Οι φίλοι που έγιναν εχθροί. Ίσως αυτές να είναι οι πιο σκληρές ιστορίες κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Παρά την αδιανόητη φρίκη που κρύβει η δράση του Τοπάλ Οσμάν ή των τσετών του για παράδειγμα, το σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών δεν θα είχε επιτύχει χωρίς την κινητοποίηση του τουρκικού όχλου.
Οι μέχρι πρότινος γείτονες, ακόμα και οι φίλοι, οι άνθρωποι εμπιστοσύνης γίνονταν εχθροί που στη συνέχεια μετατρέπονταν σε κοινούς κακούργους, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
«Οι άνανδροι προδόται σφάζουν γυναίκας» γράφει ο Αντώνιος Γαβριηλίδης. Αυτόπτης μάρτυρας, στο βιβλίο Η μαύρη εθνική συμφορά του Πόντου έχει καταγράψει την εξόντωση του πληθυσμού σε Αμισό, Πάφρα, Αλατσάμ και στα περίχωρα, δίνοντας αναλυτικές περιγραφές των σφαγών, των απαγωγών και του εξισλαμισμού.
Για τη δολοφονία των οικογενειών Ελευθερίου Κοδζαπαράσογλου και Μουράτ Δεδεπαλόγλου γράφει*:
Μετά την εξαφάνισιν των αρρένων προστατών μελών των διαπρεπών οικογενειών της Πάφρας Αδελφών Κοδζαπαράσογλου και Μουράτ Δεδεπαλόγλου, ο Τούρκος δικηγόρος Σαβκέ Ζαδέ Σαλήχ εφένδης, γείτων και παλαιός φίλος της οικογένειας Κυριακού Κοδζαπαράσογλου, επισκέπτεται δήθεν ως φίλος τας συζύγους των κκ. Ελ. Κοδζαπαράσογλου, Θεοδώρου Κοδζαπαράσογλου, Βασιλείου Κοδζαπαράσογλου και Μουράτ Δεδεπαλόγλου.
Εκφράζεις εις αυτάς θερμά ο δόλιος συλληπητήρια διά την προεκταθείσαν δολοφονίαν του πενθερού αυτών Κυριακού Κοδζαπαράσογλου, κλαίει μαζί τους υποκριτικότατα και προθυμοποιείται ως τίμιος γείτων και οικογενειακός φίλος να προστατεύσει και να υπερασπισθεί τα ορφανά και τας χήρας γυναίκας, προλέγων ότι λίαν προσεχώς θ’ αρχίσει η εξορία και η εξόντωσις και των αυτών και των γυναικοπαίδων.
Προτείνει λοιπόν να παραλάβει αυτάς και τα τέκνα των εις την οικίαν του, χάρις ασφαλείας. Πείθονται αι δυστυχείς, του εκφράζουν ευχαριστίας και αποφασίζουν τη νύκτα, αφού παρέλαβον μεθ’ εαυτών ό,τι πολύτιμον είχον, εις χρήματα (λίρας χρυσάς τουρκικάς και χαρτονομίσματα) και αδαμάντινα κοσμήματα (ωρολόγια, δακτυλίδια και φλωρία διάφορα), να υπάγουν και να μείνουν φιλοξενούμενοι εις την οικίαν του ειρημένου δικηγόρου Σαλήχ εφένδη.
Ήσαν δε εν συνόλω τα εξής πρόσωπα:
1) Μαρίκα, σύζυγος Ελευθερίου Κοδζαπαράσογλου, το γένος Μουράτ Δεδεπαλόγλου, 2) Η μήτηρ αυτής Δέσποινα Δεδεπαλόγλου, 3) Κυριακός Ελευθ. Κοδζαπαράσογλου υιός, 4) Κυριακή Ελευθ. Κοδζαπαράσογλου θυγάτριον, 5) Σουλτάνα Θεοδώρου Κοδζαπαράσογλου, 6) Γεώργιος Θεοδώρου Κοδζαπαράσογλου, 7) Ευδόκιμος Θεοδώρου Κοδζαπαράσογλου, 8) Σαββατού Βασιλείου Κοδζαπαράσογλου, 9) Μαρία Βασιλείου Κοδζαπαράσογλου, 10) Παρασκευή Κυριακού Κοδζαπαράσογλου, 11) Καλλιόπη ανεψιά του Κυριακού.
Μετά μίαν εβδομάδαν ο Σαλήχ εφένδης, προφασιζόμενος ότι έχει κατεπείγουσαν εργασίαν, αναχωρεί εις Αμισόν, συστήσας τας φιλοξενουμένας τους εις την εύνοιαν και προστασίαν του αδελφού του Μασχάρ. Δυστυχώς δεν εβράδυνε να αποδειχθεί ότι ο κύριος Τίμιος δικηγόρος έφυγεν επίτηδες, αφού είχε στρώσει με τον αδελφόν του και τινάς άλλους ομοίους του κακούργους καταχθόνιον και αποτρόπαιον σχέδιον εξαφανίσεως των δύσμοιρων 11 αθώων πλασμάτων.
