, κατέχεις,
όλα σου έχουν χαριστεί, άλλος στα έχει δώσει. Γι’ αυτό, λοιπόν, μη ραθυμείς· τα δώρα που σού δόθηκαν κοίτα να τα μοιράζεσαι με όσους σού ζητάνε, όπως η Σαμαρείτιδα που τότε σ’ όλους έδωσε απ’ το καλό που βρήκε.
Αν και μονάχη άντλησε, από αυτό που έλαβε πρόσφερε και στους άλλους.
Κανένας δεν της ζήτησε, μ’ αυτή πλουσιοπάροχα αυτό που της χαρίστηκε, στους πάντες το δωρίζει.
Διψά μα δίνει απλόχερα και ξεδιψά τους γύρω· καλά καλά δεν πρόλαβε να πιει η ίδια μια γουλιά, ποτίζει τους τριγύρω.
Απ’ το ποτό δεν γεύθηκε, μα ήδη έχει μεθύσει και στους συμπατριώτες της φωνάζει και τους λέει:
«Ελάτε, δείτε μόνοι σας τι ωραίο, γάργαρο νερό που βρήκα εδώ να τρέχει. Μήπως στ’ αλήθεια είναι αυτός
Εκείνος που χαρίζει
αγαλλιασμό και λυτρωμό;»
γ’. Η Σαμαρείτιδα η πιστή βρήκε όπως είπε την πηγή υδάτων αθανάτων.
Από τ’ αθάνατο νερό που εκείνη ομολόγησε έτσι μεγαλοφώνως, αφού κι οι ίδιοι ήπιαμε με πόθο όλοι τώρα, ελάτε να ερευνήσουμε όλες του τις υπόγειες, τις υδροφόρες φλέβες.
Ας επανέλθουμε, λοιπόν, λιγάκι στο Ευαγγέλιο· τι λέει ας εξετάσουμε
το Φως θωρώντας, τον Χριστό: το Ύδωρ που ήπιε τότε κι εκείνη η Σαμαρείτιδα.
Ας δούμε το τι έγινε· καθώς λαμβάνει το Νερό, άλλο νερό κι ή ίδια της με τη σειρά προσφέρει.
Κι ακόμα ας εξετάσουμε άραγε για ποιον λόγο, δεν έδωσε νερό σ’ Αυτόν που ήταν διψασμένος και ποιο μπορεί να ήτανε το κώλυμα που είχε.
Γιατί, για όλα τούτα το μεγαλείο της Γραφής δίνει τις απαντήσεις· όλες τις περιέχει και σ’ όλους μάς παρέχει
αγαλλιασμό και λυτρωμό.
δ’. Τι μας διδάσκει, το λοιπόν, για όλα αυτά η Βίβλος; Ήτανε, λέει, ο Χριστός, που είναι για τους ανθρώπους
εκείνη η αστείρευτη πηγή απ’ όπου αντλούνε πνοή ζωής, ανασασμό. Κι απ’ το πολύ περπάτημα, απ’ την πεζοπορία,
κουράστηκε και κάθισε λίγο να ξαποστάσει σ’ εκείνο της Σαμάρειας το ξακουστό πηγάδι.
Ήτανε μεσημέρι· η ζέστη ήτανε φρικτή και έβραζε ο τόπος, καθώς το γράφει η Γραφή.
Τότε που η μέρα μέσαζε, τότε ήρθε ο Μεσσίας· τον κόσμο καταφώτισε που ζούσε μες στη νύχτα.
Ήρθε η Πηγή σε μια πηγή. Νερό δεν γύρευε να πιει, νερό να ξεδιψάσει· γύρευε μόνο το νερό για να μας καθαρίσει.
Κύλησε γάργαρο νερό, νερό αθανασίας στ’ αυλάκι της αθλίας ‒ της μαύρης μας παλιοζωής. Ήρθε κοντά μας στάθηκε, ως να ’ταν άνθρωπος απλός, φτωχός, αναγκεμένος.
Απ’ το πολύ περπάτημα κουράζεται Εκείνος που βάδισε στη θάλασσα απάνω δίχως κόπο,
Αυτός που δίνει σ’ όλους
αγαλλιασμό και λυτρωμό.
ε’. Τότε, λοιπόν, που βρέθηκε ο Οικτίρμων στο πηγάδι, όπως σας προανάφερα,
νά σου και μια γυναίκα, νά σου μια Σαμαρείτιδα· στάμνα πάνω στους ώμους της είχε
και κουβαλούσε και έτσι προχωρούσε, βγαίνοντας από την Συχάρ, την πόλη όπου ζούσε.
Και ποιος δεν μακαρίζει αυτήν εδώ την έξοδο που έκανε από την πόλη κι επίσης και την είσοδο, σαν πήγε πίσω πάλι;
Γιατί εξήλθε ρυπαρή, μα ξαναμπήκε καθαρή και έτσι μας συμβόλισε κάπως την Εκκλησία που την καθαίρει ο Χριστός.
Βγήκε και βρήκε τη ζωή κι όλη την αποστράγγισε σαν να ’τανε σφουγγάρι.
Βγήκε ως υδροφόρος και μπήκε ως θεοφόρος! Και ποιος δεν μακαρίζει πια
ετούτη τη γυναίκα; Ή μάλλον ποιος δεν σέβεται αυτήν εδώ που ήταν γυναίκα ειδωλολάτρισσα μα στέκει ως παράδειγμα που πίστεψε και έλαβε
αγαλλιασμό και λυτρωμό;