Διότι μετ’ ολίγον ο καλός αδελφός Μασχάρ παρουσιάζεται εις τα κυρίας δήθεν ανήσυχος και τρομαγμένος, διότι τα όργανα της Διοικήσεως ήρχισαν να υποπτεύονται ότι πρόσωπα Χριστιανικά είναι κρυμμένα εις την οικίαν του και ενδεχόμενον έξαφνα να προβούν εις έρευναν. Λέγει δε εις αυτάς ότι επί το ασφαλέστερον απεφάσισε να τας μεταφέρει εις μίαν εξοχικήν έπαυλιν του αδελφού του, ημίσειαν ώραν μακράν της Πάφρας, επί της οδού Άχτεκκε. Δέχονται αι δυστυχείς την πρότασιν του και αμέσως μετά τη δύσιν του ηλίου μεταφέρονται εις τη ρηθείσαν έπαυλιν.
Αλλ’ ιδού μετά το μεσονύκτιον ο Μασχάρ παραλαβών και τους άλλους δημίους, με τους οποίους εκ των προτέρων είχε συνεννοηθεί, εισέρχεται εις το ιδιαίτερον δωμάτιον (μισαφίρ οδασί) όπου εκοιμώντο τα περισσότερα γυναικόπαιδα, αφυπνίζει αυτά και τα εξαναγκάζει να τον παρακολουθήσουν έξω από την έπαυλιν. Αφού δε απεμακρύνθησαν ημίσειαν περίπου ώραν, τα σταματούν οι κακούργοι, αφαιρούν ό,τι πολύτιμον είχον, αφαιρούν και τα ενδύματα και αυτά τα εσώρουχα και εις Αδαμιαίαν κατάστασιν τουφεκίζουν και κατακρεουργούν όλα τα πρόσωπα, 7 τον αριθμόν, εκ των 11, τα ονόματα των οποίων αναφέραμεν.
Τούτο δε διότι η Σουλτάνα Θεοδώρου Κοδζαπαράσογλου μετά των δύο τέκνων αυτής Γεωργίου και Ευδοκίμου, καθώς και η Καλλιόπη, έτυχε να κοιμώνται εις το παρακείμενον δωμάτιον πλησίον της μητρός του δολοφόνου Μασχάρ και τη νύκταν δεν ευρέθησαν εις το δωμάτιον των φιλοξενουμένων και ως εκ θαύματος εσώθησαν.
Τη νύκταν η Σουλτάνα είχεν αντιληφθεί τα διατρέχοντα, αλλά προσεποιήθει την κοιμωμένην. Ήκουσε το θόρυβον και τας ομιλίας, αι οποίαι έλαβον χώραν εις το παρακείμενον δωμάτιον και μετά ημίσειαν ώραν ήκουσε και τους πυροβολισμούς και τότε μόνον αφυπνίσασα τη μητέραν του Μασχάρ, έπεσεν εις τους πόδας της, διηγήθη όλην την ιστορίαν και την παρεκάλεσε να την σώσει. Εν τω μεταξύ ήλθον οι διακούργοι δια να παραλάβουν τη Σουλτάναν, τα τέκνα της και την Καλλιόπην, αλλ’ η μήτηρ του Μασχάρ δεν τους επέτρεψε να εισέλθουν και τους απέπεμψε.
Περί τα χαράματα η Σουλτάνα μετά των δύο τέκνων της, και της Καλλιόπης, φεύγουν από την οικίαν του δολοφόνου Μασχάρ, καταβαίνουν εις Πάφραν, και ειδοποιούν την Κυβέρνησιν περί των διατρεξάντων.
Αμέσως η Κυβέρνησις στέλλει τον εισαγγελέα με χωροφύλακας και με τη Σουλτάναν εις τον τόπον του εγκλήματος, όπου πράγματι ευρίσκουν πέντε πτώματα εν αδαμιαία καταστάσει, έλειπαν τα πτώματα των δύο μικρών, δεν κατωρθώθη δε να εξακριβωθεί η τύχη αυτών.
Εκ των κακούργων συνεληφθησαν μόνο οι δύο, ο Σεβκί Ζαδέ Μασχάρ και ο Καρά Αχμέτ Ζαδέ Σαχάπ και εφυλακίσθηκαν μεν, αλλά μετ’ ολίγας ημέρας, όταν άρχισεν η εξορία των γυναικοπαίδων, απελύθησαν.
Την όλην αυτήν τραγικήν ιστορίαν ηκούσαμεν εκ στόματος της κ. Σουλτάνας Θεοδώρου Κοδζαπαράσογλου, η οποία κατόπιν εξορισθείσα με τα γυναικόπαιδα της 7ης αποστολής έφτασεν εις Μαλάτειαν με τα δύο τέκνα της και την ανεψιάν της Καλλιόπην.
Μετά δε την προκήρυξιν της 1ης Νοεμβρίου 1922, καθ’ ην πας μη Οθωμανός Ισλάμ υποχρεούτο, όπου και αν ευρίσκετο, εκτός ενός μηνός και διά της συντομωτέρας οδού να εξέλθει εκτός των τουρκικών συνόρων, η Σουλτάνα με τα δύο τέκνα της έφυγε από τη Μαλάτειαν και διά Χαλέπ της Συρίας έφθασεν εις Βηρυττόν και εκείθεν επιβάσα ατμοπλοίου έφθασεν εις Αθήνας. Σήμερον ευρίσκεται εις Καβάλαν πλησίον του συζύγου της Θεοδώρου Κοδζαπαράσογλου.